Macro

Μαρία Καραμεσίνη: Προς τα πού βαδίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση;

Εξοπλισμοί, αμυντική βιομηχανία και το άλμα στο κενό

Εν μέσω πολυκρίσης, διεθνούς ρευστότητας και αναπτυξιακού αδιεξόδου της οικονομίας της, αμέσως μετά τις ευρωεκλογές του 2024 και την έναρξη της θητείας των νέων οργάνων της, η ΕΕ αποφάσισε να αλλάξει άρδην στρατηγικό προσανατολισμό και πολιτικές προτεραιότητες.

Η νέα στρατηγική της ΕΕ συνίσταται στην ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας μέσω της αύξησης των δαπανών για εξοπλισμούς και συναφείς προς την άμυνα υποδομές και δραστηριότητες. Το 2024, η Στρατηγική Ατζέντα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, οι Πολιτικές Κατευθύνσεις της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και οι Εκθέσεις Λέτα, Ντράγκι και Νιίνιστο, προετοίμασαν το έδαφος για την υιοθέτηση, τον Μάρτιο 2025, του Σχεδίου Rearm Europe και της Λευκής Βίβλου για την Ευρωπαϊκή Αμυντική Ετοιμότητα (Readiness 2030).

Η ευρωπαϊκή οικονομία σε αδιέξοδο

Ο νέος στρατηγικός προσανατολισμός της ΕΕ μπορεί μεν να αλλάζει μέσω της αύξησης των εξοπλισμών τη φιλοσοφία της ευρωπαϊκής πολιτικής άμυνας και ασφάλειας προς την κατεύθυνση της αποτροπής, αλλά οπωσδήποτε έχει έντονη και σαφή αναπτυξιακή στόχευση. Όπως αναφέρει η Έκθεση 2025 του Δικτύου Ευρωπαίων Οικονομολόγων για μια Εναλλακτική Οικονομική Πολιτική στην Ευρώπη (EuroMemorandum 2025), το 2025 προβλέπεται να είναι ο τρίτος χρόνος που η οικονομία της ΕΕ θα βρίσκεται σε συνεχή στασιμότητα, με τις τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της –Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία– να βρίσκονται σε τέλμα, ενώ οι δύο τελευταίες βρίσκονται επιπλέον σε διαδικασία δημοσιονομικής προσαρμογής (λιτότητα) λόγω υπερβολικού δημόσιου ελλείμματος. Ο κύριος παράγοντας στασιμότητας είναι η υποχώρηση των ιδιωτικών επενδύσεων λόγω της ρευστότητας του διεθνούς περιβάλλοντος και των υψηλών επιτοκίων της ΕΚΤ μεταξύ 2022 και 2024. Η βαθύτερη, όμως, αιτία είναι ότι ο πόλεμος της Ουκρανίας έπληξε τους πυλώνες του γερμανικού αναπτυξιακού μοντέλου, αχρήστευε τον ρόλο της γερμανικής οικονομίας ως ατμομηχανής της ευρωπαϊκής, έφερε στο φως την τεχνολογική υστέρηση της τελευταίας έναντι των ανταγωνιστών της και ανέδειξε την ευαλωτότητα του εξαγωγικά προσανατολισμένου ευρωπαϊκού αναπτυξιακού μοντέλου, που επιπλέον στηρίζεται υπερβολικά στις ιδιωτικές και υστερεί σε δημόσιες επενδύσεις.

Η στρατηγική στροφή της ΕΕ από την Πράσινη Συμφωνία στην «Ενιαία αγορά άμυνας» δίνει πλέον προτεραιότητα στις επενδύσεις στην αμυντική βιομηχανία έναντι των πράσινων επενδύσεων, αναγορεύοντάς τις στον κύριο αναπτυξιακό μοχλό της ευρωπαϊκής οικονομίας και σε βασιλική οδό ανάκτησης της τεχνολογικής υπεροχής, αύξησης της ανταγωνιστικότητας και κατάκτησης της στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας.

Εξωτερικός εχθρός, στροφή στους εξοπλισμούς και ευρωεθνικισμός

Για τη στροφή στους εξοπλισμούς και τις αμυντικές δαπάνες χρησιμοποιείται ως πρόσχημα η ρωσική απειλή. Όμως η κατασκευή του εξωτερικού εχθρού δεν γίνεται μόνο γι’ αυτόν τον λόγο. Ένα από τα εναλλακτικά σενάρια για το μέλλον της ΕΕ που εξετάζει η Έκθεση 2025 του προαναφερθέντος Δικτύου, είναι η ενοποίηση της ΕΕ μέσω του ευρωεθνικισμού. Σε ένα διεθνές περιβάλλον ασφαλειοποίησης και εργαλειοποίησης της αλληλεξάρτησης των οικονομιών, και δεδομένου του μυωπικού εθνικισμού των ΗΠΑ, οι κοινές εξωτερικές απειλές και εχθροί ενώνουν (EuroMemorandum 2025). H στασιμότητα των οικονομιών, οι πολιτικές λιτότητας, η διαρκής απομείωση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων και η αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων που έχει διαβρώσει και τις χώρες του πυρήνα της ΕΕ τις τελευταίες δεκαετίες, οδηγούν στην άνοδο της Άκρας Δεξιάς και των κρατικών εθνικισμών και δυνητικά στη διάλυση της ΕΕ. Η κοινή αμυντική πολιτική και η στρατηγική της «Ενιαίας αγοράς άμυνας» αποτρέπει τη διάλυση προωθώντας τον ευρωεθνικισμό.

Για χάρη της αύξησης των αμυντικών δαπανών τα επόμενα χρόνια, η ΕΕ ανέστειλε το νέο δημοσιονομικό σύμφωνο μεταξύ 2025 και 2028, επιτρέποντας στα κράτη μέλη την υπέρβαση του πλαφόν 3% του δημόσιου ελλείμματος κατά 1,5% του ΑΕΠ ετησίως, ώστε αυτά να έχουν πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο και να μην αναγκαστούν να περιορίσουν τις λοιπές δημόσιες δαπάνες. Αυτό συνεπάγεται την άσκηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής εκ μέρους των κρατών μελών την περίοδο 2025-2028 μέσω νέου δανεισμού συνολικού ύψους 800 δισ. ευρώ, 650 δισ. ευρώ απευθείας από τις διεθνείς χρηματαγορές και 150 δισ. από την ΕΕ (έκδοση κοινού ευρωπαϊκού χρέους). Εναλλακτικά τα κράτη μέλη μπορούν να ανακατευθύνουν πόρους των Ταμείων Συνοχήςπρος την άμυνα, κατά την αναθεώρηση των προγραμμάτων τους το 2025. Σημαντικές θα είναι αποφάσεις για την κατανομή των πόρων στην άμυνα στον κοινοτικό προϋπολογισμό 2028-2034, που θα κληθούν να συμβάλουν στην αύξηση των στρατιωτικών δαπανών των κρατών μελών στο 5% του ΑΕΠ μέχρι το 2035, που αποτελεί στόχο του ΝΑΤΟ.

Λιτότητα διαρκείας για κοινωνικές και πράσινες δαπάνες

Ο συντονισμένος τεράστιος δανεισμός των κρατών μελών της ΕΕ το 2025-2028 αναμένεται ότι θα αυξήσει το κόστος εξυπηρέτησης του συνόλου του δημόσιου χρέους, με άνισες δημοσιονομικές επιπτώσεις και πιθανές παγίδες για τις χώρες με τις μεγαλύτερες ανάγκες δανεισμού και τη μικρότερη πιστοληπτική ικανότητα. Ως αποτέλεσμα προβλέπεται ότι σε εθνικό επίπεδο θα έχουμε άμεσα πάγωμα ή περιορισμό κοινωνικών δαπανών και πράσινων επενδύσεων για τη συμμόρφωση με το πλαφόν του Συμφώνου Σταθερότητας για το δημόσιο έλλειμμα και περαιτέρω λιτότητα μεσοπρόθεσμα για εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους.

Είναι προκλητικό ότι παρά τις τεράστιες και επιτακτικές ανάγκες των ευρωπαϊκών κοινωνιών για πράσινες και κοινωνικές επενδύσειςώστε να αντιμετωπιστούν η κλιματική κρίση, η δημογραφική γήρανση και η διάβρωση της κοινωνικής συνοχής, οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας για το δημόσιο έλλειμμα και χρέος έχουν παρακαμφθεί μόνο για τις στρατιωτικές δαπάνες. Και είναι ακόμα προκλητικότερο ότι οι τελευταίες αποτελούν πρώτη προτεραιότητα της ΕΕ, παρόλο που η μεγάλη αύξησή τους αυξάνει τον κίνδυνο πολέμου για τους λαούς της, με το να πυροδοτεί την κούρσα εξοπλισμών μεταξύ υπερδυνάμεων. Το φάντασμα του πολέμου ξαναστοιχειώνει την Ευρώπη, όπως στο μεσοπόλεμο.

Στο βάθος πόλεμος και κλιματική κρίση – Ένα άλμα στο κενό

Εξάλλου οι στρατιωτικές δραστηριότητες επιβαρύνουν υπέρμετρα την υπερθέρμανση του πλανήτη συγκριτικά με άλλες δραστηριότητες, παράγοντας πολλαπλάσιες εκπομπές CO2. Αντίθετα, έχουν μικρότερες πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις στο ΑΕΠ και την απασχόληση σε σχέση με επενδύσεις σε άλλους τομείς και κυρίως στην οικονομία της φροντίδας (EuroMemorandum 2025). Πρόσφατες εκτιμήσεις της ίδιας της Ευρωπαϊκή Επιτροπής δείχνουν ότι μια γραμμική αύξηση των στρατιωτικών δαπανών έως 1,5% του ΑΕΠ θα αυξήσει το ΑΕΠ της ΕΕ κατά μόλις 0,5% μέχρι το 2028 και τον λόγο δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες. Δηλαδή, ο στρατιωτικός κεϋνσιανισμός έχει μικρά αποτελέσματα στην οικονομική δραστηριότητα, ενώ προϋποθέτει σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους.

Τέλος, υποτίθεται ότι μέσω του Rearm Europe, η ΕΕ θα αποκτήσει στρατηγική αυτονομία έναντι των ΗΠΑ, υποκαθιστώντας τις εισαγωγές όπλων από αυτές και αναπτύσσοντας τη δική της αμυντική βιομηχανία και τεχνολογία σε τομείς αιχμής (τεχνητή νοημοσύνη, ρομποτική, αεροναυπηγική, διαστημική, μεταλλουργία κλπ.). Ωστόσο, οι αποφάσεις της τελευταίας Συνόδου του ΝΑΤΟ –κατ’ επιταγή του Τραμπ– για την ενίσχυση της διατλαντικής συνεργασίας στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας δεν αφήνουν περιθώρια αυταπάτης.

Εν κατακλείδι, ο στρατηγικός αναπροσανατολισμός της ΕΕ προς τους εξοπλισμούς και την αμυντική βιομηχανία βάζει τους λαούς της αντιμέτωπους με τους τεράστιους κινδύνους του πολέμου και της κλιματικής καταστροφής, με αντάλλαγμα ένα πολύ μικρό και αβέβαιο αναπτυξιακό όφελος που θα διανέμεται όλο και πιο άνισα. Είναι ένα άλμα στο κενό ενός χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού που παρακμάζει και των πολιτικών του ελίτ, που οδηγούν τις κοινωνίες, εφόσον δεν υπάρξουν αντιστάσεις, στον πόλεμο και την καταστροφή.

Η ΕΠΟΧΗ