Συνεντεύξεις

Μέργεμ Ελ Μεγντάτι: «Η μισθωτή εργασία είναι το τέλειο εργαλείο ελέγχου»

Η Μέργεμ Ελ Μεγντάτι, που γεννήθηκε στο Μαρόκο το 1991, αλλά μόλις ενός μήνα βρέθηκε στα Κανάρια, είναι μία από τις πλέον υποσχόμενες νέες φωνές στην ισπανόφωνη λογοτεχνία.
Από τις εκδόσεις Carnívora κυκλοφόρησε, μέσα στο καλοκαίρι, το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο Σουπερόσαυρος, σε μετάφραση της Ιφιγένειας Ντούμη, και ήδη συζητείται από το αναγνωστικό κοινό.

Η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος, έχοντας κοινά στοιχεία με τη συγγραφέα το όνομα και την ηλικία, αφού τελείωσε τις σπουδές της στη Μετάφραση και Διερμηνεία θα κάνει δύο μεταπτυχιακά. Από τα δεκατρία δημοσιεύει διαδικτυακά τα πρώτα της fanfiction.
Και τώρα εργάζεται στα γραφεία των Σουπερμάρκετ Σουπερόσαυρος ΕΠΕ.

Η Μέργεμ Ελ Μεγντάτι, με γλώσσα σύγχρονη, απεικονίζει την κατάσταση στα Κανάρια Νησιά, τα προβλήματα που ο υπερτουρισμός έχει δημιουργήσει, ενώ ταυτόχρονα καταγράφει τις δυσκολίες της γενιάς της όσον αφορά τις σχέσεις, τόσο τις εργασιακές όσο και τις προσωπικές, δίνοντας το στίγμα όσων βιώνουν οι Millenials στον σύγχρονο καπιταλισμό.

Το μυθιστόρημα σας έχει έντονο το στοιχείο της ειρωνείας. Κάτω, όμως, από τον σαρκαστικό τόνο της πρωταγωνίστριας διακρίνεται μια αίσθηση ευαλωτότητας και ειλικρίνειας. Βλέπετε την ειρωνεία ως μέσο προστασίας για τις σύγχρονες γυναίκες που κινούνται μέσα στον ύστερο καπιταλισμό ή ως σύμπτωμα συναισθηματικής εξάντλησης;

Νομίζω ότι το χιούμορ μάς επιτρέπει να μιλήσουμε για πράγματα που, σε άλλα συμφραζόμενα, θα ήταν υπερβολικά σκληρά ή οδυνηρά. Αλλά δεν βγάζεις πραγματικά τη μάσκα μέσα από τα memes και τα TikTok reels, έτσι δεν είναι; Γι’ αυτό το βιβλίο είναι δομημένο σαν ημερολόγιο. Ήταν ο μόνος τρόπος ώστε κάποια σαν την πρωταγωνίστρια να είναι τόσο ειλικρινής χωρίς να επιδίδεται σε εκείνη την επιμελημένη ειλικρίνεια που είναι τόσο χαρακτηριστική στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το να συνειδητοποιήσεις μια μέρα ότι όλη σου η ζωή χτίστηκε πάνω στην ιδέα «αν προσπαθήσεις όσο μπορείς, θα πετύχεις τους στόχους σου» και μετά να δεις ότι αυτό δεν ισχύει, είναι απίστευτα σκληρό. Οι περισσότεροι συνομήλικοί μου που ξέρω είναι λίγο διαλυμένοι εξαιτίας αυτού ακριβώς του πράγματος.

Η αφηγήτριά σας είναι εξομολογητική αλλά ψύχραιμη, συχνά σκαιή αλλά ακριβής. Αντιστέκεται στην κάθαρση. Τη βλέπετε ως μοντέλο συμπεριφοράς στη σύγχρονη κοινωνία; Ή είναι περισσότερο ένας τρόπος να αποδομήσετε εκ των έσω τις αστικές αντιλήψεις περί ευπρέπειας στην απόδοση μυθιστορηματικών χαρακτήρων;

Το μυθιστόρημα ξεκινά με την πρωταγωνίστρια να δηλώνει ότι ούτε καν τα ρούχα που φορά στη συνέντευξη για δουλειά δεν είναι δικά της, αλλά της μητέρας της. Το επόμενο που τονίζει είναι η τιμή ενός εισιτηρίου μετ’ επιστροφής για την πόλη με τα δημόσια μέσα (δεκαπέντε ευρώ). Δεν αναφέρει αυτές τις λεπτομέρειες για να γεμίσει τυχαία το ημερολόγιό της με ασήμαντες πληροφορίες· τις υπογραμμίζει γιατί λένε πολλά για το ποια είναι: κάποια πρόθυμη να αντέξει και να υπομείνει τα πάντα απλώς και μόνο για να βρει μια δουλειά και να βγάλει κάποια χρήματα.

Καθώς η ιστορία προχωρά, η Μέργεμ χάνει σταδιακά εκείνη την επαναστατική φλόγα που έχει στην αρχή, όχι επειδή παύει να ξέρει ποιοι είναι οι εχθροί της, αλλά επειδή ο αγώνας που δίνει την εξαντλεί. Και, τουλάχιστον, η δουλειά της την πληρώνει. Η ταλαιπωρία της συνοδεύεται από ανταμοιβή. Με αυτά κατά νου, τι θα μπορούσε να είναι κάθαρση γι’ αυτήν; Να πάρει εκδίκηση από όσους την αδίκησαν; Ο καθένας μας είναι μέρος ενός συστήματος όπου ταυτόχρονα σε συνθλίβουν και συνθλίβεις άλλους, και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι’ αυτό. Από ποιον θα μπορούσε να πάρει εκδίκηση; Από τη Γιολάντα, τον Ματίκι, τον Βίκτορ, τον Οτέρο, τον Ομάρ… Όλοι είναι μέρος της ίδιας μηχανής. Γι’ αυτό δεν τη βλέπω ως μοντέλο συμπεριφοράς που ακολουθεί επιβεβλημένους κανόνες ηθικής, αλλά ως μια βαθιά ανθρώπινη φιγούρα. Η γενική μου αίσθηση (και μπορεί να κάνω λάθος, είναι απλώς μια εντύπωση) είναι ότι μέχρι πρόσφατα οι ιστορίες λέγονταν μόνο από όσους είχαν την οικονομική δυνατότητα να τις πουν. Ο λογοτεχνικός κόσμος είναι γεμάτος από αστούς άνδρες και γυναίκες που παριστάνουν τους φτωχούς· ειλικρινά, μου είναι αφόρητο αυτό. Έγραψα το Σουπερόσαυρος ενώ δούλευα με πλήρη απασχόληση σε γραφείο, άρα μπορούσα να γράψω μόνο τα Σαββατοκύριακα και τα βράδια που κατάφερνα να φύγω νωρίς. Ήταν εξαντλητικό και εξουθενωτικό.
Όταν άρχισα να συμμετέχω στον «λογοτεχνικό κύκλο» (δεν αγαπώ αυτόν τον όρο, αλλά νομίζω ότι είναι αυτός που χρησιμοποιείται γενικά), συνειδητοποίησα ότι οι άλλοι συγγραφείς που γνώριζα δεν έκαναν τίποτα άλλο. Η συγγραφή ήταν η δουλειά τους. Συνεχώς αναρωτιόμουν πώς πλήρωναν ενοίκιο, νερό, ρεύμα, πώς κάλυπταν τους λογαριασμούς τους γενικά, αφού η συγγραφή πληρώνει σχεδόν τίποτα. Κανείς δεν μιλά πραγματικά γι’ αυτό, για το πόσο λίγο κερδίζει ένας συγγραφέας από τα βιβλία του. Γι’ αυτό πολλοί καταλήγουν να διδάσκουν σε εργαστήρια συγγραφής, να γράφουν στήλες σε εφημερίδες, να μεταφράζουν, να επιμελούνται κείμενα κ.ο.κ. Και ακόμη κι αν τα κάνουν όλα αυτά, πάλι δεν κερδίζουν όσα κάποιος με μια κανονική μισθωτή δουλειά.

Έτσι, οι δικές μας ιστορίες, οι ιστορίες της εργατικής τάξης, γράφονται από ανθρώπους που είναι εντελώς αποσυνδεδεμένοι από την πραγματικότητά μας. Κάθε ζήτημα που αντιμετωπίζει η πρωταγωνίστρια του Σουπερόσαυρου είναι ένα ζήτημα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι άνθρωποι.

Δεν υπάρχει καμία διάθεση να παρουσιαστεί η πρωταγωνίστριά σας ως ηρωίδα, καμία προσπάθεια ενδυνάμωσης, καμία λύτρωση. Είναι αυτή η άρνηση μια στάση απέναντι στην εμπορευματοποίηση του εαυτού στη μεταφεμινιστική λογοτεχνία ή κάτι πιο προσωπικό: μια απόρριψη της ίδιας της αφηγηματικής λύσης;

Τελευταία, έχω συνειδητοποιήσει ότι πολλοί αναγνώστες στρέφονται στη λογοτεχνία ως είδος οδηγού ζωής ή μανιφέστου που προσφέρει λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στον πραγματικό κόσμο. Όμως η λογοτεχνία δεν είναι εγχειρίδιο οδηγιών, ούτε υποχρεούται να δώσει απαντήσεις σε οτιδήποτε. Αν προσεγγίσεις ένα βιβλίο με τέτοιες προσδοκίες, το μόνο που θα νιώσεις είναι απογοήτευση.
Στην περίπτωση του Σουπερόσαυρου, η αφηγήτρια δεν είναι καθόλου ηρωική, δεν ηγείται κάποιας επανάστασης ούτε χρησιμοποιεί τα όποια προνόμιά της για να απελευθερώσει κανέναν. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ηγούνται επαναστάσεων ούτε χρησιμοποιούν τα προνόμιά τους για να εξομαλύνουν τις κοινωνικές ανισότητες… Αν το κάναμε, δεν θα βλέπαμε καθημερινά εικόνες παιδιών, γυναικών και ανδρών να ισοπεδώνονται από τις βόμβες ενός γενοκτονικού κράτους που καμία χώρα του Δυτικού κόσμου δεν τολμά να αντιμετωπίσει. Η Μέργεμ ξεκαθαρίζει από την αρχή ότι το μόνο που την ενδιαφέρει είναι τα χρήματα, οπότε το τέλος του βιβλίου είναι το τέλειο τέλος γι’ αυτήν. Χάνει μέρος της ψυχής της στη διαδικασία που την οδηγεί σε αυτό το συμπέρασμα; Απολύτως. Αλλά η αλήθεια είναι πως κανείς δεν βγαίνει με το πνεύμα του άθικτο στις σημερινές καπιταλιστικές κοινωνίες…

Το μυθιστόρημα φλερτάρει με την αυτομυθοπλασία, τη σάτιρα, τον κοινωνικό σχολιασμό, ακόμη και το αλλόκοτο. Για εσάς, το είδος είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιείτε ως μέσο αντίστασης ή ένας πειραματισμός;

Για μένα το είδος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα εργαλείο, ή ένα σύνολο εργαλείων, που χρησιμοποιώ ανάλογα με το τι θέλω να αφηγηθώ. Ίσως έχω αυτή την προσέγγιση επειδή προέρχομαι από τον κόσμο του fanfiction, όπου υπάρχει απόλυτη ελευθερία και ενθαρρύνεται ο πειραματισμός.

Υπάρχει μια υφέρπουσα οργή στο μυθιστόρημα, που ανιχνεύεται κάτω από το χιούμορ. Πώς αντιλαμβάνεστε την οργή στη γραφή σας; Ως λογοτεχνικό ύφος, ως πολιτική θέση ή ως εκδήλωση φεμινιστικών καταβολών;

Το δύσκολο δεν είναι να νιώσεις αυτή την οργή, ειδικά αν ανήκεις σε μια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη ή μειονότητα. Έρχεται μια στιγμή που συνειδητοποιείς ότι το παιχνίδι (δηλαδή η ζωή) είναι στημένο, και από εκείνο το σημείο και μετά δεν υπάρχει πραγματικά επιστροφή. Για κάποιους η οργή γίνεται παραλυτική, αλλά πιστεύω ότι αν ξέρεις πώς να τη διοχετεύσεις, μπορεί να σε πάει πολύ μακριά.
Νομίζω ότι η πρωταγωνίστρια του Σουπερόσαυρου έχει αγγίξει τόσους ανθρώπους επειδή βλέπουν τον εαυτό τους μέσα της, σε εκείνη τη σιωπηλή, κοχλάζουσα οργή που βγαίνει στην επιφάνεια, σιγά σιγά, μέρα με τη μέρα, ενώ εκείνη φαντάζεται να την ξεσπάσει με σχεδόν παιδικούς τρόπους (όπως το να βάλει όλες τις κούπες της Γιολάντας στο πιο ψηλό ράφι, για παράδειγμα). Δεν αφήνει τον εαυτό της να σπάσει, γιατί δεν πιστεύει ότι μπορεί να αντέξει τις συνέπειες της οργής της. Αλλά, ω, την ημέρα που θα την αφήσει να βγει…

Στο μυθιστόρημά σας απεικονίζετε τις σύγχρονες συνθήκες εργασίας που αντιμετωπίζουν οι νέοι κάτω των 30 ετών. Τι πιστεύετε ότι έχει αλλάξει γι’ αυτή τη γενιά σε σχέση με τις προηγούμενες;

Παρά το αντίθετο που ακούγαμε σε όλη την εφηβεία και τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης, μόλις βγαίνουμε από το διαμορφωτικό αυτό στάδιο, ξαφνικά ανακαλύπτουμε ότι οι κανόνες για το πώς να ζήσεις τη ζωή σου έχουν αλλάξει. Η γενιά των γονιών μου μπορούσε να αγοράσει σπίτι, αυτοκίνητο, να πηγαίνει κάθε καλοκαίρι διακοπές και ακόμη να αποταμιεύει χρήματα. Πολλοί γονείς φίλων μου έχουν και δεύτερο σπίτι. Οι ίδιοι αυτοί φίλοι τώρα μοιράζονται μαζί μου τα σχέδιά τους να νοικιάσουν αυτό το δεύτερο σπίτι σε άτομα σαν κι εμένα, ώστε να βγάλουν επιπλέον εισόδημα, το οποίο στη συνέχεια θα επενδύσουν στην αγορά ακόμη ενός ακινήτου. Μου φαίνεται τόσο παράξενο, τόσο αποξενωτικό. Πολλοί από εμάς δεν θα καταφέρουμε ποτέ να αποταμιεύσουμε αρκετά για να αγοράσουμε σπίτι, ακόμη κι αν δουλεύουμε κάθε μέρα. Στην πραγματικότητα, ξέρω αρκετούς που με δυσκολία πληρώνουν το νοίκι για ένα διαμέρισμα ενός υπνοδωματίου. Γι’ αυτό και τόσα ζευγάρια μένουν μαζί ακόμη κι όταν δεν αγαπιούνται πια, επειδή με τον χωρισμό δεν θα μπορούν να πληρώνουν το νοίκι μόνοι τους. Για μένα, αυτό είναι μια από τις μεγάλες τραγωδίες του αιώνα μας. Αυτή η πραγματικότητα έχει οδηγήσει σε μια έντονη αντίσταση ταύτισης με τη δουλειά κάποιου και σε μια κατηγορηματική απόρριψη της εργασιακής αργκό, όπως η ιδέα ότι οι συνάδελφοί σου είναι η «οικογένειά» σου ή ότι το γραφείο είναι το «δεύτερο σπίτι» σου. Όχι. Όσο κι αν συμπαθώ τους συναδέλφους μου, δεν είναι η οικογένειά μου. Το αφεντικό μου δεν είναι φίλος μου. Δεν θα δουλέψω υπερωρίες αν δεν με πληρώσετε. Δεν πρόκειται να με χειραγωγήσετε με την υπόσχεση μιας προαγωγής ενώ με εξαντλείτε μέχρι το κόκκαλο. Η εργασιακή ανασφάλεια και οι τρομερές συνθήκες που αντιμετωπίζει ο μέσος εργαζόμενος έχουν τελικά ριζοσπαστικοποιήσει πολλούς ανθρώπους που διαφορετικά δεν θα αμφισβητούσαν ποτέ αυτά τα πράγματα.

Ο υπερτουρισμός έχει γίνει ένα πιεστικό ζήτημα τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω της επίδρασής του τόσο στο φυσικό όσο και στο αστικό περιβάλλον. Αλλά τι γίνεται με την επίδρασή του στην καθημερινή ζωή των κατοίκων αυτών των περιοχών; Πώς το βιώνει η ηρωίδα σας;

Κάποια στιγμή στο μυθιστόρημα η πρωταγωνίστρια μιλά για ένα νεκροταφείο από αγγλικούς, γερμανικούς και γαλλικούς ελέφαντες· νομίζω ότι είναι μια πολύ ζωντανή εικόνα. Η πρωταγωνίστρια του Σουπερόσαυρου ζει σε μια πόλη 20.000 κατοίκων στο νότιο τμήμα του νησιού, αφιερωμένη εξ ολοκλήρου στον τουρισμό. Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι οι διαδρομές των δημόσιων λεωφορείων δεν σχεδιάζονται για τους κατοίκους της πόλης, αλλά για τους τουρίστες που την επισκέπτονται και διαμένουν εκεί. Τα πέντε εμπορικά κέντρα που υπάρχουν δεν προσφέρουν επιχειρήσεις χρήσιμες στους ντόπιους (όπως φούρνους, καφέ, κρεοπωλεία, μανάβικα κ.λπ.), αλλά είναι γεμάτα καταστήματα με σουβενίρ και μπαρ και εστιατόρια με μενού στα αγγλικά. Δεν υπάρχει δημόσιο κέντρο υγείας, μόνο ιδιωτικές σκανδιναβικές κλινικές, και δεν υπάρχει ούτε δημόσια βιβλιοθήκη ούτε δημόσιο γυμναστήριο. Οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης δεν μπορούν πλέον να αντέξουν οικονομικά να ζουν εκεί, επειδή όσοι κατάφεραν να αγοράσουν σπίτι στο παρελθόν προτιμούν να το νοικιάζουν σε Νορβηγούς ή Σουηδούς, που μπορούν να πληρώσουν την εξωφρενική τιμή ανά τετραγωνικό, παρά σε έναν Ασιάτη, έναν Λατινοαμερικανό ή έναν Μαγκρεμπίνο. Έτσι το βιώνει εκείνη, κι έτσι το βιώνουν αμέτρητοι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο.
Το να μπορείς να συνεχίσεις να ζεις, ως ενήλικος, στην ίδια πόλη όπου μεγάλωσες έχει πλέον γίνει προνόμιο.

Όλη μας η ζωή έχει δομηθεί με τέτοιον τρόπο ώστε το μόνο που πρέπει να συνεχίσει πάση θυσία είναι η εργασία, πάνω απ’ όλα και όλους. Αυτό μου φαίνεται παράλογο. Η ηρωίδα σας το βρίσκει εξίσου παράλογο, όπως και ο Πολ Λαφάργκ στο βιβλίο του Το δικαίωμα στην τεμπελιά. Ποια είναι η δική σας άποψη για το παράδοξο των εξαντλητικών ωρών εργασίας σε μια εποχή πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού και τεχνολογικών διευκολύνσεων;

Η μισθωτή εργασία είναι το τέλειο εργαλείο ελέγχου· χρειάζεται να δουλέψεις για να ζήσεις, και εσωτερικεύουμε αυτή την αλήθεια από πολύ μικρή ηλικία. Η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτόν τον κανόνα. Η ερώτηση «τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;» φαίνεται σαν παιχνίδι, αλλά στην πραγματικότητα σε προετοιμάζει να πάρεις μια σειρά από αποφάσεις που θα κριθούν ως καλύτερες ή χειρότερες ανάλογα με την οικονομική απόδοση του επαγγέλματος που θα διαλέξεις. Μια κοινωνία που αποτελείται από εργαζόμενους που στριμώχνονται στα μέσα μαζικής μεταφοράς νωρίς το πρωί και πάλι αργά το απόγευμα είναι μια κοινωνία υπερβολικά εξαντλημένη για να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο. Γιατί είναι τόσο δημοφιλή τα βίντεο με meal prepping και batch cooking; Επειδή δεν έχεις καν χρόνο να μαγειρέψεις για τον εαυτό σου, κι όμως θεωρείς τον εαυτό σου αποδοτικό επειδή ξοδεύεις ολόκληρη μια ελεύθερη μέρα προετοιμάζοντας δοχεία φαγητού για να τρως όλη την εβδομάδα. Το ChatGPT δεν σου ετοιμάζει το βραδινό, δεν σκουπίζει το σπίτι ούτε απλώνει τα ρούχα· κι όμως αυτά είναι τα πράγματα που θα μας ελευθέρωναν πραγματικά λίγο, για παράδειγμα. Αντίθετα, χρησιμοποιείται για να εκτελεί καθήκοντα που είναι εγγενώς ανθρώπινα. Δεν θέλω μια μηχανή να γράφει τα μέιλ μου, να συνοψίζει τα βιβλία που θέλω να διαβάσω, να αναπτύσσει τις ιδέες μου ή να γίνεται φίλη μου. Θέλω να έχω τον χρόνο να γράψω μόνη μου τα μέιλ μου, να διαβάσω με την ησυχία μου, να αναπτύξω τις δικές μου ιδέες, να βρεθώ με τους φίλους μου και να μιλήσουμε…

Για αρκετά χρόνια γράφατε fanfiction online. Πώς σας βοήθησε αυτή η εμπειρία στη συγγραφική πορεία σας;

Γράφω fanfiction από πολύ μικρή. Πάντα μου άρεσε να πειραματίζομαι και να δοκιμάζω καινούρια πράγματα. Ο λογοτεχνικός κόσμος τείνει μερικές φορές να παίρνει τον εαυτό του υπερβολικά στα σοβαρά, αλλά δεν σώζουμε ζωές, γράφουμε απλώς. Και ειλικρινά πιστεύω ότι λίγα πράγματα είναι πιο επιζήμια για έναν συγγραφέα από το να περιορίζεται σε άκαμπτες δομές ή υπερβολικά στενές προσδοκίες.

Αγγελική Σπηλιοπούλου
Η ΕΠΟΧΗ