Η μεταπολίτευση υπήρξε τομή στη σύγχρονη πολιτική και κοινωνική ιστορία της Ελλάδας. Επανέφερε το δημοκρατικό πολίτευμα, κατάργησε τη βασιλεία και απελευθέρωσε μια τεράστια κοινωνική δυναμική και διαθεσιμότητα των πολιτών για κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες και δράση με στόχο την κατοχύρωση νέων δικαιωμάτων και ελευθεριών και την πολιτική αλλαγή με όραμα το σοσιαλισμό. Η δυναμική αυτή διατηρήθηκε επί μια δεκαπενταετία και έφερε αλλαγές στο κράτος, στην οικονομία, στην κοινωνία.
Η κοινωνική δυναμική της μεταπολίτευσης εκφράστηκε με την έκρηξη ποικίλων κοινωνικών κινημάτων με προτάγματα την απελευθέρωση, την ισότητα και τη δικαιοσύνη. Το γυναικείο και φεμινιστικό κίνημα αναγεννήθηκε και γνώρισε μεγάλη άνθιση, ασκώντας σφοδρή κριτική σε όλες τις μορφές καταπίεσης και υποτίμησης των γυναικών στις προσωπικές τους σχέσεις, στην οικογένεια και στην κοινωνία και σε όλες τις εκφάνσεις της πατριαρχίας, της ανδρικής εξουσίας και των προνομίων.
Έβαλε στο στόχαστρο την ανδρική βία και τις σεξιστικές συμπεριφορές, προώθησε την αντισύλληψη, τη σεξουαλική απελευθέρωση και τον αυτοπροσδιορισμό, τη μητρότητα ως επιλογή και όχι ως καταναγκασμό, τον ίσο καταμερισμό της οικιακής εργασίας μεταξύ ανδρών και γυναικών και την οικονομική ανεξαρτησία γυναικών και διεκδίκησε νομοθετικές αλλαγές. Ως αποτέλεσμα, μεταρρυθμίστηκε το οικογενειακό δίκαιο, νομιμοποιήθηκε η έκτρωση, βελτιώθηκε η νομοθεσία για τον βιασμό.
Οι ιδεολογικές και πολιτικές μετατοπίσεις της μεταπολίτευσης έφεραν το 1981 για πρώτη φορά στην κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ, που ίδρυσε τη Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων, ενσωμάτωσε στο εθνικό δίκαιο τις Οδηγίες της ΕΟΚ για την ισότητα ανδρών και γυναικών στις εργασιακές σχέσεις και την κοινωνική ασφάλιση και πέρασε προοδευτική νομοθεσία για την ισότητα, αφήνοντας πίσω ταυτόχρονα πολλά και σημαντικά κενά.
Υπάρχει τέλος μια κορυφαίας σημασίας κοινωνική αλλαγή στην οποία συνέβαλε η μεταπολίτευση, αλλά έχει μείνει στη σκιά γιατί δεν αποδίδεται σε αυτήν. Πρόκειται για τη μαζική είσοδο και τη σταθερή ένταξη των γυναικών στην αμειβόμενη εργασία, μια κοινωνική αλλαγή μακράς διάρκειας, που πυροδοτήθηκε στη χώρα μας το 1974-1979, επιταχύνθηκε τις δεκαετίες του 1980, 1990 και 2000, οπισθοδρόμησε δραματικά την περίοδο 2008-2013 και επανάκαμψε έκτοτε για να επανέλθει στο σημείο του 2008 μόλις το 2022.
Στη μαζική είσοδο και σταθερή ένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας δεν συντέλεσαν μόνο το γυναικείο/φεμινιστικό κίνημα και οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις της μεταπολίτευσης, αλλά και οι δραστικές αλλαγές στην οικονομία, το κράτος, το εκπαιδευτικό σύστημα που αυτή επέφερε.
Από την πρώτη φάση της μεταπολίτευσης, η οικονομία μπήκε σε τροχιά τριτογενοποίησης, με την μεγέθυνση του τομέα των υπηρεσιών. Οι ιδιωτικές υπηρεσίες επεκτάθηκαν λόγω της αύξησης των μισθών και των λαϊκών εισοδημάτων, της συνεχιζόμενης αστικοποίησης και της ανόδου του τουρισμού. Ταυτόχρονα, η μεταπολίτευση έφερε την επέκταση της δημόσιας διοίκησης, της εκπαίδευσης και του κοινωνικού κράτους, μαζί και τη δημιουργία χιλιάδων θέσεων εργασίας στις δημόσιες υπηρεσίες. Τέλος, η μεταπολίτευση προώθησε τη γενίκευση της ανώτατης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και τη μαζικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης. Η είσοδος των κοριτσιών στο πανεπιστήμιο ήταν ραγδαία, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του 1990 άρχισαν να υπερισχύουν στους απόφοιτους.
Εντέλει, τις δεκαετίες του 1980, 1990 και 2000 δημιουργήθηκαν πάνω από ένα εκατομμύριο νέες θέσεις εργασίας για γυναίκες στις υπηρεσίες. Τα δύο τρίτα ήταν ευέλικτες χαμηλόμισθες ή μέτρια αμειβόμενες μισοειδικευμένες δουλειές στον ιδιωτικό τομέα, ενώ το ένα τρίτο σταθερές και καλά αμειβόμενες θέσεις στον δημόσιο τομέα. Τις μεν κατέλαβαν γυναίκες με χαμηλό ή μεσαίο εκπαιδευτικό επίπεδο, τις δε οι γυναίκες πτυχιούχοι.
50 χρόνια μετά την πτώση της χούντας, οι γυναίκες έχουν πλέον υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο σε σχέση με τους άνδρες και είναι η πλειοψηφία των εργαζομένων στα επιστημονικά και καλλιτεχνικά επαγγέλματα. Το 2022 οι γυναίκες ήταν το 59% των αποφοίτων προπτυχιακών σπουδών, το 64% αυτών που πήραν δίπλωμα Μάστερ, το 50% αυτών που αναγορεύτηκαν διδάκτορες και το 56% των εργαζόμενων στα επιστημονικά και καλλιτεχνικά επαγγέλματα. Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις της μεταπολίτευσης στο πεδίο της ισότητας των φύλων.
Ταυτόχρονα η Ελλάδα είναι ουραγός στην Ε.Ε. ως προς τις επιδόσεις των γυναικών και τις έμφυλες ανισότητες στην αγορά εργασίας. Έχει το δεύτερο χαμηλότερο γυναικείο ποσοστό απασχόλησης στην Ε.Ε., τις μεγαλύτερες ανισότητες φύλου στην ανεργία, το πέμπτο μεγαλύτερο χάσμα φύλου ως προς το χρόνο που δαπανάται στην απλήρωτη οικιακή εργασία. Η δραματική οπισθοδρόμηση που προκάλεσαν η οικονομική κρίση του 2008, η χρεοκοπία της χώρας και η ύφεση που προκάλεσαν τα Μνημόνια ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για αυτές τις θλιβερές επιδόσεις.
Συνεπώς, παρά τις κατακτήσεις της μεταπολίτευσης, το στοίχημα της ισότητας των φύλων αποτελεί ακόμα στη χώρα μας τεράστια πρόκληση.
*Μαρία Καραμεσίνη. Καθ. Οικονομικών της Εργασίας και της Κοινωνικής Πολιτικής. Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο. Διευθύντρια του Εργαστηρίου Σπουδών Φύλου. Πρόεδρος Επιτροπής Ισότητας των Φύλων και Καταπολέμησης των Διακρίσεων του Παντείου Πανεπιστημίου