Ψηφιακή αποικιοκρατία είναι η χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας για την πολιτική, οικονομική και κοινωνική κυριαρχία επί ενός άλλου έθνους ή εδαφικής επικράτειας.
Στην κλασική αποικιοκρατία, οι Ευρωπαίοι κατακτούσαν και αποικούσαν μια ξένη χώρα∙ κατασκεύαζαν υποδομές, όπως στρατιωτικά οχυρά, λιμάνια και σιδηροδρομικές γραμμές∙ κατασκεύαζαν βαριά μηχανήματα και εκμεταλλεύονταν την εργασία για την εξαγωγή πρώτων υλών∙ ύψωναν «πανοπτικές» δομές για να αστυνομεύουν τους εργάτες∙ επιστράτευαν τους ειδικούς που ήταν απαραίτητοι σε μια προηγμένη οικονομική εκμετάλλευση (όπως π.χ. οι χημικοί στη διαδικασία εξόρυξης μεταλλευμάτων)∙ μετέφεραν με πλοία τις πρώτες ύλες στη μητρική χώρα για να χρησιμοποιηθούν στην παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων∙ διαιώνιζαν την εξάρτηση των λαών και των εθνών στον Παγκόσμιο Νότο στο πλαίσιο μιας άνισης παγκόσμιας κατανομής εργασίας∙ και διεύρυναν την αγοραία, διπλωματική και στρατιωτική κυριαρχία τους με σκοπό το κέρδος και τη λεηλασία.
Αυτή η διαδικασία εξελίχθηκε στη διάρκεια των αιώνων, με τη συμβολή και των νέων τεχνολογιών που αναπτύσσονταν εν τω μεταξύ. Στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, η εγκατάσταση υποβρύχιων καλωδίων διευκόλυνε τις τηλεγραφικές επικοινωνίες στο πλαίσιο της βρετανικής αυτοκρατορίας.
Σήμερα, οι κατά τον Εντουάρντο Γκαλεάνο «ανοιχτές φλέβες» του Παγκόσμιου Νότου είναι οι «ψηφιακές φλέβες» που διασχίζουν τους ωκεανούς, καλωδιώνοντας ένα τεχνολογικό οικοσύστημα που κατέχει και ελέγχει μια χούφτα επιχειρήσεων οι οποίες έχουν τη βάση τους κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μερικά από τα υπερωκεάνια καλώδια οπτικών ινών είναι εφοδιασμένα με δέσμες που ανήκουν ή μισθώνονται από εταιρείες, όπως η Google και το Facebook, για να διευκολύνουν την εξόρυξη δεδομένων και τη διασφάλιση του μονοπωλίου τους. Τα βαριά μηχανήματα της σημερινής εποχής είναι τα συμπλέγματα διακομιστών φιλοξενίας νέφους, υπό την κυριαρχία της Amazon και της Microsoft, τα οποία χρησιμοποιούνται για να αποθηκεύουν, να συνδυάζουν και να επεξεργάζονται μεγαδεδομένα, που πολλαπλασιάζονται όπως οι στρατιωτικές βάσεις στην αμερικανική αυτοκρατορία. Οι μηχανικοί και άλλοι ειδικοί της κλασικής αποικιοκρατίας είναι σήμερα οι εταιρικοί στρατοί των προγραμματιστών με τους ιδιαίτερα υψηλούς μισθούς των 250.000 δολαρίων ή και περισσότερο. Οι εκμεταλλευόμενοι εργάτες είναι οι έγχρωμοι εργάτες ορυχείων στο Κογκό και τη Λατινική Αμερική, οι στρατοί της φτηνής εργασίας που κατηγοριοποιούν και οργανώνουν τα δεδομένα τεχνητής νοημοσύνης στην Κίνα και την Αφρική, και οι ασιάτες εργάτες που υποφέρουν από σύνδρομο μετατραυματικού στρες κατά την εκκαθάριση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από αναρτήσεις με ενοχλητικό περιεχόμενο. Τα «πανοπτικά» είναι οι πλατφόρμες και τα κέντρα κατασκοπείας (όπως η αμερικανική Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας), και η πρώτη ύλη που επεξεργάζονται οι υπηρεσίες οι οποίες βασίζονται στην τεχνητή νοημοσύνη είναι τα δεδομένα.
Υπό μια ευρεία έννοια, η ψηφιακή αποικιοκρατία αφορά στην εδραίωση μιας άνισης κατανομής εργασίας, όπου οι κυρίαρχες δυνάμεις χρησιμοποιούν την ιδιοκτησία τους στις ψηφιακές υποδομές, τη γνώση που κατέχουν και τον έλεγχο που ασκούν στα υπολογιστικά μέσα επεξεργασίας πληροφοριών, με στόχο να κρατήσουν το Νότο σε μια κατάσταση μόνιμης εξάρτησης. Η άνιση κατανομή εργασίας έχει εξελιχθεί. Από οικονομικής πλευράς, η μεταποίηση έχει μετακινηθεί προς τα κάτω στην ιεραρχία της αξίας, και τη θέση της πήρε μια οικονομία προηγμένης υψηλής τεχνολογίας στην οποία τον έλεγχο ασκούν οι τεχνολογικοί κολοσσοί, γνωστοί με το ακρωνύμιο GAFAM (Google, Amazon, Facebook, Microsoft).
Η αρχιτεκτονική της ψηφιακής αποικιοκρατίας
Η ψηφιακή αποικιοκρατία έχει τις ρίζες της στην κυριαρχία εκείνων των στοιχείων του ψηφιακού κόσμου που συνιστούν τα μέσα επεξεργασίας πληροφοριών-του λογισμικού (software), του υλισμικού (hardware) και της δικτυακής διασυνδεσιμότητας.
Περιλαμβάνει τις πλατφόρμες-ρυθμιστές (gatekeepers), τα δεδομένα που προέρχονται από τους ενδιάμεσους παρόχους υπηρεσιών και τα βιομηχανικά πρότυπα, καθώς και την ιδιωτική «πνευματική ιδιοκτησία» και «ψηφιακή νοημοσύνη». Η ψηφιακή αποικιοκρατία είναι πια σε μεγάλο βαθμό ενταγμένη στα συμβατικά εργαλεία του καπιταλισμού και της αυταρχικής διακυβέρνησης, από την εκμετάλλευση της εργασίας, τη διαμόρφωση πολιτικής, και τον οικονομικό σχεδιασμό μέχρι τις υπηρεσίες πληροφοριών, την ηγεμονία της κυρίαρχης τάξης, και την προπαγάνδα.
Αρχίζοντας από το λογισμικό, παρατηρούμε μια διαδικασία στην οποία ο κώδικας, που ήταν αρχικά ελεύθερος στην παραγωγή και τη διανομή του και ευρέως διαμοιραζόμενος ανάμεσα στους προγραμματιστές, ακολούθησε μια ταχεία πορεία ιδιωτικοποίησης και προστατεύτηκε ως προϊόν πνευματικής ιδιοκτησίας. Στις δεκαετίες 1970 και 1980, το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών άρχισε να ενισχύει τα πνευματικά δικαιώματα στο λογισμικό. Απέναντι σε όλα αυτά υπήρξε μια αντίθετη τάση με τη μορφή των αδειών του «ελεύθερου λογισμικού και του λογισμικού ανοικτού πηγαίου κώδικα» (FOSS), που παρέχουν στους χρήστες το δικαίωμα να χρησιμοποιούν, να μελετούν, να τροποποιούν, και να μοιράζονται το λογισμικό. Αυτό είχε εγγενή πλεονεκτήματα για τις χώρες του Παγκόσμιου Νότου, καθώς δημιούργησε τα «ψηφιακά κοινά» που δεν υπόκεινται σε εταιρικό έλεγχο και στο κίνητρο του κέρδους.
Παράλληλα με την ιδιωτικοποίηση του λογισμικού υπήρξε μια η ταχύτατη συγκέντρωση της κυριαρχίας στο ίντερνετ στα χέρια ενδιάμεσων παρόχων υπηρεσιών, όπως το Facebook και η Google. Η πιο σημαντική εξέλιξη, όμως, ήταν η στροφή στις υπηρεσίες υπολογιστικού νέφους που ακύρωσε τις ελευθερίες που παρείχαν οι άδειες ελεύθερου και ανοιχτού λογισμικού στους χρήστες, γιατί το λογισμικό τρέχει πλέον στους υπολογιστές των μεγάλων εταιρειών τεχνολογίας. Τα εταιρικά υπολογιστικά νέφη αφαιρούν από τους χρήστες την ικανότητα ελέγχου των υπολογιστών τους. Οι υπηρεσίες νέφους παρέχουν έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών στις εταιρείες, οι οποίες χρησιμοποιούν τα δεδομένα για να «εκπαιδεύσουν» τα δικά τους συστήματα τεχνητής νοημοσύνης. Με την εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης οι ευαίσθητες λεπτομέρειες της προσωπικής ζωής μετατρέπονται σε έναν εξαιρετικά χρήσιμο πόρο, τον οποίο προσπαθούν ακατάπαυστα να εξορύξουν οι τεχνολογικοί γίγαντες.
Στο Νότο, η πλειονότητα των ανθρώπων εξαρτάται από περιορισμένων δυνατοτήτων απλά κινητά τηλέφωνα και από smartphones με λίγα δεδομένα προς χρήση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολλά εκατομμύρια ανθρώπων να αντιμετωπίζουν πλατφόρμες όπως το Facebook ως «το ίντερνετ», και τα προσωπικά δεδομένα τους να είναι στη διάθεση των ξένων ιμπεριαλιστών.
Στη σημερινή ψηφιακή αποικιοκρατία, οι πρώτες ύλες των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων είναι τα δεδομένα, τα οποία υφίστανται επεξεργασία με στόχο την παραγωγή υπηρεσιών που προσφέρονται στην παγκόσμια κοινότητα, γεγονός που ενισχύει περαιτέρω αυτήν την ιμπεριαλιστική κυριαρχία, θέτοντας όλες τις άλλες χώρες σε ένα υποτελές καθεστώς εξάρτησης.
Οι αμερικανικοί τεχνολογικοί γίγαντες ελέγχουν τις επιχειρηματικές σχέσεις σε όλη την αλυσίδα παραγωγής του βασικού προϊόντος, επωφελούμενοι από την γνώση τους, το συσσωρευμένο κεφάλαιό τους, και τον κυριαρχία τους στα βασικά λειτουργικά εξαρτήματα.
Η αποικιοποίηση της εκπαίδευσης
Ενδεικτικός του τρόπου πραγματοποίησης της ψηφιακής αποικιοποίησης είναι ο τομέας της εκπαίδευσης.
Η Microsoft προσπάθησε να εξαναγκάσει τις αφρικανικές κυβερνήσεις να αντικαταστήσουν το ελεύθερο λογισμικό με τα Windows της Microsoft και στα σχολεία.
Στη Νότια Αφρική, η Microsoft έχει έναν επιτόπιο στρατό εκπαιδευτών που εκπαιδεύουν τους δασκάλους πώς να χρησιμοποιούν το λογισμικό της Microsoft στο εκπαιδευτικό σύστημα. Έχει προμηθεύσει επίσης με τάμπλετς Windows και λογισμικό της Microsoft διάφορα πανεπιστημιακά ιδρύματα, όπως το Πανεπιστήμιο της Βέντα. Πρόσφατα, συνεργάστηκε με τον πάροχο κινητής τηλεφωνίας Vodacom (που στην πλειοψηφία του ανήκει στην βρετανική πολυεθνική Vodafone) για να προσφέρει ψηφιακή εκπαίδευση σε μαθητές της Νότιας Αφρικής.
Η Google θέλει και αυτή να αποκτήσει ένα μερίδιο της αγοράς. Σε συνεργασία με την νοτιοαφρικανική νεοφυή (startup) επιχείρηση CloudEd, επιδιώκει να συνάψει την πρώτη σύμβασή της με μια επαρχιακή υπηρεσία .
Επίσης, το Ίδρυμα Michael and Susan Dell μετέχει σε σχήμα επιχειρηματικής συνεργασίας που παρέχει σε επαρχιακές κυβερνήσεις μια πλατφόρμα διαχείρισης σχολείων σε επίπεδο δημοτικού διαμερίσματος, η οποία βασίζεται στην ανάλυση δεδομένων. Το συγκεκριμένο λογισμικό που χρησιμοποιείται είναι σχεδιασμένο για τη συλλογή δεδομένων που εντοπίζουν και εποπτεύουν δασκάλους και μαθητές σε σχέση με τις επιδόσεις τους, την παρουσία τους, και διάφορα «κοινωνικά θέματα». Ενώ προς το παρόν τα σχολεία ανεβάζουν τα συλλεγόμενα δεδομένα κάθε βδομάδα, ο τελικός στόχος είναι η παροχή υπηρεσιών παρακολούθησης της συμπεριφοράς και της απόδοσης των μαθητών σε πραγματικό χρόνο, με στόχο την γραφειοκρατική διαχείριση, και την «ανάλυση διαμηκών δεδομένων» (ανάλυση των δεδομένων που συλλέγονται διαχρονικά για την ίδια ομάδα ανθρώπων).
Η νοτιοαφρικανική κυβέρνηση επεκτείνει επίσης το υπολογιστικό νέφος του υπουργείου Βασικής Εκπαίδευσης, που μπορεί κάποια στιγμή να χρησιμοποιηθεί για την άσκηση τεχνοκρατικής επιτήρησης. Η Microsoft υπέβαλε στο υπουργείο Βασικής Εκπαίδευσης πρόταση συλλογής δεδομένων «για τον κύκλο ζωής του χρήστη», αρχίζοντας από το σχολείο και επεκτεινόμενη-για όσους έχουν λογαριασμούς Microsoft Office 365-στην ενήλικη ζωή τους, έτσι ώστε η κυβέρνηση να μπορεί να πραγματοποιεί διαμήκεις αναλύσεις για θέματα όπως η σύνδεση εκπαίδευσης και απασχόλησης.
Τα σχολεία συνιστούν προνομιακό χώρο για την επέκταση του ελέγχου των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών στις ψηφιακές αγορές. Τα φτωχά άτομα στο Νότο βασίζονται συνήθως στις κυβερνήσεις ή στις εταιρείες για τη δωρεάν παροχή συσκευών, γεγονός που τα καθιστά εξαρτώμενα από άλλους σε σχέση με την απόφαση ως προς το ποιο λογισμικό να χρησιμοποιούν. Ποιος καλύτερος τρόπος κατάκτησης μεριδίου της αγοράς υπάρχει από την προεγκατάσταση του λογισμικού των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών σε συσκευές που προσφέρονται σε παιδιά που η μόνη τους πρόσβαση στην τεχνολογία είναι ένα απλό κινητό;
Εκμετάλλευση της εργασίας
Η ψηφιακή αποικιοκρατία είναι επίσης εμφανής από την υπερβολική εκμετάλλευση στις χώρες του Παγκόσμιου Νότου της χειρωνακτικής εργασίας, που αποτελεί κρίσιμη εισροή των ψηφιακών τεχνολογιών. Είναι γνωστό ότι το 70% της παγκόσμιας παραγωγής κοβαλτίου, ενός βασικού μεταλλεύματος που χρησιμοποιείται στις μπαταρίες των αυτοκινήτων, των smartphones και των ηλεκτρονικών υπολογιστών, εξορύσσεται στη Δημοκρατία του Κογκό. Δεκατέσσερις οικογένειες αυτής της χώρας έχουν υποβάλει πρόσφατα μηνύσεις στις εταιρείες Apple, Tesla, Alphabet, Dell, και Microsoft, κατηγορώντας τες ότι η βιομηχανία εξόρυξης κοβαλτίου κάνει χρήση παιδικής εργασίας. Επιπλέον, αυτή καθαυτή η διαδικασία εξόρυξης μεταλλευμάτων έχει συχνά αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία των εργατών των ορυχείων.
Οι μισθοί των εργατών σε όλες τις χώρες της Λατινικής Αμερικής είναι χαμηλοί, συγκρινόμενοι με αυτούς των πλούσιων χωρών, ειδικά αν ληφθούν υπόψη οι διαφορετικές εργασιακές συνθήκες. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, στη Χιλή οι αμοιβές των εργαζόμενων στα ορυχεία είναι μεταξύ περίπου 1.430 και 3.000 δολαρίων το μήνα, ενώ στην Αργεντινή οι είναι πολύ χαμηλότερες κυμαινόμενες μεταξύ 300 και 1.800 δολαρίων. Το 2016, ο μέσος μηνιαίος μισθός των εργαζόμενων στα ορυχεία της Βολιβίας έφτανε, μετά μάλιστα από μια αύξηση, τα 250 δολάρια. Αντίθετα, οι εργαζόμενοι στα ορυχεία της Αυστραλίας αμείβονται με περίπου 9.000 δολάρια το μήνα, ενώ μπορούν να εισπράττουν μέχρι και 200.000 δολάρια το χρόνο.
Πολλές χώρες του Νότου είναι πηγή άφθονης προσφοράς φτηνής εργασίας για τους τεχνολογικούς γίγαντες. Αυτήν την προσφέρουν, μεταξύ άλλων, οι ασχολούμενοι με την οργάνωση δεδομένων για την παραγωγή συνόλων δεδομένων (datasets) τεχνητής νοημοσύνης, οι εργαζόμενοι σε τηλεφωνικά κέντρα, και οι διαχειριστές περιεχομένου σε πλατφόρμες, όπως το Facebook, που ανήκουν σε γίγαντες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Η πολιτική κυριαρχία και τα μέσα άσκησης βίας
Η οικονομική ισχύς των αμερικανικών τεχνολογικών γιγάντων συμβαδίζει με την επιρροή τους στην πολιτική και κοινωνική σφαίρα. Το 2013, ο Έντουαρντ Σνόουντεν αποκάλυψε ότι οι εταιρείες Microsoft, Yahoo, Google, Facebook, PalTalk, YouTube, Skype, AOL, και Apple αντάλλασσαν πληροφορίες με την Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας μέσω του προγράμματος PRISM. Οι χώρες του Νότου, από τη Μέση Ανατολή μέχρι την Αφρική και τη Λατινική Αμερική, ήταν στόχος επιτήρησης της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών.
Η αστυνομία και ο στρατός συνεργάζονται επίσης με τεχνολογικές εταιρείες, που είναι ευτυχείς να εισπράττουν πλουσιοπάροχες αμοιβές ως προμηθευτές προϊόντων και υπηρεσιών επιτήρησης. Για παράδειγμα, η Microsoft μέσω του σχεδόν άγνωστου Τμήματος για τη Δημόσιας Ασφάλειας και Δικαιοσύνης το οποίο διαθέτει δημιούργησε ένα εκτεταμένο οικοσύστημα συνεργασιών με προμηθευτές συστημάτων επιτήρησης για την «επιβολή του νόμου», οι οποίοι λειτουργούν στην υποδομή υπολογιστικού νέφους της Microsoft. Αυτό το σύστημα περιλαμβάνει μια πλατφόρμα επιτήρησης εντολών και ελέγχου με την ονομασία “Microsoft Aware”, που καλύπτει όλη την πόλη, και η οποία αγοράστηκε από τις αστυνομίες της Βραζιλίας και της Σιγκαπούρης, καθώς και αστυνομικά οχήματα με κάμερες αναγνώρισης προσώπου που εμφανίστηκαν στους δρόμους του Κέιπ Τάουν και του Ντέρμπαν της Νότιας Αφρικής.
Η Microsoft δραστηριοποιείται επίσης στη βιομηχανία των φυλακών. Προσφέρει μια ποικιλία λύσεων λογισμικού που καλύπτουν όλο το σωφρονιστικό σύστημα, από την παραβατικότητα των ανηλίκων μέχρι την προδικαστική διαδικασία και την αναστολή υπό επιτήρηση, όσους βρίσκονται στα κρατητήρια και τις φυλακές, καθώς και εκείνους που έχουν αποφυλακιστεί υπό όρους. Στην Αφρική συνεργάζεται με την Netopia Solutions, μια εταιρεία που προσφέρει μια πλατφόρμα λογισμικού διαχείρισης φυλακών, η οποία περιλαμβάνει την «διαχείριση αποδράσεων» και την επεξεργασία αναλυτικών στοιχείων των φυλακισμένων.
Συμπέρασμα
Η ψηφιακή τεχνολογία παίζει έναν κεντρικό ρόλο στην πολιτική, την οικονομία, και την κοινωνική ζωή σε όλα τα μέρη του κόσμου. Ως μέρος του αμερικανικού αυτοκρατορικού σχεδίου, οι διεθνικές εταιρείες των Ηνωμένων Πολιτειών αναβιώνουν την αποικιοκρατία στο Νότο με την κυριότητα και τον έλεγχο της πνευματικής ιδιοκτησίας, της ψηφιακής νοημοσύνης, και των υπολογιστικών μέσων. Οι περισσότερες βασικές υποδομές, βιομηχανίες και λειτουργίες που συνδέονται με ηλεκτρονικούς υπολογιστές αποτελούν ιδιωτική ιδιοκτησία αμερικανικών διεθνικών επιχειρήσεων, που είναι συντριπτικά κυρίαρχες εκτός των αμερικανικών συνόρων. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις, όπως η Microsoft και η Apple, κυριαρχούν στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες ως μονοπώλια πνευματικής ιδιοκτησίας.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η άνιση ανταλλαγή και η ανισοκατανομή, που αυξάνουν την εξάρτηση της περιφέρειας και διαιωνίζουν τη μαζική οικονομική εξαθλίωση και την παγκόσμια φτώχεια.
Όμως, υπάρχουν πάντα εκείνοι που αντιστέκονται στις δυνάμεις της εξουσίας. Η αντίσταση στις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας στο Νότο έχει μια μακρά ιστορία, που χρονολογείται από τις ημέρες των διεθνών διαμαρτυριών κατά της IBM, της Hewlett Packard, και άλλων εταιρειών που ασκούσαν επιχειρηματικές δραστηριότητες στο καθεστώς απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, οι χώρες του Παγκόσμιου Νότου υιοθέτησαν για ένα μικρό χρονικό διάστημα το ελεύθερο λογισμικό και τα παγκόσμια κοινά ως μέσο αντίστασης στην ψηφιακή αποικιοκρατία, έστω και αν πολλές από αυτές τις πρωτοβουλίες στη συνέχεια εγκαταλείφθηκαν. Τα τελευταία χρόνια, πάντως, έχουν κάνει την εμφάνισή τους νέα κινήματα κατά της ψηφιακής αποικιοκρατίας.
Όμως, όλα αυτά είναι ένα μόνο μέρος της συνολικής εικόνας. Η οικολογική κρίση που δημιουργήθηκε από τον παγκόσμιο καπιταλισμό απειλεί να καταστρέψει οριστικά, σε σύντομο διάστημα, τη ζωή πάνω στη γη, και γι’ αυτό οι επιλογές που αφορούν την ψηφιακή οικονομία πρέπει να συνδέονται με την περιβαλλοντική δικαιοσύνη και τους ευρύτερους αγώνες για ισότητα.
Η εξουδετέρωση της ψηφιακής αποικιοκρατίας απαιτεί ένα διαφορετικό εννοιολογικό πλαίσιο που θα αντιστρατεύεται τα γενεσιουργά της αίτια και τους βασικούς πρωταγωνιστές της, σε συνδυασμό με κινήματα βάσης που θέλουν να αντιταχθούν στον καπιταλισμό και τον αυταρχισμό, στην αμερικανική αυτοκρατορία, και στους θεωρητικούς υποστηρικτές της.
Michael Kwet
Μετάφραση: Χάρης Γολέμης
Πηγή: Η Εποχή