Macro

Μάρω Γερμανού «Επισφαλείς ισορροπίες. Η πορεία του Όσκαρ Ουάιλντ από τη δίκη στη φυλακή και στην εξορία», εκδόσεις νήσος, 2023

Το 1895, και μετά από τρεις διαδοχικές δίκες, ο Όσκαρ Ουάιλντ καταδικάζεται σε δύο χρόνια φυλάκιση με καταναγκαστικά έργα – «την αυστηρότερη ποινή που μπορούσε να του επιβληθεί για το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται, δηλαδή για τη συμμετοχή του σε “πράξεις βαριάς ασέλγειας με άλλους άνδρες”». Ο Ουάιλντ υφίσταται τη φυλακή, τη χρεοκοπία και τον κοινωνικό στιγματισμό, και μετά την αποφυλάκισή του θα αυτοεξοριστεί στη Γαλλία όπου θα πεθάνει τρία χρόνια αργότερα, το 1900, σε ηλικία 46 ετών.
 
Το βιβλίο της Μάρως Γερμανού, ομότιμης καθηγήτριας του ΕΚΠΑ, περιγράφει και αναλύει λεπτομερώς τόσο τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή του Ουάιλντ εκείνα τα χρόνια όσο και τα δύο μείζονα έργα που έγραψε εκείνη την εποχή: το De profundis και την «Μπαλάντα της φυλακής του Ρέντινγκ». Επιπλέον το βιβλίο σκιαγραφεί το πώς ο Ουάιλντ έβλεπε την τέχνη και την αυτονομία της, το ζήτημα του αισθητισμού του, βεβαίως την πολιτικοκοινωνική του στάση και άλλα πολλά.
 
Ο Ουάιλντ, αντιμέτωπος με την ομοφοβία τόσο της κοινωνίας όσο και των θεσμών που επιδιώκουν να κρατήσουν «καθαρή» την κοινωνία από κάθε ηθική «μόλυνση», διώκεται και τιμωρείται ανηλεώς, όχι μόνο «για τη σεξουαλική του προτίμηση αλλά και για τις απόψεις του για τη ζωή και την τέχνη. Η αποκλίνουσα σκέψη του δεν αποδομεί μόνο τη διπολική αντίθεση μεταξύ του άντρα και της γυναίκας αλλά και άλλα δίπολα, όπως αυτά μεταξύ της ηθικής και της ανηθικότητας, της αλήθειας και του ψεύδους», λέει η Γερμανού.
 
Στη δίκη, και ενώ οι κατήγοροι προσπαθούσαν να χρησιμοποιήσουν τα λογοτεχνικά του έργα ως ενοχοποιητικά στοιχεία, ο Ουάιλντ και οι συνήγοροί του έδωσαν μια μάχη «μετατρέποντας το δικαστήριο σε έναν χώρο ιδεολογικής αντιπαράθεσης». Είναι χαρακτηριστικό πώς ο Ουάιλντ χρησιμοποιεί τη λογοτεχνία ως όπλο και επιχείρημα όταν του ζητιέται από τον κατήγορο να διευκρινίσει τι σημαίνει η φράση «η αγάπη που δεν τολμά να πει το όνομά της».
 
Ο Ουάιλντ έγραψε την επιστολή De profundis το 1897, στη φυλακή του Ρέντινγκ. Μετά την αποφυλάκισή του, ο Όσκαρ Ουάιλντ θα μετατραπεί σε «ακτιβιστή για τα δικαιώματα των φυλακισμένων» και γενικά των απόκληρων – ακόμη περισσότερο απ’ ό,τι ήταν πάντα («ένας σοσιαλιστής με αναρχικές συμπάθειες σε μια εποχή στυγνής αποικιοκρατικής διακυβέρνησης»). Χαρακτηριστικό της εποχής, «η συστηματική ενασχόλησή του με ένα συλλογικό υποκείμενο»: τους συγκρατούμενούς του στη φυλακή. «Δεν είναι οι φυλακισμένοι που χρειάζονται αναμόρφωση. Είναι οι φυλακές», λέει ο Ουάιλντ.
 
Γνωστότερο έργο εκείνης της εποχής, η «Μπαλάντα της φυλακής του Ρέντινγκ»: «ένα δριμύ δημόσιο κατηγορώ ενάντια στον θεσμό των φυλακών», το οποίο αναλύεται εκτενώς στο βιβλίο της Γερμανού, και ιδιαίτερα κάποιες πλευρές όπου μια σημερινή ανάγνωση αποκαλύπτει τα σημάδια μιας πατριαρχικής λογικής.
 
Ο Ουάιλντ, «θύμα μιας ταξικής και ομοφοβικής Αγγλίας», στηλιτεύει την «ατιμωρησία του κράτους-τιμωρού» και, «μιλώντας εκ μέρους των άφωνων και αόρατων κοινωνικών απόκληρων, επιδιώκει να διεκδικήσει έναν χώρο για αυτούς και να διασαλεύσει τις βεβαιότητες εκείνων που τους τον στερούν». Ταυτόχρονα, διαφεύγει διαρκώς από τους προκαθορισμένους ρόλους και τις παγιωμένες ταυτότητες, υπονομεύοντας έτσι κάθε πειθάρχηση, ακόμα και εκείνες που θέλουν να του επιβάλουν ένα θετικό πρόσημο.
 
Κώστας Αθανασίου