Macro

Ματιάς Ενάρ «Ο χορός της προδοσίας», μετάφραση: Χαρά Σκιαδέλλη, εκδόσεις Στερέωμα, 2024

Δύο ιστορίες αφηγείται αυτό το βιβλίο του, βραβευμένου με Γκονκούρ, Ματιάς Ενάρ. Δύο ιστορίες φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους, δύο αφηγήσεις πολύ διαφορετικές, δύο κείμενα με άλλο πλαίσιο, ύφος, μορφή, έκταση, τα οποία ο συγγραφέας τα ξεδιπλώνει παράλληλα και εναλλάξ.
 
Πρώτη, η ιστορία ενός λιποτάκτη από έναν (απροσδιόριστο) πόλεμο, που πασχίζει να φτάσει σε κάποια σύνορα, να τα διαβεί για να σωθεί, να γαληνέψει, να ξεχάσει («Πατέρα μας δώσ’ μας σήμερα την καθημερινή μας λήθη»). Ενός λιποτάκτη «που λιποτάκτησε απ’ το στρατόπεδο των νικητών» και που, λιποτακτώντας, μπαίνει «στο στρατόπεδο των ηττημένων, το στρατόπεδο της αέναης φυγής». Μέσα στον τρόμο αυτής της κυνηγημένης φυγής, θα συναντήσει μια άλλη φυγάδα, μια νεαρή γυναίκα δεκαεννιά ετών (αν και «κανείς δεν είναι δεκαεννιά ετών μες στον πόλεμο»), η οποία προσπαθεί κι αυτή να ξεφύγει, να περάσει απέναντι, να αφήσει πίσω της τα κουρεμένα της μαλλιά και τη διαπόμπευσή της μέσα στο χωριό. Και όλα αυτά, μέσα σε μια άνοιξη που «κόβει την ανάσα».
 
Η δεύτερη ιστορία είναι εκείνη του (μυθοπλαστικού) μαθηματικού Πολ Χόιντεμπερ, ενός ανθρώπου που το έργο του έχει σημαδέψει την ιστορία των μαθηματικών και ο οποίος είχε αποφασίσει με τον πιο πεισματικό τρόπο να ζήσει όλη του τη ζωή στη χώρα του, την Ανατολική Γερμανία, παρά τις πολλές ευκαιρίες που είχε πάντα να φύγει στη «Δύση» και παρότι η αγαπημένη του Μάγια ζούσε στη Δυτική Γερμανία. Ο Χόιντεμπερ ήταν ένας άνθρωπος που προσδιοριζόταν ως «αντιφασίστας μαθηματικός», που αρνιόταν να φύγει ακόμα και μετά την επανένωση της Γερμανίας, που είχε περάσει από το στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ και που από τη (φαινομενική;) ακινησία του παρακολουθεί όλες τις μεγάλες και συνήθως βίαιες αλλαγές που συγκλονίζουν τον αιώνα του, ακόμα κι αν «οι μαθηματικοί ουρανοί του Πολ πάλευαν εναντίον της βίας». Την ιστορία του Χόιντεμπερ την αφηγείται η κόρη του, Ιρίνα, η οποία με πολλούς τρόπους σκαλίζει το παρελθόν των γονιών της και φωτίζει, αναπάντεχα κάποιες στιγμές, γωνίες που είχαν μείνει μυστικές, αν βέβαια είναι αληθινές…
 
Στην πρώτη ιστορία αποτυπώνεται ουσιαστικά μια στιγμή της ζωής του ανώνυμου λιποτάκτη και της ανώνυμης γυναίκας, ενώ στη δεύτερη ιστορία αναπλάθεται εκτενώς ολόκληρη η ζωή του μαθηματικού αλλά και των ανθρώπων γύρω του. Επιπλέον, η πρώτη ιστορία μοιάζει (παρά τις ενδείξεις) έξω από τον χρόνο, ενώ η δεύτερη διατρέχει όλον τον ταραγμένο 20ό αιώνα. Όμως και οι δύο ιστορίες σκιαγραφούν κόσμους άγριας βίας και προδοσίας, όπου επανέρχονται διαρκώς και με τον πιο αμείλικτο τρόπο ερωτήματα που φαίνεται πως κανείς δεν μπορεί να απαντήσει – τι είναι τελικά προδοσία και τι ενοχή; τι είναι η δειλία, τι είναι η φυγή και πόσο εφικτή είναι; Αλλά και, βεβαίως, «πού βρίσκονται οι αλήθειες μιας ζωής ψευδαισθήσεων;», ειδικά όταν κανείς νιώθει πως «όλα είναι μολυσμένα απ’ το ψέμα»;
 
Ο Ενάρ ανατέμνει αυτούς τους σκοτεινούς κόσμους της βίας, της προδοσίας αλλά και της μοναξιάς, γράφοντας ένα δυνατό κείμενο (ειδικά στην πρώτη ιστορία) με ξεχωριστό ύφος και γλώσσα, ένα κείμενο συχνά ιδιότυπα ποιητικό με λιτότητα και καλή οικονομία, παίζοντας συχνά με τις οπτικές γωνίες της αφήγησης ακόμα και στην ίδια πρόταση, αποτυπώνοντας τελικά αυτό που μοιάζει να επιδιώκει: έναν διαχρονικό χάρτη αναπάντητων ερωτημάτων.
 
Κώστας Αθανασίου