Macro

Μαρίκα Φραγκάκη: Το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ: πολύπλοκο και ανεπαρκές

Το δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ –το γνωστό Σύμφωνο Σταθερότητας (εφεξής ΣΣΑ) – αποσκοπεί στην εποπτεία της δημοσιονομικής πολιτικής των μελών της ώστε να τηρούνται τα ανώτατα δημοσιονομικά όρια του 3% του ΑΕΠ ως προς το δημόσιο έλλειμμα και του 60% του ΑΕΠ ως προς το δημόσιο χρέος. Πρόκειται για δύο μεγέθη εντελώς αυθαίρετα, καθότι δεν εδράζονται σε θεωρητικά ή σε εμπειρικά δεδομένα. Εξάλλου το ΣΣΑ αναθεωρήθηκε πολλές φορές στο παρελθόν στο βαθμό που αδυνατούσε να διαχειριστεί τις επαναλαμβανόμενες καπιταλιστικές κρίσεις του 21ου αιώνα. Τέλος, στη διάρκεια της πανδημίας ανεστάλη πλήρως για την περίοδο 2020-2023 με την προοπτική νέας αναθεώρησής του. Πράγματι, το Δεκέμβριο 2023 το νέο ΣΣΑ εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και τον Απρίλιο 2024 από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Τι νέα κομίζει το αναθεωρημένο ΣΣΑ;
 
Μια καινοτομία του νέου ΣΣΑ είναι τα τετραετή (έως επταετή) δημοσιονομικά/διαρθρωτικά προγράμματα, τα οποία καλούνται να συντάξουν τα κράτη-μέλη και τα οποία εγκρίνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Τα προγράμματα αυτά στηρίζονται στη δημοσιονομική τους πορεία, την οποία επεξεργάζεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Τα βασικά δημοσιονομικά κριτήρια παραμένουν οι αυθαίρετοι δείκτες του 3% και 60% για το έλλειμμα και το χρέος ως προς το ΑΕΠ. Επί πλέον, οι δείκτες αυτοί συμπληρώνονται με ορισμένους άλλους, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι δεν θα υπάρξει οποιαδήποτε υπέρβαση, ενώ σε περίπτωση υπέρβασης προσδιορίζεται ο ελάχιστος ρυθμός «διόρθωσης», επαναφοράς δηλαδή στη δημοσιονομική, ευθεία οδό.
 
Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι το νέο ΣΣΑ όχι μόνο δεν απλοποίησε τους κανόνες που ίσχυαν στο παρελθόν και που κρίθηκαν πολύπλοκοι και αναποτελεσματικοί από την ίδια την Επιτροπή, αλλά ενίσχυσε την πολυπλοκότητα και, κυρίως, τον αποπληθωριστικό χαρακτήρα της δημοσιονομικής πολιτικής, την έμφαση δηλαδή στα μέτρα περιορισμού του ρόλου του κράτους στην οικονομία. Π.χ., η ΕΚΤ εκτιμά ότι η εφαρμογή των νέων κανόνων θα συρρικνώσει τη δημοσιονομική παρέμβαση των μελών της ΕΕ κατά 0,4%-0,6% του Κοινοτικού ΑΕΠ το 2025-2026. Επί πλέον, το 70% της συρρίκνωσης αυτής θα προέλθει από μείωση των δημοσίων δαπανών και το 30% από αύξηση των φόρων, κυρίως της έμμεσης φορολογίας.
 
Λαμβάνοντας υπόψη τη διαφορετική δημοσιονομική κατάσταση των μελών της ΕΕ και κυρίως το υψηλό χρέος χωρών όπως η Ιταλία, το Βέλγιο, αλλά και η Ελλάδα, γίνεται αντιληπτό ότι η εφαρμογή του νέου ΣΣΑ θα εντείνει τις διαφορές μεταξύ των κρατών μελών, επιβαρύνοντας περισσότερο εκείνες με τα μεγαλύτερα δημοσιονομικά ανοίγματα.
 
Η προοπτική αυτή είναι ιδιαίτερα ανησυχητική ενόψει των πολλών και διαφορετικών κρίσεων που πλήττουν την Ευρώπη, με κορυφαία την κλιματική κρίση, τις αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες και την κρίση αναπαραγωγής, τις γεωπολιτικές εντάσεις και τους πολέμους. Μάλιστα, σύμφωνα με εκτιμήσεις, η ΕΕ χρειάζεται να αφιερώσει επενδυτικούς πόρους της τάξης των €300-420δις (2-3% ΑΕΠ) ετησίως για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του παρόντος και του δυσοίωνου μέλλοντος.
 
Στις συνθήκες αυτές, είναι απολύτως απαραίτητη μια διαφορετική, εναλλακτική προσέγγιση. Βασικά στοιχεία της είναι τα ακόλουθα.
 
● Επανεξέταση της μακροοικονομικής πολιτικής της ΕΕ και επαναδιαπραγμάτευση του πλαισίου δημοσιονομικής πολιτικής με γνώμονα τις ανάγκες και τις δυνατότητες των κρατών-μελών και στόχο την επίτευξη σύγκλησης των οικονομιών και των κοινωνιών τους εντός συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος.
 
● Σύσταση ευρωπαϊκού, επενδυτικού ταμείου για τη χρηματοδότηση έργων πράσινης και κοινωνικά δίκαιης μετάβασης. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, μόνο τρεις χώρες – Δανία, Σουηδία, Ιρλανδία – είναι σε θέση να χρηματοδοτήσουν έργα αυτού του τύπου χωρίς να παραβιάσουν τους κανόνες του νέου ΣΣΑ! Εξάλλου, η εμπειρία της ευρωπαϊκής πολιτικής που ασκήθηκε κατά την πανδημία έδειξε ότι ένα τέτοιο μέτρο είναι όχι μόνο θεμιτό, αλλά και εφικτό.
 
● Εφαρμογή προοδευτικής φορολογίας για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης και οικονομικής αποτελεσματικότητας. Στη διάρκεια της πανδημίας, οι κοινωνικές ανισότητες οξύνθηκαν με την αύξηση των υπερκερδών τομέων, επιχειρήσεων και ατόμων. Η φορολόγηση των υπερκερδών και των υψηλών εισοδημάτων για τη χρηματοδότηση των επενδυτικών αναγκών της οικονομίας είναι μονόδρομος.
 
Τα παραπάνω σηματοδοτούν μια διαφορετική προσέγγιση, που προτάσσει τις ανάγκες της κοινωνίας, έναντι εκείνων της αγοράς, την κοινωνική και περιβαλλοντική βιωσιμότητα έναντι εκείνης των δημοσιονομικών μεγεθών, το μέλλον έναντι του υπό αμφισβήτηση παρόντος.
Μαρίκα Φραγκάκη