Αν ο νεοφιλελευθερισμός κατηγορεί το ίδιο το άτομο για την αποτυχία του, ο νεοφασισμός αναζητά έναν αποδιοπομπαίο τράγο – και οι δύο ιδεολογίες όμως συναντιούνται στην άρνηση του ρόλου της θεσμικής, της κρατικής και της καπιταλιστικής βίας.
Ποιος παράγει τη βία; Ορισμένοι άντρες, βίαιοι ή εγκληματικοί εκ φύσεως; Είναι η τιμωρία των συγκεκριμένων δραστών η λύση του προβλήματος; Γιατί, ενώ αυξάνονται οι πολιτικές της προστασίας, οι γυναίκες εντέλει νιώθουμε όλο και μεγαλύτερη ανασφάλεια;
Η Φρανσουάζ Βερζές, στο σύντομο δοκίμιό της με τίτλο «Μια φεμινιστική θεωρία της βίας. Για μια αντιρατσιστική πολιτική της προστασίας», απαντά στη σύγχρονη τάση ενός αστικού φεμινισμού λευκών γυναικών να στρέφονται στο κράτος για την προστασία τους. Μας καλεί να ακούσουμε τις απόψεις όσων δεν είναι ικανοποιημένες από τον τρόπο με τον οποίο ανταποκρίνεται ο νόμος στο ζήτημα της βίας∙ όσων θεωρούν τη βία συστηματική, συστημική, δομική, αδιαχώριστη από τον καπιταλισμό και τον ρατσισμό∙ όσων δεν θεωρούν τη βία εξαίρεση σ’ έναν κανόνα συνύπαρξης, αλλά αντίθετα σύμπτωμα μιας βίαιης κοινωνικής δομής, ενός συστήματος που αναπαράγει και εντείνει τις ανισότητες, κοινωνικές, φυλετικές, έμφυλες.
Τα δυτικά κράτη ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με τη βία που υφίστανται γυναίκες λευκές των μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων και αναπτύσσουν μια τιμωρητική πολιτική της προστασίας, που στοχοποιεί και ευαλωτοποιεί ακόμα περισσότερο κάθε φτωχό και φυλετικοποιημένο άτομο. Την ίδια στιγμή, ορίζουν με ρατσιστικά κριτήρια το ποιες έχουν δικαίωμα στην προστασία και ποιες όχι.
Αυτή η διαχείριση της προστασίας από το κράτος αποτελεί, κατά τη συγγραφέα, απότοκο της δουλείας και της αποικιοκρατίας, που έχουν δώσει το στίγμα των πολιτικών προστασίας σε όλες τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Οι φυλετικοί νόμοι του 18ου και του 19ου αιώνα, που στόχευαν να περιορίσουν την παρουσία και τις μετακινήσεις των μαύρων των αποικιών στη μητροπολιτική Γαλλία, αποτελούν τη ρίζα των πολιτικών που από τη δεκαετία του 1970 στιγματίζουν, επιτηρούν, ελέγχουν τους φτωχούς, ξένους, μετανάστες νέους που ζουν στα λαϊκά προάστια και παρουσιάζονται ως το πρόσωπο της έλλειψης ασφάλειας και της βίας∙ που ποινικοποιούν τη δραστηριότητα των σεξεργαζομένων∙ που εστιάζουν με εμμονή στη μαντίλα των μουσουλμάνων∙ που δημιουργούν ένα περιβάλλον εχθρικό προς κάθε μη λευκό, πάντα στο όνομα της προστασίας των γυναικών.
Η συγγραφέας καταδεικνύει επίσης πώς ο κρατικός φεμινισμός, επιβάλλοντας λογικές ειρήνευσης, όχι μόνο κατευνάζει αλλά και αστυνομεύει εντέλει κάθε μαχητικό, πόσο μάλλον επαναστατικό, φεμινισμό, ενώ ο εκπολιτιστικός φεμινισμός στοχεύει πάση θυσία να εντάξει τις γυναίκες σ’ ένα καπιταλιστικό μοντέλο.
Η Φρανσουάζ Βερζές μάς καλεί να αναλογιστούμε ποια θα μπορούσε να είναι μια αποαποικιακή, αντιρατσιστική, αντικαπιταλιστική, αντιϊμπεριαλιστική φεμινιστική πολιτική της προστασίας∙ μια πολιτική της προστασίας που δεν θα κατέφευγε στο κράτος, στα δικαστήρια, στην αστυνομία, στον στρατό∙ μια πολιτική εμπνευσμένη από εμπειρίες κατά τις οποίες κοινότητες, ακτιβιστικές ομάδες και επαγγελματίες της υγείας, του δικαίου, της εκπαίδευσης, έχουν ανακαταλάβει τον τομέα της προστασίας.
Αριάδνη Μοσχονά