Από τον Μάιο του 2017, που συγκροτήθηκε η Διακομματική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για το Δημογραφικό, οι δημογραφικές εξελίξεις έχουν μπει για τα καλά στη δημόσια συζήτηση, αφού από το 2011 και ύστερα μπήκαμε ως χώρα σε μια εντελώς νέα φάση. Για πρώτη φορά από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, ο πληθυσμός της χώρας άρχισε να συρρικνώνεται-μέχρι το 2021 είχε μειωθεί κατά 445 χιλιάδες- και οι δημογράφοι λένε ότι το ερώτημα δεν είναι αν θα συνεχίσει να μειώνεται τις επόμενες δεκαετίες, αυτό είναι σίγουρο, αλλά πόσο.
Λόγω της δημογραφικής γήρανσης, που αποτελεί καθολικό φαινόμενο των αναπτυγμένων χωρών, το δημογραφικό ζήτημα είναι διεθνώς ένα κατεξοχήν πεδίο σκληρής ιδεολογικής και πολιτικής αντιπαράθεσης και ως προς τον ορισμό του «προβλήματος» και ως προς τους τρόπους αντιμετώπισής του. Αύξηση των γεννήσεων και μετανάστευση – προσφυγικό αποτελούν θερμά πεδία σύγκρουσης μεταξύ προοδευτικών και συντηρητικών – αντιδραστικών δυνάμεων, φεμινιστικού κινήματος και κυβερνήσεων / οργανώσεων κατά των εκτρώσεων – ακροδεξιών – Εκκλησίας κ.λπ. Η ακύρωση του συνεδρίου για τη «Γονιμότητα και την Αναπαραγωγική Αυτονομία» στη χώρα μας, αφού πρώτα απέσυρε την αιγίδα της η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αποτελεί το τελευταίο επεισόδιο της εγχώριας αντιπαράθεσης.
Η πληθυσμιακή συρρίκνωση από το 2011 και έπειτα στην Ελλάδα δεν έχει να κάνει μόνο με τη δημογραφική γήρανση. Βεβαίως, η μεγάλη πτώση της γονιμότητας μετά το 1975 και η μείωση των γεννήσεων κατά 27% τη δεκαετία του 1980 είναι ένας από τους δύο προσδιοριστικούς παράγοντες. Ωστόσο, η ιδιαιτερότητα της χώρας μας βρίσκεται στη σύμπτωση της δημογραφικής γήρανσης με την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας μετά την κρίση του 2008 και την υιοθέτηση των καταστροφικών Μνημονίων. Η κατάρρευση οδήγησε στην πλήρη αντιστροφή του θετικού ισοζυγίου μεταναστευτικών ροών (είσοδοι μείον έξοδοι μεταναστών-ριών), που από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 λειτουργούσε αντισταθμιστικά της μείωσης του νεανικού πληθυσμού.
H «μεγάλη έξοδος»
Η καθίζηση της οικονομίας και η εκτόξευση της ανεργίας, η αποσάθρωση των εργασιακών δικαιωμάτων και η καταβαράθρωση των μισθών, ιδιαίτερα των νέων, ανέκοψαν τις εισροές μεταναστών και ώθησαν στη φυγή πάνω από 600 χιλιάδες κατοίκους της χώρας το διάστημα 2010-2015. Άλλοι 400 χιλιάδες αποχώρησαν την τετραετία 2016-2019, ενώ τα τελευταία χρόνια φαίνεται ότι η εξωτερική μετανάστευση επιβραδύνθηκε λόγω της πανδημίας. Εκτός από το φαινόμενο του brain drain νέων και μεγαλύτερης ηλικίας επιστημόνων ελληνικής υπηκοότητας, εκατοντάδες χιλιάδες οικονομικοί μετανάστες-ριες «πήραν των ομματιών τους» μαζί με τα παιδιά τους. Επίσης, παρ’ όλο που, από το 2016, το μεταναστευτικό ισοζύγιο έγινε θετικό, κυρίως εξαιτίας του τεράστιου προσφυγικού κύματος που χρησιμοποίησε την Ελλάδα ως πύλη εισόδου στην Ευρώπη, το μεγαλύτερο μέρος των προσφύγων εγκατέλειψε τη χώρα με προορισμό πλουσιότερες χώρες.
Από τη στιγμή που η «μεγάλη έξοδος» της δεκαετίας 2010-2019 απαρτιζόταν κατά 46% από άτομα 20-34 ετών και κατά 24% από άτομα 35-49 ετών, ο πληθυσμός συρρικνώθηκε δραματικά στις νεαρές και κεντρικές παραγωγικές ηλικίες, που συμπίπτουν με τις αναπαραγωγικές, υποσκάπτοντας την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας στο μεσο-μακροπρόθεσμο διάστημα και λειτουργώντας ως επιταχυντής της δημογραφικής γήρανσης. Αντίθετα, ο πληθυσμός 45 ετών και άνω αυξήθηκε αισθητά κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Τον Δεκέμβριο 2018, στην Έκθεσή της για το Δημογραφικό, η διακομματική επιτροπή της Βουλής κατέληγε σε μια δέσμη προτάσεων για την «ανόρθωση της γονιμότητας» (πολιτικές ενίσχυσης της οικογένειας και συμφιλίωσης εργασίας και φροντίδας στη βάση της ισότητας των φύλων) και για τη μεταναστευτική πολιτική (κοινωνική ένταξη μεταναστών/ριών, δράσεις ανάσχεσης της φυγής των νέων και επιστροφής αυτών που έχουν μεταναστεύσει).
Σήμερα, η οικονομική και πολιτική συγκυρία είναι εντελώς διαφορετική και τα ανωτέρω συμπεράσματα πολιτικής χρειάζονται συμπλήρωση και επικαιροποίηση, αφού πρώτα οριστεί με σαφήνεια ποιο είναι το δημογραφικό «πρόβλημα»: η μείωση του πληθυσμού και η μαζική φυγή των νέων ανθρώπων. Στη σημερινή συγκυρία θα πρέπει να συμφωνήσουμε:
Αλλαγή αναπτυξιακού προτύπου
Πρώτον, ότι το «δημογραφικό» είναι πρωτίστως αναπτυξιακό ζήτημα και ως προς τις επιπτώσεις του (συρρίκνωση εργατικού δυναμικού, στέρηση των προσόντων, ταλέντων, ικανοτήτων και δυνατοτήτων καινοτομίας των νέων ανθρώπων και των επιστημόνων, σπατάλη κοινωνικών πόρων και επενδύσεων στην εκπαίδευση) και ως προς την επίλυσή του. Δεν μπορεί να σταματήσει η φυγή των νέων ανθρώπων και επιστημόνων ούτε να έχουν κίνητρα να επιστρέψουν χωρίς αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου και βελτίωση των μισθών, των εργασιακών σχέσεων και των επαγγελματικών προοπτικών των μισθωτών και των νέων.
Δεύτερον, ότι οι αναπαραγωγικές αποφάσεις είναι αναφαίρετο δικαίωμα των γυναικών (δικαίωμα αυτοδιάθεσης και επιλογής) και των ζευγαριών, που πρέπει βεβαίως να διευκολύνονται από το κράτος να αποκτήσουν τον επιθυμητό αριθμό παιδιών με μέτρα κοινωνικής πολιτικής (δικαίωμα στην τεκνοποιία). Οι δημογράφοι επιπλέον μας πληροφορούν ότι η άνοδος της γονιμότητας, εκτός τού ότι αποτελεί σύνθετη και δύσκολη υπόθεση, δεν θα έχει καμία αξιόλογη επίδραση στην αναχαίτιση της συρρίκνωσης του πληθυσμού. Άρα τα μέτρα που εστιάζουν αποκλειστικά ή κυρίως στην ενίσχυση της οικογένειας και τη γονιμότητα εκτός από συντηρητικά είναι και αναποτελεσματικά.
Τρίτον, δεδομένης της αναπόδραστης δημογραφικής γήρανσης, σε όλη τη δυτική Ευρώπη, ο πληθυσμός αυξάνεται μόνο με καθαρή μετανάστευση. Μετά από τρία χρόνια εφαρμογής από την κυβέρνηση της Ν.Δ. μιας αυστηρής προσφυγικής πολιτικής αποτροπής της εισόδου και σιωπηρής εξώθησης των προσφύγων στη φυγή, η χώρα μας αριθμεί πλέον 108 χιλιάδες αναγνωρισμένους πρόσφυγες και 32 χιλιάδες αιτούντες άσυλο, για τους οποίους δεν υπάρχει κυβερνητική βούληση εργασιακής και κοινωνικής ένταξης. Η Αριστερά και οι προοδευτικές δυνάμεις έχουν ξεκάθαρες θέσεις και προτάσεις, που όμως χρειάζονται το ανάλογο θεσμικό και εφαρμοστικό πλαίσιο και κοινωνικές συμμαχίες. Το δημογραφικό ζήτημα είναι κατεξοχήν πολιτικό.
Η δημογραφική «τρύπα» και η αναπτυξιακή προοπτική
Οι οικονομολόγοι και άλλοι ειδικοί μελετούν τις μεταβολές στην αγορά εργασίας ως αποτέλεσμα της οικονομικής δραστηριότητας και της λειτουργίας των επιχειρήσεων, των τεχνολογικών και διαρθρωτικών αλλαγών στο παραγωγικό σύστημα και στην οργάνωση της εργασίας και της συμπεριφοράς των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων (νέοι, γυναίκες, μετανάστες κ.ο.κ.). Σπανίως ενδιαφέρονται για δημογραφικούς δείκτες και την εξέλιξη του πληθυσμού. Γι’ αυτό και κανείς τους δεν έδωσε σημασία στη μεγάλη μείωση του πληθυσμού 15-34 ετών που σημειώθηκε στην Ελλάδα τη δεκαετία 2000-2009 και επεκτάθηκε από το 2010 στις ηλικίες 25-44, με αποτέλεσμα τη γενική συρρίκνωση του πληθυσμού.
Με τα Μνημόνια, εστιάσαμε συγκλονισμένες-οι, όπως όλη η κοινωνία, στη «μεγάλη φυγή» των νέων και των επιστημόνων, που ήταν απόρροια της παραγωγικής κατάρρευσης της οικονομίας, της εκτόξευσης της ανεργίας, της επισφάλειας και της υποτίμησης της αξίας της εργασίας, της στέρησης επαγγελματικού μέλλοντος και προοπτικής από τις μορφωμένες νεότερες γενιές. Αλλά μόνο σήμερα μπορούμε να δούμε καθαρά πώς ο μοιραίος συνδυασμός της δημογραφικής γήρανσης και της μαζικής μετανάστευσης των Μνημονίων δημιούργησε μέσα σε δώδεκα χρόνια (2009-2021) μια δημογραφική «τρύπα» 887 χιλιάδων ατόμων στον πληθυσμό και μια λίγο μικρότερου μεγέθους «τρύπα» στο εργατικό δυναμικό της χώρας στις ηλικίες 20-44 ετών, δηλαδή στις νεαρές και κεντρικές παραγωγικές ηλικίες, ενώ ο πληθυσμός και το εργατικό δυναμικό 45-64 ετών αυξήθηκε πάνω από 200 χιλιάδες.
Τέλος, δεν εκτιμήσαμε τον βαθμό στον οποίο οι μειώσεις στο εργατικό δυναμικό συγκράτησαν την αύξηση της ανεργίας μεταξύ 2009 και 2014 και συνέβαλαν στη μείωσή της μεταξύ 2014 και 2021, αν και η αύξηση της απασχόλησης παραμένει ο καθοριστικός παράγοντας της μείωσης. Το ποσοστό απασχόλησης είναι ο καταλληλότερος δείκτης για τις επιδόσεις της απασχόλησης και της πολιτικής καταπολέμησης της ανεργίας σε μια οικονομία. Μετά την κατάρρευσή του κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2009 και 2014 στη χώρα μας, το ποσοστό αυξήθηκε κατά οκτώ ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2015 και 2019 και όλες οι ηλικιακές ομάδες του εργατικού δυναμικού βελτίωσαν την επίδοσή τους, ενώ οι άνεργοι μειώθηκαν κατά 456 χιλιάδες. Μεταξύ 2019 και 2021 επίσης μειώθηκε ο αριθμός των ανέργων κατά 141 χιλιάδες άτομα αλλά το ποσοστό απασχόλησης αυξήθηκε μόνο κατά μιάμιση ποσοστιαία μονάδα και η μόνη ηλικιακή ομάδα που αύξησε τον βαθμό ένταξής της στην απασχόληση ήταν αυτή των 45-64 ετών. Σε ετήσια βάση, η συμβολή της μείωσης του πληθυσμού στην υποχώρηση της ανεργίας ήταν μεγαλύτερη κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης απ’ ό,τι την περίοδο των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ.
Ο δημογραφικός μαρασμός αποτελεί την άλλη όψη της παραγωγικής καταστροφής της οικονομίας και της εργασιακής κατάστασης που διαμόρφωσαν στην αγορά εργασίας οι μνημονιακές πολιτικές και η επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων με την πολιτική της σημερινής κυβέρνησης. Η δημογραφική πολιτική δεν μπορεί παρά να αποτελεί μέρος της αναπτυξιακής στρατηγικής και εδώ βρίσκονται οι διαφορές μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης. Μόνο ένα αναπτυξιακό πρότυπο που στηρίζεται στη βελτίωση των μισθών, των εργασιακών σχέσεων και της παραγωγικότητας της εργασίας, τις δημόσιες επενδύσεις στην Παιδεία, την έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη και εξασφαλίζει αξιοπρεπή εργασία και επαγγελματικές προοπτικές στους νέους και διαρκή επιμόρφωση και σταθερή εργασία στους μεγαλύτερους μπορεί να ανακόψει το brain drain και να δώσει τη δυνατότητα στα ζευγάρια να αποκτούν τον αριθμό παιδιών που επιθυμούν.
* Η Μαρία Καραμεσίνη είναι καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρώην πρόεδρος και διοικήτρια ΟΑΕΔ.