Φθονώ αρκετά τον Τάσο και τον Ηλία, μιας και εκείνοι έπεισαν το Νίκο Γιαννόπουλο να γράψει το «Ω,λε φιλαλάκο!» του, που από την προηγούμενη εβδομάδα είναι ξανά στα βιβλιοπωλεία με τη δεύτερή του έκδοση, που συμπεριλαμβάνει και φωτογραφίες. Και τούτο διότι, παρόλο που προσπαθώ και εγώ πολύ να πείσω άλλους «γιαννόπουλους» να γράψουν βιβλία, εκείνοι, με σχετικά ευγενικό τρόπο οφείλω να ομολογήσω, με γράφουν πατόκορφα.
Ο Νίκος, αφού το σκάλισε καιρό το πόνημα και του το ομόρφυνε σίγουρα ο Στρατής, μας παραδίδει την ιστορία του, όπως ιδανικά εκτιμώ πρέπει να γράφεται από τη σκοπιά του αυτοβιογραφούμενου στην Αριστερά: με ασυγκράτητο αυτοσαρκασμό, με δούλεμα και κανάκεμα σε φίλους και αγαπημένους και ασχετοσχετικές ιστορίες, που ωστόσο, αν δεν υπήρχαν, δε θα μπορούσε να υπάρξει συνοχή και ρέον λόγος. Γι’αυτούς τους λόγους, δε γνωρίζω κανέναν και καμία που να του πήρε πάνω από μια βδομάδα να διαβάσει το Φιλαλάκο, να μη (χαμο)γελούσε μόνος (και αυτό στο καφενείο σε κάνει να φαίνεσαι ολίγον χάχας), να μη διαβάζει δυνατά αποσπάσματα από τα καλαμπούρια σε φίλες και γνωστούς.
Μάλιστα, αυτή η πρώτη αρετή του Νίκου -παρά την εξαρχειώτικη (κατα)σκευή του και την μάγκικη ομιλία του- τον καθιστά και από τους καλύτερους αυτοβιογραφούμενους, μιας και φανταζόμαστε τα δρώμενα στα οποία συμμετέχει από τη σκοπιά του αντιήρωα, δηλαδή του και γκαφατζή, του και τσακωματία, και τελικά εκείνου που κάνει και λάθος, και το ξέρει: «αν και, σε γενικές γραμμές, με αγαπώ και μου έχω εκτίμηση, οφείλω να παραδεχτώ ότι έχω διαπράξει ουκ ολίγες μαλακίες, οφειλόμενες πρωτίστως στον παρορμητισμό, την αφέλεια και ένα ορισμένο «παντοδυναμικό» (όπως μου λέει και η Τέση) που με διακατέχουν». Κι απ’την άλλη, αυτά αξεδιάλυτα δένουν με τη διαύγεια μιας περιεκτικής πολιτικής ανάλυσης για κάθε περιστατικό, με συμπεράσματα που σήμερα περισσότερο από ποτέ είναι εντελώς γόνιμα για εγχειρήματα εναλλακτικής, αντικαπιταλιστικής πολιτικής. Σε αυτό θα επανέλθω.
Αντινομίες που συντίθενται
Ο Φιλαλάκος θα αποτελέσει απαραίτητο ανάγνωσμα για οποιονδήποτε άνθρωπο θελήσει να καταλάβει το ελληνικό κίνημα από πριν τη Μεταπολίτευση έως σήμερα, όχι όμως γιατί γράφεται από έναν αρχετυπικό κινηματία. Άλλωστε αυτό από μόνο του δεν αποτελεί ικανή συνθήκη έτσι ώστε να οριστεί ως χρήσιμο. Ο συγγραφέας τοποθετεί με τέτοιον τρόπο τα τεράστια αποθέματα μνήμης του στο χαρτί, ώστε να μπορεί να ανασυστήσει οσμές, μικροκόντρες, συναισθήματα, ταξίδια, διακοπές, φάρσες και τσαμπουκάδες, νίκες, ήττες και διασπάσεις, πάντα όμως από τη σκοπιά του, την εντελώς δίκη του σκοπιά: «εγώ, ο Νίκος, ανήκω στην Αριστερά, είμαι με τους κατατρεγμένους, θέλω να γίνω αγωνιστής. Μπορεί αυτό να φαίνεται για την τότε ηλικία μου κάπως ξιπασμένο, αλλά μου καθόρισε τη ζωή και δεν υπήρξε ούτε μια στιγμή, στον περίπου μισό αιώνα που ακολούθησε, αυτό το «ανήκειν» να το αμφισβητήσω». Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την παράθεση πολλών ονομάτων, που ίσως τον αναγνώστη που δε γνωρίζει να τον κουράσουν, αλλά έχουν επιτελική και πολιτική σημασία. Ο Γιαννόπουλος αναφέρει όλους αυτούς και όλες αυτές, όχι για να μην τους κακοκαρδίσει, μα γιατί τονίζει -σχεδόν και στις 700 σελίδες- πως χωρίς πρόσωπα με όνομα, επώνυμο και τα ξεχωριστά τους χαρακτηριστικά, αγώνες δε θα μπορούσαν να διεξαχθούν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η μαρτυρία του ενός γίνεται μαθητεία στη δημοκρατία των πολλών, με χαβαλέ και αποτελεσματικότητα.
Κι απ’ την άλλη, ενώ δε διεκδικεί δάφνες κοινωνικού επιστήμονα που ασχολείται με τη συγκρουσιακή πολιτική, εντούτοις, πέραν του να αλλάζει, ερμηνεύει και τον κόσμο. Φερ’ ειπείν, έπειτα από ένα νικηφόρο αγώνα αναφέρει πως, «ένας αγώνας -και οποιοδήποτε ανατρεπτικό εγχείρημα- δεν εξελίσσεται ευθύγραμμα, συχνά η νίκη από την ήττα απέχει χιλιοστά, η έκβασή του μπορεί να επηρεαστεί από το τυχαίο, αλλά για να είναι θετική, προϋποθέτει την ύπαρξη συνεκτικού υποκειμένου που θα μπορεί να μετατρέπει το ενδεχόμενο σε δυνατότητα χωρίς να το προεξοφλεί. Για τον αναντικατάστατο ρόλο της ενσώματης συμμετοχής στον αγώνα, της εμπιστοσύνης και της αγάπης στους συντρόφους και τις συντρόφισσές μας».
Ένα λεπτό κοκκινόμαυρο νήμα κινηματικής μεσότητας
Πώς μπορεί να συνδυάζεται η πολιτική διαμέσου της τρυφερότητας με την δρομίσια, συγκρουσιακή αντιπαράθεση με φασίστες και αστυνομία; Η χωρίς ίχνος δισταγμού υπεράσπιση αναρχικών, διωκόμενων της 17Ν, κ.ο.κ., και η διαπραγμάτευση με ισχυρούς πολιτικούς παράγοντες; Η πολύ συχνά συμμαχική προδιάθεση με την καθαρή πολιτική θέση; Ένας βαθύς, ανιδιοτελής διεθνισμός με το συχνό εντοπισμό και την κατάδειξη της πολιτικής αβελτηρίας των υπό υπεράσπιση φίλων; Η δράση, εκεί που τα ίχνη της νομιμότητας θολώνουν, και ο εκλογικός αγώνας; Ο Γιαννόπουλος εξηγεί καλύτερα: «σε μένα υπήρχε μια συσσώρευση εμπειριών, ιδεών και προσδοκιών που με έσπρωχνε με θολό τρόπο προς τον ελευθεριακό κομμουνισμό και την αυτονομία, στα όποια όμως ουδέποτε προσχώρησα πλήρως […] είχαμε μεγάλη διάθεση για πειραματισμούς στα περιεχόμενα και τις μορφές της ένταξης και της δράσης μας».
Μπορεί να μην είναι συνηθισμένη λέξη στην Τσαμαδού, αλλά νομίζω πως εκείνο που ξετυλίγει το κουβάρι των ιστοριών του Γιαννόπουλου είναι η μεγάλη πρόνοια για καινοτομία. Όχι τον μεταμοντέρνο εθισμό στο καινούργιο για χάρη του καινούργιου, αλλά την ορμέμφυτη ανάγκη για αλλαγή των καταστάσεων, όταν αυτές βαλτώνουν, για καθιέρωση προϋποθέσεων καλής συλλογικής ζωής στη συχνά πολύ συγκρουσιακή εναλλακτική πολιτική, και μια παιδική, παιγνιώδης διάθεση, για να κάνουμε τα πράγματα να μας αρέσουν. Ωστόσο, τίποτε από αυτά δε θα γινόταν κατορθωτό χωρίς ανοιχτές θεωρητικές αναζητήσεις, εμπεριστατωμένη, επιτόπια ενημέρωση και ιχνηλάτηση του πεδίου, συμπερίληψη της εξειδίκευσης στην κατάστρωση σχεδίων, και συνελευσιακές δομές που νομιμοποιούσαν την (πετυχημένη ή αποτυχημένη) δράση.
Σπάσιμο στεγανών
Τελικά, τα θέματα που άνοιξαν οι συλλογικότητες που ανήκε και ανήκει ο Νίκος έπαιξαν κομβικό ρόλο στην πολιτικοποίηση πολλών εξ ημών, διευρύνοντας το συνήθη πολιτικό κύκλο εργασιών της Αριστεράς. Αντικυρίαρχες θεματικές που δε θα τις «έτρεχαν» ποτέ οι μεγάλες αριστερές οργανώσεις (που εν πάσει περιπτώσει σα να τις φοβόντουσαν για το πολιτικό κόστος που φέρουν) αξιοποιήθηκαν ως κύριες πολιτικές αιχμές, φανερώνοντας μια κινηματική τόλμη αξεπέραστη, που είχε ως αποτέλεσμα την αναδιαμόρφωση θέσεων και εκείνων που στην αρχή δεν τις πίστευαν. Δημιουργία κραταιών κινηματικών υποδομών, μεσιτεία, ηγεσία, απόλυτη αξιοποίηση ενδογενών πόρων, είναι μερικά μόνο από όσα έγιναν κατορθωτά με τη συνέργεια του Νίκου, ωστόσο δεν περιγράφονται στο βιβλίο με αυτή την ξύλινη γλώσσα των θεωριών κοινωνικών κινημάτων.
Το βιβλίο δεν είναι η ιστορία της προσωπικής δικαίωσης μέσα από γλαφυρές αφηγήσεις. Ο συγγραφέας, έπειτα από κάθε ιστορική περίοδο, διαλεκτικά αυτοαναιρείται, με μια γενναιότητα εντελώς σπάνια, χωρίς να αφήνει τίποτα απ’ έξω: «το Δεκέμβριο του 1994 δημιουργήσαμε το Δίκτυο για τα Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το οποίο έχει από καιρό ενηλικιωθεί και έχει γράψει ωραιότατες σελίδες, αλλά μάλλον πλέον και αυτό, με τη σειρά του, πρέπει να εξεύρει το διάδοχό του». Και τολμάει και αλλιώς: «η πολιτικά σχεδιασμένη ανάμειξη μαζί του (σσ. «με τον κινηματικό ρεφορμισμό») και όχι ο φοβικός απομονωτισμός, είναι αυτό που εξασφαλίζει τη δημιουργία μαζικών κινημάτων: χωρίς την ενεργή συμμετοχή του ούτε το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα θα ήκμαζε ούτε η εξέγερση του Δεκέμβρη θα επιβίωνε ούτε οι πλατείες θα πλημμύριζαν την άνοιξη του 2011».
Κάτι σαν αισιόδοξη απαισιοδοξία
Διαβάζοντας το βιβλίο αναρωτιέται κανείς αν είναι δυνατόν να ξαναβγούν στο δρόμο τέτοιοι ανθρωπολογικοί τύποι, αν τελοσπάντων το καλούπι έσπασε ή στην -πικρή- τελική αν χρειάζεται. Παρόλο που η ριζική ενδεχομενικότητα της ιστορίας είναι το μόνο βέβαιο, η τέτοια στάση ζωής σήμερα φαντάζει δύσκολη. Ωστόσο, αν με την ανάγνωση του Φιλαλάκου ζητάς να ξανασυμβούν όλα και καλύτερα, τότε έχεις διαβάσει ένα εμπρηστικό χωρίς μπουκάλι και στουπί βιβλίο. «Ποιοι και ποιες θα σηκώσουν τις κόκκινες και τις μαύρες σημαίες; Όπως πάντα, ο ξεσηκωμός δεν είναι νομοτέλεια, είναι ενδεχόμενο, πολλώ δε μάλλον η νίκη του. Όπως πάντα όμως αυτοί που θα τον διαπράξουν θα είναι οι από κάτω, που μάλλον δεν γνωρίζουν τον Μαρξ και τον Μπακούνιν, ούτε ίσως ξέρουν ποια ακριβώς ζωή θέλουν, απλώς δεν αντέχουν αυτή που ζουν, οι καταπιεσμένοι και καταπιεσμένες κάθε εποχής, που βρίσκουν τα περάσματα…».
Σε κάθε περίπτωση, για πολλές και πολλούς από εμάς, κάθε φορά που βλέπουμε το Νίκο να κάθεται με το λευκό του κρασί και το τσιγάρο του στο Στέκι, στο Αθήναιον, στη Μουριά ο κόσμος γίνεται κατά τι πιο ατόφιος. Ή και κατά πολύ.