Macro

Μαρία Καραμεσίνη: Νεοφιλελευθερισμός, χρεοκοπία και αναπτυξιακά αδιέξοδα

Στα πενήντα χρόνια από τη Μεταπολίτευση, το ελληνικό αναπτυξιακό μοντέλο έχει υποστεί τεράστιες αλλαγές. Η πτώση της χούντας, οι συνδικαλιστικοί και κοινωνικοί αγώνες και οι κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης, η είσοδος στην ΕΟΚ και το άνοιγμα της οικονομίας στον διεθνή ανταγωνισμό, η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και ο εκδημοκρατισμός των θεσμών ταυτόχρονα με την αναπαραγωγή του κομματικού-πελατειακού κράτους, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών τάξεων και των μεσοστρωμάτων, η διεύρυνση των εργασιακών δικαιωμάτων και η ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους χωρίς διεύρυνση της φορολογικής βάσης, η μείωση του ποσοστού κέρδους και η επέκταση της φοροδιαφυγής, ο πληθωρισμός και η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας μέσω υποτιμήσεων, συνέπεσαν με την αποβιομηχάνιση της οικονομίας κατά τη διάρκεια των υφέσεων των αρχών του ’80 και του ’90, με τη σταδιακή μετατροπή της σε οικονομία υπηρεσιών που απασχολεί άφθονο γυναικείο εργατικό δυναμικό, με τη δραστική μείωση του πλεονάσματος και την αντιστροφή του ισοζυγίου εισαγωγών-εξαγωγών αγροτικών προϊόντων, και με τη στασιμότητα των επενδύσεων, της παραγωγικότητας και της ανάπτυξης μεταξύ 1980 και 1993.
 
Επί κυβέρνησης Κωσταντίνου Μητσοτάκη (1990-1993) σημειώνεται η πρώτη μεγάλη ήττα της εργατικής τάξης. Καταργείται η αυτόματη τιμαριθμική προσαρμογή των μισθών και ο μέσος πραγματικός μισθός μειώνεται κατά 12%, επιστρέφοντας στο επίπεδο του 1977. Το μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ, που είχε ξεκινήσει το 1974 από 51% για να φτάσει στο κορυφαίο επίπεδο του 58% το 1983, πέφτει από το 55,5% το 1989 στο 48% το 1993. Δεκαπέντε χρόνια μετά, το 2008, είχε ανέλθει στο 52%.
 
Τη δεκαπενταετία 1994-2008, η νέα φάση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η Ενιαία Αγορά, η προετοιμασία της χώρας για την ένταξη στην ευρωζώνη και ο πακτωλός των ευρωπαϊκών πόρων που δόθηκαν ως αντιστάθμισμα, η απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων και η μείωση των επιτοκίων, καθώς και τα φτηνά εργατικά χέρια των μεταναστών που ήρθαν μαζικά στη χώρα, «παρήγαγαν» ισχυρή ανάπτυξη, που όμως οδήγησε στο γκρεμό: στη μεγαλύτερη οικονομική κρίση σε καιρό ειρήνης στην παγκόσμια ιστορία, σε μια τεράστια κοινωνική κρίση και οπισθοδρόμηση, και σε μια δεύτερη σαρωτική ήττα την εργατική τάξη της χώρας.
 
Εξαρχής πίστευα και συνεχίζω να θεωρώ, ότι η ελληνική Μεγάλη Ύφεση, την οποία πυροδότησε το 2009 η κρίση δημοσίου χρέους, υπήρξε πρωτίστως παραγωγική-αναπτυξιακή, δευτερευόντως δημοσιονομική, και κατεξοχήν πολιτική.
 
Διότι τα δίδυμα ελλείμματα (εξωτερικό και δημοσιονομικό) είναι αποτέλεσμα της «εύκολης ανάπτυξης» της «χρυσής δεκαπενταετίας», η οποία στηρίχθηκε στον τουρισμό, στη ναυτιλία, στις ιδιωτικοποιήσεις, στην κατασπατάληση των πόρων των Κοινοτικών Πακέτων Στήριξης, στις επενδύσεις των ιδιωτών σε χρηματιστήριο και κατοικίες και του κράτους στις κατασκευές των Ολυμπιακών Αγώνων, και σε αμυντικούς εξοπλισμούς με φτηνό δανεικό χρήμα. Και είναι αποτέλεσμα της αμεριμνησίας όλων των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ και των πολιτικών ελίτ του δικομματισμού, που ασμένως προσχώρησαν στην νεοφιλελεύθερη αντίληψη μιας ανάπτυξης στηριγμένης στις διεθνείς χρηματαγορές, στο ξένο τραπεζικό και πολυεθνικό κεφάλαιο και τα κρατικά funds των εμίρηδων, που αθρόα εξαγόραζαν ιδιωτικές κερδοφόρες και κρατικές επιχειρήσεις στρατηγικού χαρακτήρα. Μιας ανάπτυξης χωρίς σοβαρή βιομηχανική και τεχνολογική πολιτική και αντίστοιχους θεσμούς.
 
Το ίδιο ακριβώς αναπτυξιακό μοντέλο, στην πιο ακραία νεοφιλελεύθερη εκδοχή, προωθεί η σημερινή κυβέρνηση, ατενίζοντας το εξωτερικό έλλειμμα να εκτοξεύεται, ενώ θριαμβολογεί για τους ρυθμούς ανάπτυξης, διαχειριζόμενη τον νέο πακτωλό ευρωπαϊκών πόρων. Επιπλέον, έχει μεριμνήσει συστηματικά τα τελευταία χρόνια ώστε η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και η διάλυση του κοινωνικού κράτους που επέβαλαν τα Μνημόνια να ολοκληρωθούν και να επεκταθούν. Ύστερα από δεκαπέντε χρόνια αλλεπάλληλων κρίσεων και με το μερίδιο των μισθών στο 47% το 2023, ποιος να θυμάται το «κοινωνικό συμβόλαιο της Μεταπολίτευσης»; Φαίνεται όμως ότι ξεχνάμε ακόμα και το τι οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία.
 
Η Μαρία Καραμεσίνη είναι καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας και της Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο πανεπιστήμιο