Η Ιαπωνία στην αρχή της δεκαετίας του ’90 έπεσε σε οικονομική κρίση από την οποία ακόμα δεν έχει βγει. Η διαχείριση αυτής της κρίσης, που κοντεύει τα τριάντα χρόνια, φαίνεται να είναι πρότυπο για τις ανεπτυγμένες χώρες σήμερα. Ο οικονομολόγος Σάτγιαζιτ Ντας, μόνιμα επικριτικός απέναντι στον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας, εξετάζει πόσο λανθασμένη είναι αυτή η επιλογή.
Όλο και περισσότεροι οικονομολόγοι δείχνουν πεπεισμένοι ότι οι ΗΠΑ, η ΕΕ και η Κίνα οδεύουν όλες προς μια παρατεταμένη περίοδο χαμηλής ανάπτυξης –διαρκούς διαρθρωτικής οικονομικής στασιμότητας (secular stagnation) όπως τη χαρακτήρισε ο πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Λάρι Σάμερς. Μια παρόμοια περίπτωση μοιάζει να είναι η Ιαπωνία της δεκαετίας του ’90. Εκεί, επίσης, αφού έσκασαν φούσκες γεμάτες περιουσιακά στοιχεία στηριγμένα σε χρέη, ακολούθησαν δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης, τεράστια νομισματική χαλάρωση, και επιτόκια που έπιασαν πάτο. Οι προσπάθειες διάσωσης σταθεροποίησαν τις συνθήκες, δεν μπορούσαν όμως να ξεκινήσουν μια βιώσιμη ανάκαμψη, αφήνοντας την οικονομία βαλτωμένη σε χαμηλή ανάπτυξη, χαμηλό πληθωρισμό και υψηλό χρέος.
Για κάποιους αυτό το αποτέλεσμα δεν θα ήταν και τόσο τρομερό. (Ένας Άγγλος πολιτικός σε μια επίσκεψή του, θαμπωμένος από το πλούσιο εμπορικό κέντρο του Τόκυο, το Γκίνζα, παρατήρησε ότι «αν αυτό είναι ύφεση, θέλω κι εγώ μία».) Όταν ξεκίνησε η ιαπωνική ύφεση, όμως, η χώρα είχε αρκετά πλεονεκτήματα, εσωτερικά και εξωτερικά, που οι σημερινές χώρες δεν έχουν. Για πολλούς μια ύφεση σαν της Ιαπωνίας είναι η πιο αισιόδοξη εκδοχή.
Πρώτα απ’ όλα, στην αρχή της κρίσης η Ιαπωνία είχε χαμηλό δημόσιο χρέος ‒περίπου 20% του ΑΕΠ‒ όπως και υψηλές αποταμιεύσεις και ασυνήθιστα υψηλές επενδύσεις στο εσωτερικό. Ακόμα και τώρα, Ιάπωνες αγοραστές κατέχουν το 90% των κρατικών ομολόγων. Αυτό έχει επιτρέψει σε διαδοχικές ιαπωνικές κυβερνήσεις να διατηρούν υψηλά κρατικά ελλείμματα και να χρηματοδοτούν τις δημόσιες δαπάνες εγχώρια, βοηθούμενες από μια κεντρική τράπεζα που τις διευκολύνει κρατώντας χαμηλά τα επιτόκια εξυπηρέτησης χρέους.
Από την άλλη πλευρά, πολλές από τις σημερινές προβληματικές οικονομίες υποφέρουν από υψηλά επίπεδα τόσο δημόσιου χρέους ‒περίπου 80-100% του ΑΕΠ‒, όσο και συνολικού. Το επίσημο κρατικό χρέος της Κίνας είναι χαμηλότερο, περίπου στο 55% του ΑΕΠ. Αυτό το νούμερο όμως δεν περιλαμβάνει το δανεισμό μεγάλων τραπεζών και κρατικών επιχειρήσεων τον οποίο εγγυάται σε διάφορους βαθμούς το κράτος. Μερικές χώρες έχουν επίσης χαμηλές αποταμιεύσεις, οπότε βασίζονται σε ξένα κεφάλαια κι έτσι περιορίζεται η δυνατότητά τους να χρηματοδοτούν ελλείμματα του προϋπολογισμού.
Δεύτερον, η ύφεση της Ιαπωνίας επήλθε κατά τη διάρκεια μιας περιόδου ισχυρής παγκόσμιας ανάπτυξης. Έτσι, οι εξαγωγές αντικατέστησαν εν μέρει την έλλειψη εσωτερικής ζήτησης, ενώ οι υγιείς διεθνείς αγορές επέτρεψαν στους Ιάπωνες να επενδύσουν στο εξωτερικό αναζητώντας αποδόσεις. Σήμερα, χαμηλή ζήτηση και αδύναμες αγορές έχουν ως αποτέλεσμα τα κράτη να μην μπορούν να αναζητήσουν βοήθεια εκτός των συνόρων τους. Το πρόβλημα είναι ότι διεθνές εμπόριο και ροές κεφαλαίων αυξάνονταν κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1990 και του 2000, ενώ τώρα η παγκοσμιοποίηση βρίσκεται υπό πίεση, περιορίζοντας περαιτέρω την ικανότητα μεμονωμένων κρατών να στραφούν στη ζήτηση και τα κεφάλαια από το εξωτερικό.
Τρίτον, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 25 ετών η Ιαπωνία μπόρεσε κατά διαστήματα να υποτιμήσει το γιεν για να δώσει ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα. Η βουτιά του νομίσματος, όταν η Τράπεζα της Ιαπωνίας άρχισε το τεράστιο πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων το 2013, οδήγησε σε εταιρικά κέρδη ρεκόρ για τους μεγαλοεξαγωγείς. Σήμερα το γεγονός ότι όλες οι χώρες υποφέρουν σημαίνει ότι οποιαδήποτε απόπειρα να αποκτηθεί ανταγωνιστικό πλεονέκτημα μέσω της υποτίμησης του νομίσματος θα προκαλέσει άμεσα αντίποινα.
Τέταρτον, τον καιρό που έσκασε η ιαπωνική φούσκα η Ιαπωνία ήταν ήδη αρκετά πλούσια και τεχνολογικά εξελιγμένη, με παγκόσμιου επιπέδου αυτοκίνητα, ηλεκτρονικά είδη ευρείας κατανάλωσης και προηγμένες μεταποιητικές βιομηχανίες. Χώρες όπως η Κίνα είναι πολύ μακριά από αυτό το επίπεδο ανάπτυξης. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ιαπωνίας βρισκόταν περίπου στα 29.000 δολάρια (σημερινά ποσά), περίπου 20% ψηλότερα από τις ΗΠΑ εκείνο τον καιρό. Το αντίστοιχο ΑΕΠ της Κίνας σήμερα βρίσκεται στα 7.500 δολάρια, που είναι το 15% του αντίστοιχου αμερικανικού. Η Κίνα βρίσκεται ακόμα στα πρώιμα στάδια της μετάβασης από τις μεταποιητικές χαμηλού κόστους σε πιο ανεπτυγμένες βιομηχανίες. Μια επιβράδυνση τώρα απειλεί να ρίξει τη χώρα σε μια παγίδα μεσαίου εισοδήματος και να θέσει σε κίνδυνο τις προσπάθειες της κυβέρνησης να ανεβάσει τα εισοδήματα.
Πέμπτον, αν και ο γερασμένος πληθυσμός της Ιαπωνίας δυσκολεύει τις προσπάθειες να αναζωογονηθεί η οικονομία, τα δημογραφικά δεδομένα στην αρχή της κρίσης ήταν πιο ευνοϊκά. Ο γηραιότερος πληθυσμός είχε συσσωρεύσει αρκετό πλούτο. Η μείωση του αριθμού των γεννήσεων σήμαινε ότι λιγότεροι εργαζόμενοι έπρεπε να απορροφηθούν στο εργατικό δυναμικό, πράγμα που κρατούσε την ανεργία χαμηλά. Αντιθέτως, τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και υποεργασίας σε πολλές χώρες σήμερα, ειδικά όσον αφορά τους νέους εργαζόμενους, αποτελούν μεγάλη κοινωνική και πολιτική πρόκληση.
Τέλος, η ιαπωνική είναι μια νησιωτική, ομοιογενής κοινωνία. Έχει επίσης ένα de facto μονοκομματικό πολιτικό σύστημα, όπου το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα μπορεί να εφαρμόζει πολιτικές με μικρή πολιτική αντιπαράθεση. Η κουλτούρα της Ιαπωνίας στηρίζεται στην ισχυρή εθνική ταυτότητα και στωικότητα, διαμορφωμένες από τις εμπειρίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τις κακουχίες της μεταπολεμικής περιόδου. Οι πολίτες έχουν αποδεχτεί τις θυσίες που έγιναν ως απαραίτητες λόγω των οικονομικών δυσκολιών της χώρας τους.
Η Κίνα διαθέτει επίσης κάποια από αυτά τα χαρακτηριστικά. Περισσότερο πολύμορφες και πολιτικά ασταθείς κοινωνίες, όμως, ίσως να μην αποδεχτούν και τόσο εύκολα τα μέτρα που απαιτούνται για να αντιμετωπιστούν τα οικονομικά τους προβλήματα. Η πολιτική πόλωση και η αντίσταση σε πολιτικές λιτότητας στην Ευρώπη και αλλού υπογραμμίζουν πόσο δύσκολη και παρατεταμένη μπορεί να είναι μια ύφεση.
Η εμπειρία της Ιαπωνίας είναι διδακτική, όχι προγνωστική. Δυστυχώς, όπως παρατήρησε κάποτε ο Βραζιλιάνος συγγραφέας Πάουλου Κοέλιου, «Κάθε φορά που επαναλαμβάνουμε το ίδιο λάθος, ανεβαίνει το τίμημα».
Ο Satyajit Das είναι οικονομολόγος.
Πηγή: Bloomberg