Κώστας Κατσάπης (επιμ.), «Οι απείθαρχοι. Κείμενα για την ιστορία της νεανικής αναίδειας τη μεταπολεμική περίοδο» (εκδ. Οκτώ, 2018)
Οι πολιτισμικές σπουδές, αλλά και η κοινωνική ιστορία, έχουν τα τελευταία χρόνια πάρει διαστάσεις και στη χώρα μας, ακολουθώντας, βέβαια, διεθνή ρεύματα, και συγκεντρώνοντας το ενδιαφέρον μεγάλης μερίδας νέων επιστημόνων και ερευνητών. Παρόλο που έχουν αυτονόητα ένα χαρακτήρα πολιτικό, μένει ακόμη να αποδειχθεί πόσο βαθύς είναι αυτός ο χαρακτήρας ή, ανάποδα, πόσο οι ίδιοι οι ερευνητές θα προσπαθήσουν να «αντικειμενικοποιήσουν» τους κλάδους αυτούς, αφαιρώντας τους πολιτικές αιχμές, από φόβο μήπως, αν δεν το κάνουν, τους αφαιρέσουν επιστημονικό κύρος.
Ο αυτονόητα πολιτικός τους χαρακτήρας προκύπτει όχι μόνο από το γεγονός ότι μεγάλο μέρος του αντικειμένου τους έχει να κάνει με τη νεολαία, τη λαϊκή κουλτούρα, επίσης και το περιθώριο, αλλά και από το ότι ο πυρήνας της γένεσης αυτών των σπουδών υπακούει στην ανάγκη να μελετηθεί μια ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή: η μετάβαση από την παραδοσιακή κοινωνία στη νεωτερικότητα που, σε μεγάλο βαθμό, αν όχι πραγματοποιήθηκε, τουλάχιστον καθρεφτίστηκε μέσα από τα κοινωνικά, νεανικά κινήματα και την κουλτούρα.
Ενδεχομένως να μην έχουν φτάσει στο σημείο να δώσουν απαντήσεις -τουλάχιστον «οριστικές»-, όπως συνήθως απαιτούμε από τις επιστημονικές μελέτες, έχουν όμως οπωσδήποτε, άμεσα ή έμμεσα, καταφέρει να θέσουν τα ερωτήματα, όπως θα απαιτούσαμε από μια καλή λογοτεχνία. Κάτι όχι αμελητέο αλλά όχι επίσης και τυχαίο, αφού επηρεάζονται και αυτές από το ίδιο τους το βασικό αντικείμενο -ή ένα από τα βασικότερα-, που είναι η τέχνη σε όλες της τις εκφάνσεις.
Αν μη τι άλλο, έχουν οριστικά καταφέρει να βγάλουν από το περιθώριο και να καταστήσουν αντικείμενο μελέτης κοινωνικές συμπεριφορές και συλλογικότητες όπως λ.χ. τα μουσικά κινήματα, οι καταλήψεις στα σχολεία, ο οπαδισμός στο ποδόσφαιρο, η σεξουαλική απελευθέρωση αλλά και η πορνεία, τα ναρκωτικά, εκεί που παλιότερα αντιμετωπίζονταν ως ανάξιες μελέτης παρεκκλίνουσες συμπεριφορές που απλώς περιμένουμε προσευχόμενοι -ή και βοηθάμε κατασταλτικά- να εκλείψουν.
Απελευθέρωση ή παρακμή;
Σε αυτό το πλαίσιο ο συλλογικός τόμος «Οι απείθαρχοι. Κείμενα για την ιστορία της κοινωνικής αναίδειας τη μεταπολεμική περίοδο», σε επιστημονική επιμέλεια του ιστορικού Κώστα Κατσάπη, αποτελεί μια ακόμα αξιόλογη συμβολή τόσο στην εδραίωση των συναφών επιστημονικών κλάδων, όσο και στη διάδοση των προβληματισμών τους, στα αντίστοιχα κοινωνικά πεδία.
Δύο κείμενα, για παράδειγμα, ασχολούνται με μία ταινία το καθένα: ο Παναγιώτης Ζεστανάκης, μέσα από την ταινία «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα» (1982) του θεωρούμενου «ελαφρού» -αφού είχε παρελθόν αισθησιακών ταινιών- Όμηρου Ευστρατιάδη, με πρωταγωνιστές τον Νίκο Ρίζο, τον Μίμη Φωτόπουλο κ.ά., ταινία που μάλιστα έκοψε 200.000 εισιτήρια, μελετάει τον ιστορικό μετασχηματισμό της εποχής, σε κλίμα ΠΑΣΟΚ πρώτης περιόδου, που άφηνε περιθώρια για αναζήτηση ελευθεριότητας, που «σεξουαλικοποιούσε» σύμβολα όπως η μοτοσικλέτα και η παραλία (το δεύτερο θα βρει την αποθέωσή του ένα χρόνο αργότερα στη Βουλιαγμένη του Λουκιανού Κηλαηδόνη), ενώ αποτελεί εντέλει και τεκμήριο του είδους νεανικής αντίδρασης της εποχής στο αυστηρό οικογενειακό πλαίσιο.
Η Αλίκη Κοσυφολόγου, πάλι, σε κείμενο με τίτλο «Οι νέες κάνουν σεξ» ασχολείται εκτενώς με την ταινία «Κατήφορος» του Γιάννη Δαλιανίδη (1961) με τη Ζωή Λάσκαρη σε τολμηρές σκηνές για την εποχή (λ.χ.. να τρέχει γυμνόστηθη στο δρόμο), ταινία που διαχειρίζεται με «πονηρή» τόλμη τη νεανική διάθεση απελευθέρωσης, καταγγέλλοντας όμως ταυτόχρονα την ηθική παρακμή της ελληνικής κοινωνίας και την κρίση της οικογένειας.
Ηθικός πανικός δύο ειδών
Μένοντας στην εικόνα, η Πατρίτσια Γερακοπούλου μελετά τα αμερικανικά κόμικς και τηλεοπτικά σίριαλ. Ως προς τα κόμικς αντιπαραθέτει στα κόμικς του Ντίσνεϊ τα underground comix ενώ, ως προς τα σίριαλ, κάνει και μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση της σειράς Σταρ Τρεκ, σε συσχετισμό και με άλλα κόμικς και σειρές (π.χ. «X-MEN»), λέγοντας ότι αυτή υποστηρίζει το όραμα ενός παγκοσμιοποιημένου κόσμου, αμφισβητεί την κρατική απομόνωση, αν όχι τα ίδια τα κράτη, προτάσσει το άνοιγμα στον Άλλο και τη συνάντηση με αυτόν, προβάλλοντας ταυτόχρονα και τη φαντασίωση της ομάδας, μιας ομάδας-κυψέλης που παραπέμπει κάπως σε μια χίπικη κουλτούρα, κυρίως όμως σε μια παγκοσμιοποιημένη συνθήκη που βρισκόταν ήδη τότε στα σπάργανα.
Η Ορσαλία-Ελένη Κασσαβέτη ασχολείται με τον ηθικό πανικό γύρω από την τοξικομανία στη δεκαετία του ’80, κυρίως στα φωτορεπορτάζ των εφημερίδων και στη βίντεο-αναπαράσταση, ενώ με έναν άλλου είδους ηθικό πανικό, αυτόν του αντικομμουνιστικού λόγου αμέσως μετά τον πόλεμο, ασχολείται ο Κώστας Κατσούδας. Ήταν η εποχή που οι συντηρητικοί έβλεπαν τους νέους που είχαν συμμετάσχει στην Αντίσταση μέσω του ΕΑΜ -αλλά και της ΕΠΟΝ- ως δυνάμει ταραξίες και επικίνδυνους για τα ήθη, ενώ αντίθετα το ΕΑΜ, από το φόβο ακριβώς της συκοφάντησης του αγώνα του, είχε επιβάλει απαγορεύσεις ηθικού τύπου. Ο αρθρογράφος παραθέτει και μια κακοφτιαγμένη, κωμική πλαστογράφηση που δημοσιεύτηκε σε δεξιά εφημερίδα του Βόλου το 1946, ένα κείμενο που υποτίθεται έγραψε κάποια «συναγωνίστρια Έλλη» για το «σάρκινο ζήτημα». «Στα Ελασίτικα παλληκάρια που οι σεξουαλικές ορμές τους θεριέβουν στο βουνό και στον πόλεμο, για νάναι καθάριο το κεφάλι τους με πλέρια αυτοκυριάρχηση της νευροδιανοητικής συγκρότησης στο σαρκικό λειτούργημα, πρέπει κάθε συναγωνίστρια και κάθε συντρόφισσα να δίνεται για χατήρι του αγώνα της επικράτησης για τη Λευτεριά και για τη Λαοκρατία».
Πολλά ακόμα τα ενδιαφέροντα άρθρα: του επιμελητή της έκδοσης Κώστα Κατσάπη για τις εκδιδόμενες κοπέλες στην Αθήνα του ’60, με στοιχεία από το αρχείο της Επιτροπής Ηθών που φυλάσσεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (και με το παράδοξο πολλές κοπέλες να θέλουν να χαρακτηριστούν επίσημα και η Αστυνομία να αρνείται να τις χαρακτηρίσει). Του Δημήτρη Σκλαβενίτη για τις σχολικές καταλήψεις, φαινόμενο καινούριο (προδικτατορικά δεν υπήρχε η έννοια της κατάληψης ως μέσο διεκδίκησης σε κανένα εργασιακό ή εκπαιδευτικό χώρο), που έχει ως έμπνευση τη Νομική και το Πολυτεχνείο αλλά επιβάλλεται μετά το ’80. Του Γιάννη Κολοβού για την πανκ σκηνή. Του Γιάννη Ζαϊμάκη για το ποδόσφαιρο, τους οπαδούς και τις ιδεολογίες τους. Αλλά και του Κώστα Καλφόπουλου σε ένα απολαυστικό κείμενο για τα φλίπερ. Που αναφέρεται τόσο σε ταινίες -λ.χ. του Γκοντάρ- όσο και σε λογοτεχνικά κείμενα – π.χ. τα «Μηχανάκια» του Μένη Κουμανταρέα, τον «Εμιγκρέκ» του Βασίλη Βασιλικού.
Μπόλικη τροφή για σκέψη
Το βιβλίο αυτό δίνει μπόλικη τροφή για σκέψη. Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί σε μεγαλύτερο βάθος και χωρίς προκαταλήψεις -ψάχνοντας και τη μεγάλη, παρατιθέμενη βιβλιογραφία- για το αμερικανικό μοντέλο και το τι σημαίνει αυτή η γενικευμένη ελευθεριότητά του που συνδέεται όμως με το Λούνα Παρκ της κατανάλωσης, ή πάλι για τη θέση και την αποδοχή ή μη της λογοτεχνίας ενός Βασιλικού και ενός Κουμανταρέα από την ελληνική κριτική, άλλοτε και τώρα, και ποια σχέση έχει η αποδοχή ή η επιφύλαξη αυτή με το γεγονός ότι οι συγκεκριμένοι συγγραφείς ενσωμάτωσαν τη νεανική κουλτούρα στο έργο τους.
Σε κάθε περίπτωση το ενδιαφέρον για τα ζητήματα που θέτει το βιβλίο θα βαίνει αυξανόμενο. Η εποχή του διαδικτύου και της οριστικής κατίσχυσης της εικόνας με διάφορους τρόπους, είτε μιλάμε για την -παρωχημένη, ήδη- τηλεόραση, είτε για το ΥouTube και το Instagram, είτε για άλλες μορφές που θα εμφανιστούν στο μέλλον, ανοίγει πεδίο δόξης λαμπρόν στους νεότερους αυτούς επιστημονικούς κλάδους, πολύ περισσότερο που η ίδια η επιστήμη της Ιστορίας θα αλλάξει και αυτή τροφοδοτικό υλικό, περνώντας από τις γραπτές πηγές στην αναζήτηση βιντεοεικόνων. Είμαστε σε άλλη εποχή και θα πρέπει λοιπόν να βρει, ο καθένας, τα νέα του πατήματα, χωρίς να προδίδει τις αρχές του. Θέλει ψυχραιμία, καθαρό μυαλό και… αρκετό διάβασμα.
Μανώλης Πιμπλής
Πηγή: Η Εποχή