Με αφορμή τις τρεις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις στην Ευρώπη (Γαλλία, Σουηδία, Ιταλία) επιχειρείται να εισαχθεί μια νέα διαιρετική τομή από κάποιους πολιτικούς επιστήμονες: η συστημική και η αντισυστημική ψήφος.
Πράγματι, αυτή η διαιρετική τομή φαίνεται ότι εξηγεί αρκετά τους πολιτικούς σεισμούς που συντελέσθηκαν σε αυτές τις χώρες. Στην Ιταλία, η Meloni ψηφίστηκε μαζικά από αυτοαπασχολούμενους και πιστούς Καθολικούς, στη Σουηδία, οι Σουηδοί Δημοκράτες ψηφίστηκαν από νεαρούς άνδρες ηλικίας από 18 έως 30 ετών, άντλησαν εργάτες ψηφοφόρους από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και μικροεπιχειρηματίες από τους Συντηρητικούς, ενώ στις νεαρές γυναίκες έως 30 ετών, πρώτο κόμμα αναδείχθηκε το Σοσιαλδημοκρατικό. Στη Γαλλία, ο Melenchon ψηφίστηκε μαζικά από τη νεολαία, όπου αναδείχθηκε πρώτο κόμμα, ενώ η Le Pen, πρώτη στους εργάτες (37%) με πολύ μεγάλη διαφορά από τον δεύτερο Melenchon (20%) σύμφωνα με δημοσκόπηση του Cluster17.
Όλοι οι προαναφερθέντες πολιτικοί σχηματισμοί ήταν μέχρι πρότινος στο περιθώριο του πολιτικού συστήματος. Η ανάλυση αυτού του φαινομένου απαιτεί ενδελεχή ανάλυση του πληθυσμού, καθώς υπόκειται σε πολλές ερμηνείες και θεωρητικά σχήματα που είναι δύσκολο να παρουσιαστούν στο παρόν άρθρο.
Παρ’ όλα αυτά είναι χρήσιμες πληροφορίες για την κατανόηση της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα σήμερα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, φαίνεται καθηλωμένο σε ποσοστά που δεν ξεπερνούν το ποσοστό που έλαβε στην προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση. Αυτό το γεγονός από μόνο του δεν θα ήταν ενδιαφέρον, εάν η κυβερνώσα παράταξη συγκρατούσε τις δυνάμεις της. Όμως, η Νέα Δημοκρατία καταγράφει σημαντικές απώλειες σε όλες τις μετρήσεις, απώλειες που σε «κανονικές» συνθήκες πιθανότατα να της στερούσαν τη νίκη στις επόμενες εκλογές.
Για να κατανοήσουμε γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταφέρνει να ανατρέψει τους πολιτικούς συσχετισμούς, πρέπει πρώτα να δούμε ποιοι είναι αυτοί οι ψηφοφόροι που τον εγκατέλειψαν από το 2019, ποιοι είναι αυτοί δηλαδή που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ το 2019 και τώρα δηλώνουν πως δεν θα τον ψηφίσουν.
Με την ανάλυση 6 ερευνών που διεξήχθησαν τον τελευταίο χρόνο, οι οποίες είχαν διαφορετική μέθοδο δειγματοληψίας, κάποιες πανελλαδικές άλλες τοπικές πολιτικές έρευνες και μία κοινωνική, εξήχθη συγκεκριμένο συμπέρασμα. Σε όλες τις έρευνες ο πληθυσμός που εγκατέλειψε τον ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τον πληθυσμό που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ και δηλώνει ότι θα τον ξαναψηφίσει είναι πιο «δεξιός». Δηλαδή, στην επταβάθμια κλίμακα αυτοπροσδιορισμού Αριστεράς – Δεξιάς όπου το «1» είναι Αριστερά και το «7» είναι Δεξιά , η μέση τιμή αυτών που δηλώνουν ότι δεν θα ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ είναι μεταξύ «3» και «4», ενώ η μέση τιμή των εναπομεινάντων ψηφοφόρων είναι κάτω από «3».
Αν κάποιος απομονώσει αυτό το εύρημα, θα οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ για να μειώσει τη διαρροή, να «επαναπατρίσει» και να προσελκύσει νέους ψηφοφόρους θα πρέπει να ασκήσει μια μετριοπαθή, «θεσμική» αντιπολίτευση και να κινηθεί προς το Κέντρο.
Είναι όμως αυτή η σωστή ανάγνωση των δεδομένων;
Πρώτον, ο πληθυσμός που εγκατέλειψε τον ΣΥΡΙΖΑ είναι διασκορπισμένος στην κλίμακα, γεγονός που διαστρεβλώνει τη μέση τιμή. Δεύτερον, ένα πολύ μεγάλο μέρος του (περίπου 25%) δηλώνει πως αυτή η κλίμακα δεν έχει πλέον σημασία. Το κρίσιμο μέγεθος σε αυτό που ψάχνουμε δεν είναι πως αυτοπροσδιορίζονται αλλά ποιοι είναι.
Στην πολιτική επιστήμη υπάρχουν δύο μεταβλητές (πέραν του εισοδήματος) που καθορίζουν την ένταξη στην κοινωνική τάξη. Αυτές είναι η εκπαίδευση και το επάγγελμα. Δεδομένου ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μια συσπείρωση της τάξης του 70%, θα ανέμενε κανείς ότι οι απώλειές του θα ήταν αναλογικές σε όλα τα επαγγέλματα και σε όλα τα επίπεδα μόρφωσης.
Οι έρευνες έδειξαν ότι στη σύνθεση του πληθυσμού που εγκαταλείπουν τον ΣΥΡΙΖΑ υπερεκπροσωπούνται οι Ιδιωτικοί υπάλληλοι και αυτοί που δεν έχουν πανεπιστημιακή μόρφωση. Είναι εντυπωσιακό ότι άνω του 40% των Ιδιωτικών υπαλλήλων που δήλωσαν ότι ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ στις προηγούμενες εκλογές, δεν δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες εκλογές. Η σύνθεση της εκπαίδευσης και του επαγγέλματος υποδεικνύει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να εκπροσωπήσει επαρκώς τα κοινωνικά στρώματα που στοχεύει.
Οι νέοι ψηφοφόροι που αναπληρώνουν μερικώς το χαμένο έδαφος του ΣΥΡΙΖΑ προέρχονται αναλογικά από όλες τις κατηγορίες της απασχόλησης και τις βαθμίδες εκπαίδευσης, γεγονός που ανασυνθέτει το προφίλ του ψηφοφόρου του ΣΥΡΙΖΑ, όπου το συστατικό στοιχείο της λαϊκής βάσης υποεκπροσωπείται σε σχέση με το γενικό πληθυσμό.
Αναλύοντας περαιτέρω το κομμάτι που εγκαταλείπει τον ΣΥΡΙΖΑ, διαπιστώνεται ότι χωρίζεται σε δύο πληθυσμούς. Το 20% αυτών μετακινείται στη Νέα Δημοκρατία (περίπου 1,8% του γενικού πληθυσμού) το οποίο αναπληρώνεται από τις εισροές από το κυβερνόν κόμμα. Οι υπόλοιποι συμπεριφέρονται στις «ποιοτικές» ερωτήσεις ακριβώς όπως το κομμάτι του πληθυσμού που δηλώνει πως θα ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες εκλογές. Εκεί που διαφοροποιούνται είναι στην εμπιστοσύνη των θεσμών, η οποία είναι μικρότερη γι’ αυτούς που έφυγαν από τον ΣΥΡΙΖΑ και στην πολιτική κυνικότητα. Θεωρούν δηλαδή σε μεγαλύτερο βαθμό ότι «οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να λύσουν τα προβλήματά του», «η Ελλάδα δεν είναι μια κανονική Δημοκρατία», «οι ισχυροί στη χώρα μας είναι υπεράνω των νόμων» και «οι πολιτικοί όταν εκλέγονται χάνουν την επαφή με το λαό».
Η υπόθεσή μου είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποξενώνεται από ένα κομμάτι του πληθυσμού που θέλει να εκπροσωπήσει επειδή προσλαμβάνεται ως συστημικό κόμμα. Η αντιπολιτευτική τακτική που αμβλύνει τις γωνίες, η «θεσμική» αντιπολίτευση, προσλαμβάνεται από ένα μέρος του εκλογικού σώματος ως ανοχή ή ακόμα και ως συναίνεση . Σε όλες τις έρευνες παρατηρείται η δυσαρέσκεια της πλειοψηφίας των πολιτών για την κατάσταση στη χώρα, που σε συνδυασμό με την απουσία της πίστης ότι «τα πράγματα θα πάνε καλύτερα» ωθεί ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος στο περιθώριο, το οποίο είτε υιοθετεί την κυνικότητα, την απάθεια και την απολιτικοποίηση είτε ασπάζεται λύσεις οργής που στρέφονται ενάντια στους θεσμούς, ενάντια στο πολιτικό σύστημα ή ακόμα και ενάντια στο πολίτευμα.
Το παράδοξο είναι ότι η ενσωμάτωση στην πολιτική διαδικασία αυτών των πολιτών πιθανότατα να επιτυγχάνεται με την ευθεία αντιπαράθεση με τους θεσμούς, την ευθεία αντιπαράθεση με την αποστεωμένη Δημοκρατία των ανεξάρτητων Αρχών και των υπερεθνικών οργανισμών καθώς το 97% αυτού του πληθυσμού συμφωνεί ή μάλλον συμφωνεί με την πρόταση «Σε κρίσεις όπως αυτή ο ρόλος του Κράτους πρέπει να είναι διευρυμένος». Ενδεχομένως, η αντιπολιτευτική τακτική που κινείται στην αντιπαράθεση για την καλύτερη διαχείριση ενός απαξιωμένου πολιτικού συστήματος να μην είναι η ενδεδειγμένη.
Εάν οι παραπάνω υποθέσεις ισχύουν, τότε απαιτείται προσοχή στο κενό μεταξύ ωρίμανσης και σήψης.
Γιάννης Σκλίας