Σε όλα τα μέρη του κόσμου οι καλλιτέχνες είναι μια ευάλωτη κοινωνική κατηγορία, λόγω του πολύ υψηλού ποσοστού άτυπης και επισφαλούς εργασίας καθώς και της μεγάλης ανεργίας που υπάρχει στον κλάδο του πολιτισμού. Αυτή η κατάσταση έχει επιδεινωθεί μέσα στην επιδημία, αφού όχι μόνο περιορίζονται στο ελάχιστο οι δυνατότητές τους να εργαστούν ή να παρουσιάσουν τα έργα τους, αλλά και γιατί πολλοί –αν όχι οι περισσότεροι– από αυτούς αποκλείονται από τα ισχνά επιδόματα που δίνονται σε άλλους εργαζόμενους που βρίσκονται σε αναστολή εργασίας όταν οι εργοδότες τους, στις περιπτώσεις λοκντάουν, αναγκάζονται να κλείσουν τις επιχειρήσεις τους.
Σήμερα δημοσιεύουμε ένα άρθρο της Μαρία Βικτόρια Γκουσμάν, Χιλιανής ερευνήτριας σε θέματα καλλιτεχνικής μνήμης και ταυτότητας και ιδρύτριας του μπλογκ «El Gocerio» (Η απόλαυση), η οποία ασχολείται με την κριτική τέχνης στο Σαντιάγο. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Artishock, του δημοφιλέστερου ηλεκτρονικού περιοδικού σύγχρονης τέχνης στη Χιλή. (artishockrevista.com/2020/06/28/the-role-of-art-in-times-of-pandemic). Αν δεν υπήρχαν αναφορές στη βασανισμένη πατρίδα τής Γκουσμάν, θα νόμιζε κανείς ότι το άρθρο έχει γραφτεί για να περιγράψει την κατάσταση της τέχνης και των καλλιτεχνών στη σημερινή Ελλάδα της υγειονομικής και οικονομικής κρίσης.
Χ.Γο.
Ακριβώς τώρα είναι ο καιρός που οι καλλιτέχνες πρέπει να δουλέψουν. Δεν υπάρχει χρόνος για αυτολύπηση, δεν υπάρχει ανάγκη για σιωπή, δεν υπάρχει χώρος για φόβο. Μιλάμε, γράφουμε, μαθαίνουμε να χρησιμοποιούμε καλά τη γλώσσα μας.
Τόνι Μόρισον
Η κύρια δουλειά μας, ως καλλιτέχνες, είναι να κάνουμε την τέχνη που μόνο εμείς μπορούμε να κάνουμε, τώρα-στους καιρούς που ζούμε.
Άλισον Σμιθ
Αυτές τις παράξενες μέρες, πολλά έχουν ειπωθεί και γραφτεί για τη σημασία –ακόμα και για την αναγκαιότητα– της τέχνης σ’ αυτήν την περίοδο της υγειονομικής, κοινωνικής και οικονομικής κρίσης. Ξεφυλλίζοντας εφημερίδες και περιοδικά, της χώρας μας και άλλων χωρών, πέφτουμε επάνω σε αλαζονικές, απαιτητικές και επιπόλαιες φράσεις. «Οι καλλιτέχνες είναι οι μόνοι που δεν μπορούν να σωπάσουν», «Η τέχνη θα μας σώσει», ή «Η τέχνη αντιστέκεται στον κορονοϊό». Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία εκείνων που κάνουν αυτές τις δηλώσεις δεν είναι καλλιτέχνες. Πώς φτάσαμε στο σημείο να ζητάμε τόσα πολλά; Πώς μας πέρασε από το μυαλό ότι ένας τομέας που κυριαρχείται από την άτυπη εργασία θα μπορούσε «να αντισταθεί» σε έναν ιό;
Η εμμονή να αποδοθεί στην τέχνη μια απτή χρησιμότητα χρονολογείται από την περίοδο του θατσερισμού, τη δεκαετία του ’80, και της δικής του εμμονής με την οικονομία. Τότε, το Συμβούλιο Τεχνών της Αγγλίας ανέθεσε στον Τζον Μάιερσκαφ τη σύνταξη έκθεσης για την οικονομική σημασία των τεχνών. Αυτό ήταν μια σημαντική αλλαγή της δημόσιας πολιτικής για τον πολιτισμό: είχαν περάσει πια οι μέρες που οι τέχνες κρίνονταν με βάση την πολιτιστική τους αξία ή ως εργαλεία εκπολιτισμού και εκπαίδευσης. Η έκθεση Μάιερσκαφ υποστήριζε ότι οι τέχνες πρέπει να αυτοχρηματοδοτούνται με βάση την οικονομική τους αξία, συνεπώς η χρηματοδότηση πρωτοβουλιών στον τομέα του πολιτισμού πρέπει να εξαρτάται από τις κοινωνικές επιπτώσεις κάθε έργου ή προγράμματος. Το ερώτημα πια ήταν πόσο κεφάλαιο παράγουν οι τέχνες, πόσες θέσεις εργασίας μπορούν να δημιουργήσουν, πόσες φτωχογειτονιές μπορούν να αναμορφώσουν. Οι γυναίκες που ασχολούνται με την τέχνη πρέπει να αποδείξουν τη χρησιμότητά τους για να χρηματοδοτηθούν από το κράτος, είτε κάνοντας κάτι για να μειώσουν τον αλκοολισμό είτε συμβάλλοντας στην ψυχική υγεία, την κοινωνική συνοχή και την εθνική ενότητα.
Εμπόρευμα της κοινωνίας της διασκέδασης
Τριάντα χρόνια μετά από την υποβολή της έκθεσης Μάιερσκαφ, οι ιδέες της παραμένουν τόσο στη δημόσια πολιτική της Χιλής, όσο και στο συλλογικό μας υποσυνείδητο. Στις μέρες μας θεωρούμε τον καλλιτέχνη, ακόμα και χωρίς να το συνειδητοποιούμε, ως ένα εμπόρευμα της κοινωνίας της διασκέδασης: ένα προϊόν έτοιμο να καταναλωθεί, να χωνευτεί και να ξεχαστεί, δίνοντας γρήγορα τη θέση του στο επόμενο. Ένας τυπικός εξορυκτικός κύκλος του νεοφιλελεύθερου συστήματός μας, όπου ο προς εκμετάλλευση πόρος είναι ο καλλιτέχνης. Έτσι δικαιολογείται η αναζήτηση των θεραπευτικών ή χαλαρωτικών ιδιοτήτων της τέχνης – οι καλλιτέχνες πρέπει να προσφέρουν στους πολυάσχολους ανθρώπους ένα διάλειμμα διασκέδασης. Είναι ήδη πολύ αποθαρρυντικό ότι η τέχνη αντιμετωπίζεται σαν εργαλείο αύξησης της παραγωγικότητας, όπως ο θερμοστάτης ενός γραφείου που ρυθμίζει τη θερμοκρασία στο επίπεδο που κάνει τους ανθρώπους να δουλεύουν περισσότερες ώρες και να είναι περισσότερο προσηλωμένοι σ’ αυτό που κάνουν.
Ακόμα πιο αποθαρρυντική είναι η εικόνα των καλλιτεχνών που πολλές φορές αναγκάζονται να συμπεριφέρονται μ’ αυτόν τον τρόπο, προκειμένου να αποκτήσουν ένα πρόσθετο χρηματικό όφελος. Έχουμε διαρκώς απαιτήσεις και ζητάμε απαντήσεις από τους καλλιτέχνες, τροφοδοτώντας μ’ αυτόν τον τρόπο την ακόρεστη πείνα για «περιεχόμενο» (γι’ αυτόν τον ατελείωτο κύκλο των ειδήσεων 24 ώρες το 24ωρο, 7 ημέρες τη βδομάδα), που χαρακτηρίζει την «οικονομία της προσοχής». Ταυτόχρονα, αλλάζει ο τρόπος που προσλαμβάνουμε τον καλλιτέχνη και την καλλιτέχνιδα, εντάσσοντάς τους σε μια επαγγελματική κατηγορία όπου η μία είναι εύκολα αντικαταστάσιμη από τον άλλο, αφαιρώντας όλες εκείνες τις σημαντικές διαφορές που υπάρχουν τη στιγμή της δημιουργίας της τέχνης, τόσο σε κοινωνικό επίπεδο (φυλή, τάξη, σεξουαλικότητα, εθνότητα, φύλο, ηλικία), όσο και σε προσωπικό επίπεδο (ενδιαφέροντα, πορείες, υποδείγματα, μέσα επικοινωνίας).
Η ατομική ευθύνη
Το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία των καλλιτεχνών εξακολουθούν να ζουν μέσα σε μια άγνωστη και βαθιά ανασφάλεια δεν είναι μια ασήμαντη λεπτομέρεια. Στη Χιλή, περίπου το 60% των εισοδημάτων είναι κάτω από 501.000 χιλιανά πέσος [ΣτΜ: 551 ευρώ]· το ένα τρίτο του πληθυσμού είναι η μόνη πηγή εισοδήματος για τα νοικοκυριά τους· το 85% των εργαζομένων έχει χάσει τη δουλειά του λόγω της κρίσης του Covid-19· και το 81% δεν μπορεί να πάρει άδεια για λόγους υγείας επειδή δεν έχει υπογράψει κάποια σύμβαση εργασίας. Και παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούν να υπάρχουν πολλοί που δεν καταλαβαίνουν ότι οι καλλιτέχνες επιζούν στην κρίση όπως όλοι: αγχωμένοι, φοβισμένοι και ταλαιπωρημένοι. Ότι κάποιες μέρες είναι καλά και κάποιες όχι. Ότι η ψυχολογική τους κατάσταση έχει χειροτερεύσει εξαιτίας του πολύ επισφαλούς επαγγέλματός τους, όπου η αναζήτηση βοήθειας αντιμετωπίζεται πολύ αρνητικά. Σύμφωνα με τη λαϊκή σοφία, είναι δική σου η ευθύνη που διάλεξες μια καριέρα στο χώρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Από τη στιγμή που ανέλαβες το ρίσκο γνωρίζοντας τους κινδύνους, τον μόνο που μπορείς να κατηγορήσεις όταν κάτι πάει στραβά είναι τον εαυτό σου. Αυτός είναι ο λόγος του νεοφιλελευθερισμού, που θεωρεί την αιώνια προσωπική βελτίωση ως πρώτιστη αξία, και σύμφωνα με τον οποίο κάθε αποτυχία οφείλεται στο γεγονός ότι δεν προσπάθησες αρκετά, ένα αξιοκρατικό όνειρο στο οποίο «δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω», «όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε», ή που περιφρονητικά σου λέει «γιατί δεν οργανώνετε μια λοταρία;» (αυτή ήταν η απάντηση ενός Χιλιανού πολιτικού στο αίτημα για καλύτερες σχολικές υποδομές). Πρόκειται για μια ακραία ατομικιστική φιλοσοφία, όπου η αποτυχία του συστήματος αποκρύπτεται και το βάρος πέφτει κατ’ ευθείαν στους ώμους της ατομικής ευθύνης.
Ο ρατσισμός του «τυπικού» καλλιτέχνη
Υπάρχει επίσης η ρομαντική αντίληψη του καλλιτέχνη ως κάποιου ατόμου εκκεντρικού, ονειροπόλου, ακόμα και μυστικιστικού, που ζει στον πύργο του και κατεβαίνει από αυτόν γεμάτος οραματικές ιδέες. Πρόκειται για μια εικόνα που συνδέεται στενά με την ιδέα του «τυπικού» καλλιτέχνη σε όλα τα μέρη της γης, ενός λευκού άνδρα της μεσαίας ή ανώτερης τάξης που έχει το προνόμιο να σουλατσάρει, να σκέφτεται, να λέει τη γνώμη του, να είναι ένας flâneur που περιδιαβαίνει ελεύθερα τη μεγάλη πόλη, βυθισμένος στις αγωνίες του χωρίς να αισθάνεται κάποια παραπάνω υποχρέωση. Τις τελευταίες δεκαετίες, οι πολιτιστικές σπουδές, καθώς και όσοι/ες ασχολούνται με θέματα φεμινισμού, queer, και αντιρατσισμού άρχισαν να αποδομούν τη μονοδιάστατη εικόνα του καλλιτέχνη. Μπορέσαμε να αποδεχθούμε στο χώρο της τέχνης τις γυναίκες, τους μαύρους, τους αποκλεισμένους και να τους δώσουμε ευκαιρίες· το ίδιο ισχύει για καλλιτέχνες με σεξουαλικές ιδιαιτερότητες, μετανάστες καλλιτέχνες και ιθαγενείς καλλιτέχνες. Πρόκειται για κοινωνικές ομάδες που, παρεμπιπτόντως, δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν ως κάποιοι «περίεργοι τύποι με πλήρη απασχόληση», είτε γιατί φροντίζουν το σπίτι τους ή κάποιο αγαπημένο τους πρόσωπο που είναι κατάκοιτο, ή τα παιδιά τους, είτε γιατί συναντούν διάφορα εμπόδια που οφείλονται στο ρατσισμό, τον ανδρικό σωβινισμό ή την ταξική δομή.
Οι κρίσεις δεν είναι εκπαιδευτικές ευκαιρίες
Αναμφίβολα, η τέχνη έχει πολλά να πει αυτές τις μέρες. Κάποιους τους ενδιαφέρει «η τέχνη για την τέχνη» και δίνουν προτεραιότητα στην τεχνική, ωθώντας τις πλαστικές τέχνες στα άκρα με τη δημιουργία αντικειμένων που μας προσκαλούν σε περισυλλογή, μας προτρέπουν να σταματήσουμε και να ξαποστάσουμε. Κάποιους άλλους τους ενδιαφέρει μια περισσότερο εννοιολογική ή πολιτική τέχνη· αυτοί είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσουν έργα που θεωρούν αναγκαία από πολιτική άποψη, θα ονειρευτούν νέους φανταστικούς κόσμους και θα μας θέσουν αντιμέτωπους με τις αποτυχίες μας. Ας σκεφτούμε τα μεγάλα δομικά προβλήματα, τα τόσο τυποποιημένα μέχρι πριν από λίγους μήνες, που ο ιός μας ανάγκασε να τα προσέξουμε: την ανισότητα και τις επιπτώσεις της στην ποιότητα των υπηρεσιών υγείας στις οποίες έχουμε πρόσβαση, την επιλογή της εργασίας από το σπίτι, ακόμα και την πιθανότητα το σπίτι να μην είναι ένα ασφαλές μέρος. Ή την εύθραυστη οικονομία, τη ριζική διαφορά μεταξύ της πραγματικής οικονομίας και των σεβάσμιων χρηματιστηρίων.
Για να αποκαλύψουν αυτές τις ρήξεις και να δημιουργήσουν αντικείμενα που απαιτούν περισυλλογή, οι καλλιτέχνες θα χρειαστούν χρόνο, φως, νερό και σταθερότητα. Θα χρειαστεί να εμπλακούν σε μακρές, στοχαστικές, πειραματικές πορείες, να είναι έτοιμοι να βρίσκονται μαζί και να διασκορπίζονται, να ονειρεύονται και να χάνουν τις ελπίδες τους, μέχρι να βρουν την τέλεια συνταγή. Οι κρίσεις δεν αποτελούν εκπαιδευτικές ευκαιρίες, τουλάχιστον όταν βρίσκονται σε έξαρση. Είναι συμβάντα που μας πληγώνουν. Μας αποκαλύπτουν τα πάντα για τους εαυτούς μας, και μέσα σ’ αυτά τη μόρφωσή μας και την ικανότητά μας να αντιδρούμε.
Η ικανότητα να μας εξανθρωπίζει
Αναμφίβολα, η τέχνη μπορεί να είναι χρήσιμη σε πολλές ανθρώπινες δραστηριότητες. Όμως, η βασική της αξία είναι η ικανότητά της να μας εξανθρωπίζει. Η τέχνη δεν είναι υποχρεωτικό να αλλάζει τις συμπεριφορές. Δεν είναι ένα χάπι ή μια κοινωνική τάξη. Η ενσυναίσθηση δεν αναπτύσσεται απλώς παρατηρώντας έναν πίνακα: χρειάζεται δουλειά, μια δουλειά για την οποία η τέχνη δίνει τα υλικά. Η τέχνη δεν μπορεί να νικήσει στις εκλογές ή να ρίξει έναν πρόεδρο· δεν μπορεί να σταματήσει την κλιματική κρίση, να καταπολεμήσει έναν ιό ή να ζωντανέψει τους νεκρούς. Παρόλα αυτά, είναι ένα αντίδοτο σε καιρούς χάους, ένας οδικός χάρτης για μεγαλύτερη σαφήνεια, μια δύναμη αντίστασης και αποκατάστασης των ζημιών, με τη δημιουργία νέων δίσκων, νέας γλώσσας και νέων εικόνων που μπορούν να μας κάνει να σκεφτούμε. Είναι ένα αργό εργαλείο, που δεν ενεργεί άμεσα, αλλά απαιτεί πειραματισμό, συνεχή ανάλυση, αποδόμηση των στερεοτύπων και των προτύπων σκέψης. «Η τέχνη έχει άλλα καθήκοντα: όχι να εξηγεί, να καλεί σε δράση, να γίνεται εναλλακτική δημοσιογραφία ή πολιτιστική διπλωματία. Οι μέθοδοί της μπορεί να είναι αντιδημοφιλείς και σκληρές, αλλά για να αποδομήσει κάτι, η τέχνη πρέπει να απομακρυνθεί από αυτό», σχολιάζει η [Ουκρανή ζωγράφος] Λέσια Xομένκο.
Μικρές ομάδες και ανεξάρτητοι καλλιτέχνες
Οι μέρες που ζούμε είναι σκληρές. Οι καλλιτέχνες που έχουν ανάγκη από κάποιο εισόδημα διαφημίζουν τον εαυτό τους όπως μπορούν· τα μουσεία και οι πινακοθήκες μιλούν μέρα-νύχτα για τη δύναμη μετασχηματισμού που έχει η τέχνη, την ικανότητά της να κάνει τα πράγματα να φαίνονται κάπως καλύτερα και να μας βοηθήσει να τα βγάλουμε πέρα σ’ αυτές τις σκοτεινές μέρες. Μεγάλα σόου, θεατρικές παραστάσεις, μουσικές εκδηλώσεις και εκθέσεις ακυρώνονται σε όλο τον κόσμο. Αν και οι συνέπειες είναι σοβαρές για τους μεγάλους οργανισμούς και την τουριστική βιομηχανία, αυτοί που πλήττονται περισσότερο είναι οι μικρότερες οργανώσεις και οι ανεξάρτητοι καλλιτέχνες, γιατί οι πωλήσεις εισιτηρίων και η δημόσια χρηματοδότηση σε λίγο δεν θα υπάρχουν. Πιθανόν, πολλοί άνθρωποι να πρέπει να ψάξουν να βρουν μια πιο προσοδοφόρα εργασία. Πρέπει να μας ενδιαφέρει η δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονται τα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά μας ιδρύματα και να εργαζόμαστε για τη στήριξή τους, γιατί οι οικονομικές δυνατότητες ακόμα και των πιο διάσημων και πετυχημένων ιδρυμάτων είναι συνήθως περιορισμένες ακόμα και σε ομαλές συνθήκες, κάτι που μπορεί να εκπλήσσει εκείνους που δεν εργάζονται στον τομέα του πολιτισμού.
Ο ιός είναι μια ευκαιρία να αναγνωρίσουμε και να προστατεύσουμε τη δουλειά των καλλιτεχνών. Τα καλύτερα πράγματα είναι συνήθως εύθραυστα και το γεγονός ότι δεν είναι εμφανώς χρήσιμα δεν αποτελεί επιχείρημα κατά της αξίας τους, αλλά επιχείρημα υπέρ της ανάγκης να τα φροντίζουμε και να τα προστατεύουμε. Από το κάρβουνο της ανησυχίας και του φόβου μπορεί να βγει χρυσάφι. Όμως, αυτό χρειάζεται πολύ ψάξιμο και για να γίνει απαιτείται προσπάθεια και στήριξη.
Φως στα ερωτήματά μας
Η τέχνη είναι ένα βασικό εργαλείο που μας δίνει την αίσθηση ότι υπάρχει μέλλον. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει αυτόματα. Ζούμε σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από την εμμονή στο νέο και το πρωτότυπο. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι τα προβλήματα που ο ιός μας αναγκάζει να αντιμετωπίσουμε, υπάρχουν εδώ και ένα, δύο ή πέντε χρόνια. Ψάχνοντας για απαντήσεις πρέπει να ξέρουμε ότι υπάρχει μια σειρά έργων που μπορούν να ρίξουν φως στα ερωτήματα που μας απασχολούν σήμερα. Ένα χρόνο πριν, στη Βενετία, η [Χιλιανή ζωγράφος] Βολούσπα Xάρπα επιχειρηματολόγησε κατά της αποικιακής νοοτροπίας από την οποία δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να απαλλαγούμε. Η Σεσίλια Αβεντάνιο με τη ζωγραφική της έκθεση «Enfermedades preciosas» (Πολύτιμες ασθένειες) μας ανάγκασε να σκεφτούμε τον πόνο, τη γυναίκα, τη βία και την ομορφιά. Αυτές και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες και καλλιτέχνιδες ξαναβάζουν στη θέση τους τα κομμάτια της κοινωνίας που καταρρέει· σήμερα χρειάζονται τη βοήθειά μας, είτε σε προσωπικό είτε σε θεσμικό επίπεδο.
Οι καλλιτέχνες είναι εξερευνητές, θεραπευτές, ακτιβιστές, και οραματιστές. Η τέχνη είναι αναγκαία για να αντιστέκεται κανείς στην εξουσία, να κάνει όνειρα για μια νέα πραγματικότητα και εν τέλει να αλλάζει τον κόσμο. Αυτό είναι εφικτό, ακόμα και μέσα στην πανδημία. Μου έρχεται στο νου η Φρίντα Κάλο, που ζωγράφιζε τα πρώτα της πορτρέτα κατάκοιτη στο κρεβάτι της, όταν ανάρρωνε από εκείνο το τραγικό ατύχημα με το λεωφορείο στο οποίο τραυματίστηκε σοβαρά. Μου έρχονται στο νου οι παραδόσεις των ιθαγενών που διηγούνται ιστορίες, μου έρχονται στο νου οι ψηφιακές τέχνες, οι τόσο σύγχρονες όχι μόνο λόγω του μηνύματος που στέλνουν, αλλά και λόγω αυτού του ίδιου του μέσου· και οι χιλιάδες των τρόπων με τους οποίους οι άνθρωποι εμπιστεύονται την καλλιτεχνική έκφραση για να κατανοήσουν τις αλλαγές και την κρίση.
Αναστέλλεται η δυνατότητα δημιουργίας
Για μεγάλο διάστημα αυτό που ζητούσαμε από τους καλλιτέχνες ήταν να πορεύονται μέσα ένα περίπλοκο ιστό δομών, σχέσεων και ρυθμίσεων, είτε σε παγκόσμιο είτε σε τοπικό επίπεδο, τις περισσότερες φορές έναντι μικρής αμοιβής ή δωρεάν. Αυτό που αρχίζει στο ατελιέ ως δημιουργία, συνήθως μοναχική, εξαρτάται από την ύπαρξη ενός εύρωστου κλάδου εικαστικών τεχνών, αλλά και από το κοινό, των σχέσεων και τις επαφές. Όταν αυτά αναστέλλονται, αναστέλλεται και η δυνατότητα της δημιουργίας. Αντί να ζητούμε και να απαιτούμε, ας αναρωτηθούμε με ποιόν τρόπο μπορούμε να συμβάλουμε στο μετασχηματισμό αυτής της μορφής εργασίας, ώστε να μην είμαστε υποχρεωμένοι να κανονικοποιήσουμε πάλι την εικόνα του καλλιτέχνη που ζει μέσα στη χρόνια ανασφάλεια, υπό- ή υπέρ-απασχολούμενος, πάντα με τη σκέψη του στο επόμενο πρότζεκτ που θα του επιτρέψει να επιβιώσει.
Είθε αυτές οι μέρες της απόστασης και της ηλεκτρονικής υπερ-σύνδεσης να μας υπενθυμίσουν, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, το καθήκον που έχουμε ως κοινωνία να μεριμνούμε για τους καλλιτέχνες μας.
Mετάφραση-επιμέλεια: Χάρης Γολέμης
Πηγή: Η Εποχή