Macro

Μαρία Καραμεσίνη: Περικοπές για τους πολλούς, αυξήσεις για λίγους φέρνει το νέο επίδομα ανεργίας

Ο βασικός σκοπός είναι η εξώθηση των πιο ευάλωτων ομάδων ανέργων στην αποδοχή χαμηλόμισθων θέσεων εργασίας και η τροφοδότηση μιας μόνιμης δεξαμενής χαμηλόμισθης εργασίας για τις επιχειρήσεις.
Εντός των επόμενων ημερών ξεκινά η ΔΥΠΑ την πιλοτική εφαρμογή του νέου επιδόματος ανεργίας σε 15.000 ανέργους που νομοθέτησε η κυβέρνηση παραμονές Χριστουγέννων. Επεται η καθολική εφαρμογή του νέου συστήματος, που ανατρέπει ριζικά το ισχύον.

Το σημερινό σύστημα τακτικής επιδότησης της ανεργίας έχει τα εξής χαρακτηριστικά: πρώτον, δεν είναι καθόλου ανταποδοτικό διότι το επίδομα ανεργίας ανέρχεται στο 55% του κατώτατου μισθού για όλους, αντί να αποτελεί ποσοστό του τελευταίου μισθού όπως στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε., ενώ η διάρκεια επιδότησης δεν ξεπερνά τους 12 μήνες αφήνοντας ακάλυπτους τους μακροχρόνια ανέργους με μεγάλη διάρκεια προηγούμενης απασχόλησης.

Δεύτερον, παρ’ όλο που είναι ένα από τα λιγότερο γενναιόδωρα στην Ε.Ε. ως προς το ποσοστό αναπλήρωσης του απολεσθέντος εισοδήματος από εργασία, το ελληνικό σύστημα συγκαταλέγεται μεταξύ των ευρωπαϊκών συστημάτων που παρέχουν επίδομα σε ανέργους με σχετικά περιορισμένη διάρκεια προηγούμενης απασχόλησης σε πλήρη εναρμόνιση με τη σύνθεση της ανεργίας στη χώρα μας, η οποία τροφοδοτείται περισσότερο από την εποχική και προσωρινή εργασία και λιγότερο από τη σταθερή απασχόληση. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΡΓΑΝΗ, το 80% των μισθωτών που αποχώρησαν ακουσίως από τις επιχειρήσεις το 2024 ήταν συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου που έληξε η σύμβασή τους, ενώ μόνο το 20% ήταν αορίστου χρόνου που απολύθηκαν.

Η κυβέρνηση διατείνεται ότι το νέο σύστημα τακτικής επιδότησης της ανεργίας ενισχύει την ανταποδοτικότητα των παροχών. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί βελτιώνοντας τα δικαιώματα των μισθωτών αορίστου χρόνου και με αποδοχές ανώτερες του κατώτατου μισθού και διατηρώντας την αλληλεγγύη του σημερινού συστήματος προς τους μισθωτούς με συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Ομως η κυβέρνηση επέλεξε να αντιμετωπίσει τους τελευταίους ως «προνομιούχους», περικόπτοντας τα δικαιώματά τους και στρέφοντας τη λογική της ανταποδοτικότητας εναντίον της αρχής της αλληλεγγύης. Συγκεκριμένα το νέο σύστημα τακτικής επιδότησης ανεργίας:

1. Στερεί το επίδομα ανεργίας από τους εργαζόμενους που έχουν δουλέψει 7-9 μήνες πριν απολυθούν λόγω της αύξησης των ελάχιστων απαιτούμενων ενσήμων από 125 σε 175, αποκλείοντας μεγάλες ομάδες μισθωτών με συμβάσεις ορισμένου χρόνου όπως οι εκπαιδευτικοί, οι συμβασιούχοι των δήμων, οι εργαζόμενοι στην οικοδομή και σε τεχνικά έργα, ενδεχομένως και οι εποχικοί του τουρισμού-επισιτισμού όταν περάσουμε στην καθολική εφαρμογή.

2. Μειώνει τη διάρκεια της επιδότησης για όλους του δικαιούχους του τακτικού επιδόματος ανεργίας που έχουν δουλέψει 9-25 μήνες.

3. Καταργεί το σημερινό επίδομα για μακροχρόνια άνεργους με χαμηλό οικογενειακό εισόδημα παραπέμποντάς τους στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.

Πού αποσκοπούν οι αποκλεισμοί από το επίδομα και οι περικοπές της διάρκειας καταβολής του; Ο βασικός σκοπός είναι η εξώθηση των πιο ευάλωτων ομάδων ανέργων στην αποδοχή χαμηλόμισθων θέσεων εργασίας και η τροφοδότηση μιας μόνιμης δεξαμενής χαμηλόμισθης εργασίας για τις επιχειρήσεις. Το νέο σύστημα επιδότησης ωθεί στην ίδια κατεύθυνση τους ανέργους και με δύο άλλες ουσιώδεις αλλαγές: την αισθητή μείωση των προσαυξήσεων του επιδόματος ανεργίας για τα προστατευόμενα μέλη οικογένειας -ιδίως όταν αυτά είναι πάνω από ένα- και την κατάργηση των προσαυξήσεων για τους πρώην μερικά απασχολούμενους.

Διαφορετική μεταχείριση επιφυλάσσει το νέο σύστημα στους ανέργους που έχουν προηγουμένως εργαστεί ως μισθωτοί πάνω από 2 έτη και 4 μήνες, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων είχαν συμβάσεις αορίστου χρόνου. Η διάρκεια επιδότησής αυτής της κατηγορίας μισθωτών αυξάνεται μεν πάνω από το σημερινό πλαφόν των 12 μηνών και μέχρι 24 μήνες, ανάλογα με τη διάρκεια της προηγούμενης απασχόλησης και τον αριθμό των ενσήμων τους, αλλά αφού έχει πρώτα καταργηθεί το επίδομα μακροχρόνιων ανέργων γι’ αυτούς με χαμηλό εισόδημα.

Επίσης κατά το πρώτο έτος επιδότησης το μέσο ύψος του επιδόματος ανεργίας παραμένει στο σημερινό επίπεδο: 55% του κατώτατου μισθού παρά τη διαφοροποίησή του ανά τρίμηνο (70%, 60%, 50%, 30% του κατώτατου μισθού), ενώ κατά το δεύτερο έτος επιδότησης τους παρέχεται ένα πολύ χαμηλό επίδομα-βοήθημα που ανέρχεται στο 30% και 20% του κατώτατου μισθού το πρώτο και δεύτερο εξάμηνο του έτους αντίστοιχα.

Από την ανωτέρω κατηγορία ανέργων που δικαιούνται επιδότησης πέραν των 12 μηνών, μόνο όσοι έχουν τουλάχιστον 4 έτη εργασίας δικαιούνται κατά το πρώτο έτος επιδότησης μια προσαύξηση στο σταθερό επίδομα, της οποίας το ύψος διαφέρει από άνεργο σε άνεργο ανάλογα με τη διάρκεια του χρόνου ασφάλισής του και του μέσου όρου των μηναίων αποδοχών του (μεταβλητό επίδομα).

Επειδή όμως, σύμφωνα με το νέο σύστημα τακτικής επιδότησης της ανεργίας, οι μέσες μηνιαίες αποδοχές υπολογίζονται στο σύνολο του ασφαλιστικού βίου και η συντριπτική πλειονότητα των άνεργων αυτής της κατηγορίας δεν μπορεί λογικά παρά να εμπίπτει στις δύο πρώτες κλίμακες αποδοχών του συστήματος (490 έως 1.668 ευρώ τον μήνα), φαίνεται ότι στην πράξη το συνολικό ύψος του επιδόματος ανεργίας που θα εισπράττουν οι άνεργοι κατά το πρώτο έτος επιδότησης θα κυμαίνεται μεταξύ 60% και 80,6% του κατώτατου μισθού κατά μέσο όρο (από 55% σήμερα) ανάλογα με το ύψος των αποδοχών και τα εργάσιμα έτη καθενός.

Προκύπτει λοιπόν ότι η βελτίωση του ύψους του επιδόματος θα είναι μικρή. Προκειμένου να δημιουργήσει υποστηρικτές της μεταρρύθμισης μεταξύ των ανέργων, περιόρισε τη συμμετοχή στην πιλοτική εφαρμογή μόνο σε αυτούς με τουλάχιστον τέσσερα έτη απασχόλησης, που θα είναι εξ αντικειμένου ωφελημένοι βγάζοντας προς το παρόν από το κάδρο τη σκοτεινή πλευρά της.

Συμπερασματικά, οι εκτιμώμενες επιπτώσεις της προωθούμενης μεταρρύθμισης του συστήματος τακτικής επιδότησης της ανεργίας φαίνεται ότι θα είναι δύο. Πρώτον, περικοπή δικαιωμάτων για τους επισφαλείς και ευάλωτους προσωρινά εργαζόμενους και μακροχρόνια ανέργους, που θα μειώσει περαιτέρω το πολύ χαμηλό ποσοστό επιδοτούμενων ανέργων στη χώρα.

Δεύτερον, διεύρυνση της διάρκειας επιδότησης για αρκετούς, αλλά πολύ περιορισμένη βελτίωση του ύψους του επιδόματος ανεργίας για τους περισσότερους εργαζόμενους αορίστου χρόνου που μένουν άνεργοι, λόγω της άρνησης της κυβέρνησης να συνδέσει το ύψος του επιδόματος ανεργίας με αυτό του τελευταίου μισθού. Εν τέλει οι περικοπές δικαιωμάτων φαίνεται να αφορούν πολλούς, ενώ οι αυξήσεις λιγότερους.

Η Μαρία Καραμεσίνη είναι Καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρώην διοικήτρια ΟΑΕΔ

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ