H πτώση του καθεστώτος Ασαντ στη Συρία και η διαδοχή του από τους τζιχαντιστές του Αλ Σάρα προσέθεσε ένα ακόμη κομμάτι στο ήδη πολύ δύσκολο προς λύση παζλ της γεωπολιτικής κατάστασης στη Μέση Ανατολή. Με την καθηγήτρια Συγκριτική Πολιτικής στο Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου πανεπιστημίου και πρώην ευρωβουλεύτρια Μαριλένα Κοππά συζητήσαμε για το αν η νέα κατάσταση στη Συρία επηρεάζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, για την τριμερή Ελλάδας-Αιγύπτου-Κύπρου, την ελληνική αφωνία για το δράμα της Γάζας, τις δυνατότητες λύσης στο κυπριακό πρόβλημα και τη Συμφωνία των Πρεσπών που η ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει να … αγνοεί.
Υπάρχει μία διάχυτη αίσθηση ότι η πορεία που πήρε το συριακό ζήτημα και τα κέρδη που φαίνεται να αποκομίζει η Τουρκία απ’ αυτό θα επηρεάσουν την προσπάθεια για την ελληνοτουρκική προσέγγιση. Συμμερίζεστε αυτήν την ανησυχία;
Είναι γεγονός ότι η Τουρκία βγαίνει κερδισμένη από τις τελευταίες εξελίξεις, την ώρα που το Ιράν έχει υποστεί σημαντικό πλήγμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι μεγάλη η αβεβαιότητα της Άγκυρας σχετικά με την ενότητα του συριακού κράτους και τη δυναμική του κουρδικού ζητήματος εντός αυτού. Για την Τουρκία μια απόσχιση του κουρδικού τμήματος είναι μια υπαρξιακή απειλή που κατευθύνει όλες τις επιλογές της, αφήνοντας ανοιχτό ακόμη και το ενδεχόμενο της ένοπλης επέμβασης. Στο πλαίσιο αυτό η Άγκυρα έχει κάθε λόγο να διατηρεί την ηρεμία στο Αιγαίο και να συνεχίζει τον ελληνοτουρκικό διάλογο, χωρίς όμως να μετακινείται από τις πάγιες θέσεις και διεκδικήσεις της. Η προσέγγιση θα συνεχιστεί είναι όμως αμφίβολο αν υπάρχει η διάθεση από ελληνικής και τουρκικής πλευράς για ουσιαστικές λύσεις.
Υπάρχει επίσης και μία κινδυνολογία ότι ένα πιθανό μνημόνιο οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών μεταξύ Τουρκίας και Συρίας θα “απομονώσει” την Ελλάδα και θα επαναλάβει το σενάριο του τουρκολιβυκού συμφώνου… Η Ελλάδα τι επιλογές έχει σύμφωνα με την οπτική σας; Μπορεί να λογιστεί ως απάντηση μια ενδεχόμενη συμφωνία της Ελλάδας με την Αίγυπτο και την Κύπρο;
Δεν αποκλείεται μετά την πτώση του Άσαντ η Τουρκία να επιδιώξει οριοθέτηση με την Συρία. Σε κάθε περίπτωση αυτό δεν είναι κάτι που επίκειται δεδομένου ότι ο νέος ηγέτης Αλ Σάρα ακόμη επιδιώκει την διεθνή αναγνώριση της κυβέρνησης του. Όπως και να έχει, δεν πρέπει να θεωρούμε εκ προοιμίου ότι μια τέτοια συμφωνία θα θίξει αναγκαστικά τα συμφέροντα της Κύπρου στην ευρύτερη περιοχή. Εξαρτάται τι μορφή και τι έκταση θα λάβει. Εξάλλου απέναντι από την Τουρκία βρίσκεται η Αίγυπτος που και αυτή έχει λόγο. Αυτό που οφείλει να κάνει η Ελλάδα είναι να είναι παρούσα στη Συρία αλλά και στην ευρύτερη περιοχή. Χρειάζεται ενεργή παρουσία με πρωτοβουλίες που θα της επιτρέψουν να ακουστεί, την ώρα που η κατάσταση στην περιοχή εξελίσσεται με γοργούς ρυθμούς. Οι συναντήσεις και η κοινή στάση με Αίγυπτο και Κύπρο σίγουρα ενισχύουν τη θέση μας.
H κρίση στη Μέση Ανατολή συνεχίζεται, το Ισραήλ βομβαρδίζει ανηλεώς ό,τι έχει απομείνει όρθιο από τη Γάζα. Η Ελλάδα, που κάποτε έπαιρνε μέρος στη διαμόρφωση των εξελίξεων στην περιοχή, πού ακριβώς βρίσκεται και τι πράττει διπλωματικά;
Αυτή τη στιγμή η χώρα μας παραμένει άφωνη στη γενοκτονία του παλαιστινιακού λαού και στην προσπάθεια του Νετανιάχου να επιλύσει το παλαιστινιακό ζήτημα δια της εξόντωσης των Παλαιστινίων. Η «στρατηγική σχέση με το Ισραήλ» στην οποία ομνύει η κυβέρνηση οδηγεί στο να αποδέχεται και η Ελλάδα την ανείπωτη βαρβαρότητα την οποία κάθε μέρα βιώνουν οι Παλαιστίνιοι. Όλοι οι κανόνες του διεθνούς δικαίου και του δικαίου του πολέμου καταπατώνται κάθε μέρα στη Γάζα. Όταν δεν αντιδράς στην ωμή παραβίαση αυτού που ονομάζουμε «παγκόσμια τάξη βασισμένη σε κανόνες», τότε δεν θα μπορείς να την επικαλεστείς όταν κάποια στιγμή βρεθείς εσύ στο ρόλο του θύματος.
Παρατηρείται μία σχετική κινητικότητα στο Κυπριακό το οποίο παρέμενε παγωμένο μετά το ναυάγιο στο Κραν Μοντανά. Μπορεί, επιτέλους, να υπάρξει λύση και ποια πρέπει να είναι κατά τη γνώμη σας η στάση της Ελλάδας;
Η προσωπική μου άποψη είναι πως η δυνατότητα λύσης έχει απομακρυνθεί, και μακάρι να κάνω λάθος. Το πρόβλημα είναι ότι η κατάσταση έχει παγιωθεί στο έδαφος αλλά και στην αντίληψη των πολιτών, ενώ είναι αποδεδειγμένο ότι κάθε χαμένη διαπραγμάτευση ξεκινά πάντα από χειρότερο σημείο. Η προσέγγιση της Λευκωσίας με το ΝΑΤΟ είναι αναμφίβολα ένα καινούργιο στοιχείο. Αλλά είναι αβέβαιο αν οι δυο πλευρές βλέπουν πλέον ως ρεαλιστικό σενάριο την διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία, παρότι η ελληνική πλευρά κυρίως συνεχίζει να την επικαλείται. Πιστεύω ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να αντιδράσει στην αδράνεια και να εργαστεί σκληρά για μια ενδεχόμενη λύση. Δεν βλέπουμε όμως κάτι τέτοιο.
Και μία ερώτηση για τα Βαλκάνια. Η εκλογή του VMRO στη Βόρεια Μακεδονία φαίνεται ότι παγώνει την ευρωπαϊκή προοπτική της γειτονικής χώρας παρά το γεγονός ότι ο Συμφωνία των Πρεσπών είχε και αυτό το σκοπό. Μήπως τη συντηρητική ελληνική κυβέρνηση, που δεν ψήφισε από τη θέση της αντιπολίτευσης τη Συμφωνία, τη συμφέρει πολιτικά μία τέτοια εξέλιξη; Mήπως θέλει να βάλει τη Συμφωνία στο χρονοντούλαπο της ιστορίας;
Δεν είναι η εκλογή του VMRO που παγώνει την ενταξιακή διαδικασία της Βόρειας Μακεδονίας αλλά το βουλγαρικό βέτο. Η Βουλγαρία για δικούς της εσωτερικούς λόγους προέβαλλε το 2020 ταυτοτικά ζητήματα, πιέζοντας τη χώρα να αλλάξει πάλι το Σύνταγμα της. Η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση έφτασε να το δεχθεί, όμως δεν υπήρχε και δεν υπάρχει η αναγκαία πλειοψηφία των 2/3 στη Βουλή για την αναθεώρηση. Τώρα η νέα κυβέρνηση στα Σκόπια είναι ακόμη πιο σκληρή στο ζήτημα των βουλγαρικών αιτημάτων. Η χώρα έχει έτσι διακόψει την πορεία της προς την ΕΕ με μεγάλους κινδύνους για τη σταθερότητα και ασφάλεια της. Από την άλλη, είναι σαφές ότι η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη απλά ανέχεται τη Συμφωνία των Πρεσπών. Διατείνεται ότι την σέβεται αλλά αρνείται να την εφαρμόσει. Και δεν αναφέρομαι μόνο στα εφαρμοστικά πρωτόκολλα που ποτέ δεν έφτασαν στη Βουλή αλλά και στη θετική ατζέντα της Συμφωνίας που αφορά τη συνεργασία και την προσέγγιση των δυο χωρών. Όμως, το να γίνει η χώρα αυτή μια μαύρη τρύπα στην καρδιά των Βαλκανίων δεν συμφέρει την Ελλάδα ούτε την ΕΕ γιατί θα αποτελεί σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς ένα πεδίο όπου τρίτες χώρες θα αγωνίζονται για επιρροή.
Νίκος Γιαννόπουλος