Στην Επιστροφή στην Ρενς ο Ντιντιέ Εριμπόν, μέσα από μια μεγάλη αυτοβιογραφική «εξομολόγηση», αφηγείται -μεταξύ άλλων- το πώς εγκατέλειψε την γονεϊκή του εστία, απορρίπτοντας ηθικά τις ρίζες του, δεδομένης της απροσπέλαστης πνευματικής απόστασης που τους χώριζε, και εν συνεχεία το πώς δημιούργησε μια «νέα ζωή» στο Παρίσι ακολουθώντας ακαδημαϊκή καριέρα, αλλά -παραδόξως- λησμονώντας (ή ίσως αγνοώντας παντελώς) την εργατική, κοινωνική καταγωγή του. Ένα από τα αμέτρητα σημεία στα οποία μπορεί να σταθεί κανείς, διαβάζοντας το βιβλίο, είναι η παρατήρηση του συγγραφέα, ότι ο πυρήνας της βασικής του ταυτότητας οικοδομήθηκε σε αντιδιαστολή με την ομοφοβία και το συντηρητισμό της οικογένειάς του. Δημιουργήθηκε, δηλαδή, με βάση την αντι-ομοφοβία και τον αντι-συντηρητισμό, κάνοντας βάρκα του για διαφυγή τη δυσφορία που του προκαλούσαν και την ανάγκη διαφοροποίησης του εαυτού του από το οικείο του περιβάλλον.
Και ενώ ο νεαρός Εριμπόν ήδη ήξερε (τουλάχιστον σε γενικές γραμμές) τους βασικούς ηθικούς και πολιτικούς του άξονες περίπου από την εφηβεία του, η νεωτερική συγκρότηση ταυτοτήτων ακολουθεί συχνά πιο περίπλοκα και ευμετάβλητα μονοπάτια.
Η ζωή μιας νεαρής μετανάστριας στο Βερολίνο -όπου τυγχάνει να ζω το τελευταίο μισό έτος-, διακατέχεται από την ταυτοτική πλημμύρα που θα ανέμενε κανείς: πολυπολιτισμικότητα, συντηρητικά και εναλλακτικά μοντέλα κοινωνικής ύπαρξης, συσχέτισης και δράσης, μορφές υπόταξης, σύμπνοιας αλλά και αντίστασης, παραδοσιακά και μοντέρνα είδη διασκέδασης, προξενιά και dating apps, guru και influencers για όλα τα γούστα, κ.ο.κ. Σε μια κοινωνία σαν κι αυτή είναι πολύ εύκολο αν αναρωτηθεί κανείς: «Ποια είμαι;» «Γιατί είμαι αυτή που είμαι;».
Το φλέγον ερώτημα της συγκρότησης νεωτερικών ταυτοτήτων έχει απασχολήσει σαφώς πολλούς. Σε μια ιστορική στιγμή (αυτό που ζούμε περίπου τα τελευταία 30 χρόνια) ηθικού και κοινωνικού κατακερματισμού, μπορεί κανείς να παρατηρήσει πως όλο και περισσότερο οι νεωτερικές ταυτότητες (ανεξαρτήτως ηλικίας) συγκροτούνται με τρόπο «αρνητικό», με επίκεντρο δηλαδή τα κοινωνικά στοιχεία στα οποία εναντιώνονται.
Ώς «θετική» θα μπορούσαμε να ορίσουμε μια οικοδόμηση ταυτότητας που βασίζεται σε μια «φυσική» αποκρυστάλλωση των πτυχών του εαυτού μέσω ενεργητικής-έμπρακτης σύγκλισης με ορισμένα στοιχεία ή ομάδες – ή τουλάχιστον στην χειρότερη περίπτωση μια ταυτότητα που έχει βασιστεί στην εσωτερίκευση και αναπαραγωγή πατροπαράδοτων αξιών και ηθικών, ανάλογα με το πού έχει φυτρώσει κανείς. Κατά το μοντέλο αυτό, κοινωνικά στοιχεία και εμπειρίες που βιώνει ο εαυτός είτε: 1. απορρίπτονται και αγνοούνται, 2. εγκρίνονται και εσωτερικεύονται, δίνοντας μορφή με τρόπο πιο αργό μεν, σταθερό δε, στο αμάλγαμα μιας παραδοσιακής ταυτότητας (μιλάμε μέσες άκρες για γενιές που κοινωνικοποιήθηκαν δευτερογενώς πριν την εποχή του διαδικτύου). Λόγου χάρη, μαθαίνω για το θεσμό του σινεμά, ξεκινάω να πηγαίνω συχνά σινεμά/να παρακολουθώ ταινίες σπίτι, συνεπώς ταυτίζομαι με τους σινεφίλ.
Αντιθέτως, σήμερα, η πλημμύρα πληροφορίας που δέχεται ο μέσος ιδιοκτήτης smartphone παραθέτει στο άτομο έναν ολόκληρο μπουφέ ταυτοτήτων για να διαλέξει, αλλά κυρίως για να απορρίψει. Η αυξανόμενη συχνότητα με την οποία συμβαίνει το δεύτερο ίσως οφείλεται στο ότι είναι πολύ ευκολότερο -και ενδεχομένως κοινωνικά αναμενόμενο και αποδεκτό- να κοινωνικοποιείται κανείς μέσω των στοιχείων στα οποία αντιτίθεται. Παραδείγματος χάρη, αντί να τρέχεις σε πορείες και συλλαλητήρια και συλλογικές διεκδικήσεις (χτίζοντας ενεργητικά μία σαφή πολιτική ταυτότητα), ένα ποστ κατά του Ντόναλντ Τραμπ σε βάζει πολύ πιο εύκολα και άμεσα στο γκρουπ των αντι-τραμπικών. Ή ένα αντι-σεξιστικό ιντερνετικό λογύδριο στο γκρουπ των αντι-σεξιστών, κλπ. Μάλιστα στην εποχή των σόσιαλ μίντια, όπου η συντριπτική πλειοψηφία των διαδράσεων πραγματοποιούνται μεταξύ προσωπικών προφίλ, το φαινόμενο εντείνεται, καθώς η αναμετάδοση ειδήσεων συνοδεύεται -όπως είναι άλλωστε λογικό- από προσωπικές γνώμες, συναισθηματικά και ηθικά επιφορτισμένες, διευκολύνοντας την αναγνώριση αντι-ταυτοτήτων). Σε πρώτη ανάγνωση, το όφελος είναι διττό: ηθική αυτο-ικανοποίηση και κοινωνικοποίηση/αίσθημα ανήκειν.
Κατά το ίδιο όμως σκεπτικό της θετικής και αρνητικής πολιτικής ταύτισης, όπως μας τα εξηγούν οι πολιτικοί επιστήμονες, οι αρνητικές ταυτίσεις δημιουργούν σαφή και ορατά προβλήματα. Το πρώτο είναι πως οι ταυτότητες είναι πολύ πιο ευμετάβλητες, και συνεπώς βλέπουμε έναν εξαιρετικά ρευστό κοινωνικό ιστό, επιρρεπή σε κάθε είδους συγκινήσεις και εξάρσεις. Το δεύτερο είναι πως μιλάμε για μια κοινωνία συνολικά πιο απαθή, που περιμένει να της πούνε τι πρέπει και τι δεν πρέπει να πει και να υποστηρίξει για να είναι πολιτικά ορθή. Και πώς να μην παρατηρείται αυτή η επιφανειακότητα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο που η cancel culture στοχοποιεί με τόσο γρήγορους ρυθμούς και η συνεχής πληροφορία σε καλεί να πάρεις θέση σε τόσα ζητήματα ταυτόχρονα; Σαφώς και η προσπάθεια να αντισταθείς στην ευκολία υιοθέτησης δημοφιλών κρίσεων και αντι-ταυτοτήτων κατά τις επιταγές της κοινωνικοπολιτικής μοντέρνας δεοντολογίας, και η χάραξη προσωπικής ηθικής και πνευματικής πορείας, δεν είναι τόσο απλή όσο ακούγεται.
Βλέπει κάποιος άλλος συνάφειες με το θέμα έλλειψης ουσιαστικών νέων επιχειρημάτων από τη σύγχρονη δυτική Αριστερά;