Πέρυσι, επ’ ευκαιρία των 50 χρόνων από τη Μεταπολίτευση, έγινε αποτίμηση των κοινωνικών κατακτήσεων σε πολλούς τομείς. Mια από τις σημαντικότερες κατακτήσεις της τελευταίας πεντηκονταετίας στον τομέα της ισότητας των φύλων, είναι η «αθόρυβη επανάσταση» που συνιστά η σταθερή ένταξη των γυναικών στην αμειβόμενη εργασία και η μείωση των έμφυλων ανισοτήτων στον καταμερισμό της εργασίας.
Η «αθόρυβη επανάσταση» δρομολογήθηκε με την πτώση της χούντας και είχε έξι προσδιοριστικούς παράγοντες α) τη σταδιακή μετατροπή της ελληνικής οικονομίας σε οικονομία υπηρεσιών, β) την ανάγκη των ιδιωτικών επιχειρήσεων για περισσότερο και ευέλικτο εργατικό δυναμικό, γ) την αύξηση της απασχόλησης στο δημόσιο τομέα, λόγω της διείσδυσης του κράτους στην οικονομία και την ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους, δ) την άνοδο του εκπαιδευτικού επιπέδου των γυναικών ε) την ανάπτυξη του δεύτερου κύματος του φεμινιστικού κινήματος μετά την πτώση της χούντας, και στ) την ευρωπαϊκή νομοθεσία και πολιτική ισότητας των φύλων, που επηρέασαν την εθνική νομοθεσία και πολιτική για την ισότητα από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ μέχρι σήμερα.
Ως αποτέλεσμα της «αθόρυβης επανάστασης», οι γυναίκες έχουν σήμερα υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο σε σχέση με τους άνδρες και έχουν εισέλθει μαζικά στα επαγγέλματα κύρους. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, το 60% των αποφοίτων της ανώτατης εκπαίδευσης είναι γυναίκες, ενώ το ίδιο ισχύει σήμερα για το 56% των εργαζόμενων στα επιστημονικά και καλλιτεχνικά επαγγέλματα και το 48% των εργαζόμενων στο δημόσιο, με αντίκτυπο στη βελτίωση της ποιότητας της εργασίας των μορφωμένων γυναικών.
Όμως, παρά τις σημαντικές κατακτήσεις των τελευταίων 50 ετών, η Ελλάδα έχει σήμερα το δεύτερο χαμηλότερο γυναικείο ποσοστό απασχόλησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά την Ιταλία, και το δεύτερο υψηλότερο γυναικείο ποσοστό ανεργίας μετά την Ισπανία. Γι’ αυτές τις θλιβερές επιδόσεις ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό η δραματική ύφεση που προκάλεσαν η οικονομική κρίση του 2008, η χρεοκοπία της χώρας και τα μνημόνια που μείωσε δραματικά την απασχόληση και αύξησε την ανεργία ανδρών και γυναικών. Πριν το 2008, η κύρια αιτία του χαμηλού ποσοστού γυναικείας απασχόλησης ήταν η κυριαρχία του οικογενειακού μοντέλου του άνδρα κουβαλητή και της γυναίκας νοικοκυράς στα λαϊκά νοικοκυριά, ως αποτέλεσμα όχι μόνο της ηγεμονίας της πατριαρχικής ιδεολογίας και των κοινωνικών στερεοτύπων στις λαϊκές τάξεις, αλλά και της έλλειψης ευκαιριών απασχόλησης για τις γυναίκες με χαμηλό και μεσαίο εκπαιδευτικό επίπεδο. Περιορισμένες ευκαιρίες αντιμετώπιζαν περισσότερο οι μητέρες, που υφίσταντο διακρίσεις πρόσληψης από τους εργοδότες ιδίως των μικρών επιχειρήσεων.
Οι παραπάνω αιτίες εξηγούν επίσης γιατί η χώρα μας έχει τις μεγαλύτερες ανισότητες φύλου στην ΕΕ ως προς την απασχόληση και την ανεργία και το έκτο μεγαλύτερο χάσμα φύλου ως προς τον χρόνο που δαπανάται στην απλήρωτη οικιακή εργασία. Συνεπώς, ο στόχος της έμφυλης ισότητας στην αμειβόμενη και στη μη αμειβόμενη εργασία παραμένει μακρινός.
Τα έξι τελευταία χρόνια οι εξελίξεις είναι αντιφατικές. Καταρχάς, το γυναικείο ποσοστό απασχόλησης έχει αυξηθεί θεαματικά και ξεπεράσει κατά πολύ το επίπεδο του 2008, αντίθετα με το ανδρικό που υπολείπεται αρκετά. Όμως η αύξηση αφορά μόνο τις Ελληνίδες, διότι το ποσοστό απασχόλησης των μεταναστριών δεν έχει καθόλου ανακάμψει από την καθίζηση που υπέστη κατά τη διάρκεια των μνημονίων, βάζοντάς τες σε εξαιρετικά δύσκολη θέση.
Επίσης, με την ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής οδηγίας για την εξισορρόπηση εργασίας και οικογενειακής ζωής στο εθνικό δίκαιο, η κυβέρνηση βελτίωσε μεν τις γονικές άδειες αλλά αυτές αξιοποιούνται κυρίως στο δημόσιο τομέα. Διότι, θεσμοθετώντας την πλήρη ελαστικοποίηση του χρόνου εργασίας με ατομικές συμβάσεις και απόφαση του εργοδότη, οι νόμοι Χατζηδάκη και Γεωργιάδη εμποδίζουν τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα να ανταπεξέρχονται στις οικογενειακές τους υποχρεώσεις, βλάπτοντας κυρίως τις μητέρες.
Τέλος, οι έμφυλες μισθολογικές ανισότητες αυξήθηκαν τα τελευταία χρόνια. Το 2023, οι ετήσιες αμοιβές των γυναικών ήταν, κατά μέσο όρο, 20% χαμηλότερες από αυτές των ανδρών, έναντι 17% το 2018, ενώ το έμφυλο μισθολογικό χάσμα στην Ελλάδα βρίσκονταν πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Στη διεύρυνση του χάσματος συνετέλεσε η επικράτηση της ατομικής διαπραγμάτευσης των όρων της σύμβασης εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, λόγω υπονόμευσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Εν κατακλείδι, ο δρόμος της ισότητας είναι δύσβατος και εξαρτάται από τη γενικότερη κατάσταση και το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας.