Η πλειοψηφία των σοσιαλιστικών ελίτ και οι ευρωπαϊκές γραφειοκρατίες (συμπεριλαμβανομένων του Ηνωμένου Βασιλείου, όπως απέδειξε η αντίδραση εναντίον του Κόρμπιν) έχουν προπονηθεί για να διαχειρίζονται τον καπιταλισμό που ήδη δεν λειτουργεί. Δεν φαίνονται να είναι ικανές να δουν ένα άλλο μέλλον.
Από τη στιγμή που τα μαντριά ανοίγουν τις πόρτες τους στη γιορτή των ταύρων της Παμπλόνα δεν υπάρχει κανένας λόγος για να μην μοιάζει κανείς με έναν τρομοκρατημένο άνθρωπο που το σκάει από τους ταύρους, όσο και εάν έχει τα πιο κατάλληλα ρούχα ή την καλύτερη φυσική κατάσταση. Ο υπό παύση σοσιαλιστής ηγέτης Πέδρο Σάντσεθ αισθάνθηκε το Σάββατο στη Μαδρίτη σαν να ήταν στην Παμπλόνα. Επέλεξε με μεγάλη προσοχή τη στιγμή της αντιπαράθεσης με τους μαινόμενους ταύρους της ολιγαρχίας του κόμματός του. Αλλά ξεκαθάρισαν τους λογαριασμούς τους και τον ποδοπάτησαν χωρίς έλεος.
Το λάθος του Σάντσεθ ήταν ότι αμφισβήτησε την παράδοση της εναλλαγής στην κυβέρνηση, σύμφωνα με την οποία οι σοσιαλιστές και οι συντηρητικοί, απλώς, αντικαθιστούν οι μεν τους δε στην εξουσία, πλουτίζοντας τους φίλους του, ενώ το 20% των Ισπανών εξακολουθούν να μην έχουν δουλειά. Μετά από δύο ασαφείς εκλογές ο Σάντσεθ παρέμενε αυτός που μπλόκαρε το Λαϊκό Κόμμα να αποκτήσει την προεδρία της κυβέρνησης, αυτός που διατηρούσε τη δυνατότητα για μια κυβέρνηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος με τη στήριξη του κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς Podemos. Αυτός ήταν ο λόγος που εκδιώχθηκε με συνοπτικό τρόπο με ένα χαοτικό πραξικόπημα από τους πανίσχυρους περιφερειακούς αρχηγούς του κόμματος.
Η μοίρα του Σάντσεθ αποτελεί ένα ακόμη σημάδι της κρίσης που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Επί τρεις δεκαετίες μεγάλωσε γύρω από τις βεβαιότητες του νεοφιλελευθερισμού. Τώρα που απέτυχε το μοντέλο της ελεύθερης αγοράς η σοσιαλδημοκρατία έμεινε χωρίς πνευματικά αποθέματα για να ανανεωθεί. Αυτή η έλλειψη πόρων παράγει με τη σειρά της μιας βαθιά ασυνέπεια. Ο κοινοβουλευτικός σοσιαλισμός γεννήθηκε στην Ευρώπη γύρω στο 1890 πίνοντας από πολλές πηγές: τον μετριοπαθή μαρξισμό, τα συνδικάτα, τους συνεταιρισμούς και τις διαφορές του με τον φιλελευθερισμό. Το 1945 η σοσιαλδημοκρατία αναγκάστηκε να επανεφεύρει μόνη της ένα νέο εαυτό σε όλη την ηπειρωτική Ευρώπη για να αποτελέσει, πότε με κρυφή μορφή και πότε εμφανώς σε όλους, ένα προπύργιο εναντίον της σοβιετικής επιρροής. Τη δεκαετία του ’60, ενώ έπεφταν οι τελευταίες δικτατορίες στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα, αντιμετώπισε μια νέα στιγμή που έπρεπε να επανεφευρεθεί.
Είναι αξιοσημείωτο το πόσο λίγα πράγματα εμφανίστηκαν επί ένα αιώνα κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής σε επίπεδο διανόησης ανάμεσα στην Κεντροαριστερά των διαφόρων χωρών. Για να επιλέξει κανείς έναν στοχαστή της Κεντροαριστεράς μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και με παγκόσμια επιρροή θα πρέπει να πάει μέχρι τον Ουγγροαμερικανό ιστορικό Καρλ Πολανύι. Ο Πολανύι σχολίαζε ότι ο καπιταλισμός σχηματίζεται από μια «διπλή κίνηση»: την παρόρμηση να απελευθερώσει τις αγορές και την αντίστροφη παρόρμηση να τις φρενάρει και να τις ρυθμίσει για το συμφέρον της κοινωνίας. Το ωραίο της ιδέας του Πολανύι είναι ότι προσέφερε μια δικαιολογία στην Κεντροαριστερά της δεκαετίας του ’80 για να επιβιώσει μετά το τέλος της εργατικής τάξης. Αντί «να προστατεύσει την εργατική τάξη» ο στόχος της σοσιαλδημοκρατίας μετατράπηκε στη «ρύθμιση του καπιταλισμού για το καλό του».
Η ρίζα όλων των προβλημάτων της σημερινής σοσιαλδημοκρατίας εστιάζεται στο γεγονός ότι από το 2008 δεν είναι σαφές πως μπορεί να πετύχει αυτόν τον στόχο. Σήμερα υπάρχει μια δεξιά έκδοση του νεοφιλελευθερισμού, με τα δόντια γεμάτα αίμα, και μια προοδευτική έκδοση, που ενσωματώνει την οικονομική ατζέντα του χρηματοοικονομικού τομέα, τους γάμους των ομοφυλόφιλων και το ήθος της αξιοκρατίας της εκπαίδευσης, της υγειονομικής περίθαλψης και της κοινωνικής πολιτικής. Οι κεντρικές όμως πεποιθήσεις του σημερινού οικονομικού ευρωπαϊκού συστήματος είναι σκαλισμένες στην πέτρα του Συμφώνου της Λισσαβώνας, όπου υπαγορεύεται η λιτότητα και απαγορεύεται η προστασία των ζωτικών βιομηχανιών απέναντι στην παγκοσμιοποημένη αγορά. Από τη στιγμή που θα υπάρξει μια ρήξη στην πρωτογενή ώθηση του νεοφιλελευθερισμού, η σοσιαλδημοκρατία θα πρέπει να επικεντρωθεί τώρα στην επιτάχυνση της επανεφεύρεσης του καινούργιου. Αλλά, όπως, υποδεικνύει, η τύχη του Πέδρο Σάντσεθ, δεν έχει τους απαραίτητους πόρους για να το πετύχει.
Η πλειοψηφία των σοσιαλιστικών ελίτ και οι ευρωπαϊκές γραφειοκρατίες (συμπεριλαμβανομένων του Ηνωμένου Βασιλείου, όπως απέδειξε η αντίδραση εναντίον του Κόρμπιν) έχουν προπονηθεί για να διαχειρίζονται τον καπιταλισμό που ήδη δεν λειτουργεί. Δεν φαίνονται να είναι ικανές να δουν ένα άλλο μέλλον. Η ριζοσπαστική Αριστερά (το Podemos στην Ισπανία, ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, ο Μπέρνι Σάντερς στις ΗΠΑ και ο Κόρμπιν στο Ηνωμένο Βασίλειο) είναι πολύ πρόθυμη να αντικαταστήσει τον νεοφιλελευθερισμό. Αλλά με τι; Στη καλύτερη των περιπτώσεων ο νέος ριζοσπαστισμός της Αριστεράς είναι σε επίπεδο δήμων, χωρίς αποκλεισμούς, έντονα αντιρατσιστικός και υποστηρικτής της οριζόντιας δημοκρατίας. Στη χειρότερη των περιπτώσεων εκφράζεται μόνο από μια έκφραση εξέγερσης, με ένα κατάλογο αιτημάτων, με μια επετειακή και γιορταστική τακτική των τεχνικών της αντίστασης ή εκθειάζοντας τα στρατεύματα της Αριστεράς του παρελθόντος. Στην Ελλάδα, τη μόνη χώρα που έφθασε στην εξουσία, η ριζοσπαστική Αριστερά αναγκάστηκε να υποταχθεί από τους σοσιαλδημοκράτες της Βορείου Ευρώπης.
Σήμερα όμως υπάρχουν αρκετά μηνύματα κινδύνου. Στην Αυστρία η Άκρα Δεξιά σχεδόν νίκησε στις προεδρικές εκλογές του Μαΐου προκαλώντας σχεδόν ένα πραξικόπημα στο εσωτερικό του κόμματος που οδήγησε στην προεδρία τον Κρίστιαν Κερν, έναν κεντρώο με προοδευτική κατεύθυνση. Ο Κερν ήταν μια ζωή τεχνοκράτης, αλλά περιτριγυρίζεται από αριστερούς στοχαστές. Τον προηγούμενο μήνα κάλεσε την Ευρώπη να τα σπάσει με τη λιτότητα, «διπλασίασε» την πρότασή του για τα οικονομικά και φορολογικά κίνητρα και -διαμέσου μια κρυμμένης επίθεσης εναντίον της Μέρκελ-, ζήτησε να σταματήσει να χρησιμοποιεί την κρίση ως τρόπο για να αποκτήσει εθνικά πλεονεκτήματα.
Εν τω μεταξύ ο γαλλικός σοσιαλισμός αντιμετωπίζει την ηθική κατάρρευση του. Στις εκλογές του επόμενου έτους κανένας από τους εκπροσώπους του δεν θα μπορέσει να κερδίσει την υποψήφια της Άκρας Δεξιάς Μαρίν Λεπέν. Οι πιστοί του θα πρέπει να παραδώσουν την ψήφο τους σε έναν συντηρητικό μόνο και μόνο για να φρενάρουν τη Λεπέν. Στην Ιταλία ο πρωθυπουργός Ματέο Ρέντζι στοιχημάτισε το μέλλον της Κεντροαριστεράς σε ένα συνταγματικό δημοψήφισμα που είναι πιθανόν να το χάσει. Όλα αυτά εξηγούν γιατί η νίκη του Κόρμπιν σήμανε συναγερμό μέσα στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία: γιατί αποδείχθηκε ότι ένα παραδοσιακό σοσιαλιστικό κόμμα μπορεί να κάνει αριστερή στροφή.
Μια εβδομάδα αργότερα η απομάκρυνση του Σάντσεθ απέδειξε ότι αυτό δεν είναι δυνατόν. Η ισπανική σοσιαλιστική ελίτ αποδέχεται σήμερα την ιδέα μιας συντηρητικής κυβέρνησης για την επόμενη τετραετία. Είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει για να διατηρήσει εκτός εξουσίας τη νέα, ζωντανή και ριζοσπαστική Αριστερά. Η Ισπανία όμως είναι έτοιμη να δώσει ένα μάθημα στην ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά: όποιος στηρίζει τον νεοφιλελευθερισμό είναι νεκρός. Εάν το Podemos, το ριζοσπαστικό κόμμα της Αριστεράς, καταφέρει να ανοιχτεί στους σοσιαλιστές που είναι θυμωμένοι με την απομάκρυνση του Σάντσεθ, ο δρόμος θα είναι ανοιχτός για να εδραιωθεί ως το ηγεμονικό κόμμα της Αριστεράς, κάτι παρόμοιο με τον ΣΥΡΙΖΑ. Το σχετικό ερώτημα που μπαίνει το έθεσε ο πρόεδρος της Αυστρίας Κρίστιαν Κερν. Η Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία θα επιβάλλει για πάντα τη λιτότητα; Ή ακόμη και για να επιβιώσει θα αρχίσει να αγωνίζεται εναντίον της στα σοβαρά;
Ο Πολ Μέισον είναι σχολιαστής της “The Guardian” και του Channel4.
Μετάφραση – απόδοση: Αργύρης Παναγόπουλος
Πηγή: Η Αυγή