Η αύξηση του κατώτατου μισθού και ωρομισθίου κατά 9,4% από την πρώτη Απριλίου, που ανακοινώθηκε από τον κ. Χατζηδάκη την περασμένη Παρασκευή, επανέφερε για λίγο το ενδιαφέρον μας στο ζήτημα της ακρίβειας και των κοινωνικών της επιπτώσεων, από το οποίο μας είχε αποσπάσει το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών. Αν και το ύψος της αύξησης δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέο για το 25% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα που αμείβονται με τα κατώτατα όρια αμοιβών και βλέπουν τον μισθό τους να εξανεμίζεται στα μέσα του μήνα (19% των πλήρως και 41,5% των μερικώς απασχολούμενων), αυτή δεν θα βάλει τέλος στο κύμα φτωχοποίησης των μισθωτών, που οφείλεται στην εκτόξευση του πληθωρισμού μετά την κρίση της πανδημίας. Εξηγώ το γιατί.
Καταρχάς, από το ξεκίνημα της ενεργειακής κρίσης που πυροδότησε την άνοδο του πληθωρισμού τον Σεπτέμβριο του 2021 μέχρι σήμερα, η συνολική μείωση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού με βάση τον επίσημο πληθωρισμό των ετών 2021-22 (12,1%) ανέρχεται σε 5%, δεδομένου ότι η σωρευτική αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 9,7% το 2022 ισοδυναμούσε με 7,1% σε ετήσια βάση. Με την τρίτη κατά σειρά αύξηση του Απριλίου, η κυβέρνηση –χωρίς να το ομολογεί– ήρθε εκ των υστέρων σιωπηλά να «αναγνωρίσει» τη μείωση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού από την αρχή της κρίσης, παρά τις δύο αυξήσεις στις οποίες είχε προβεί το 2022, προσθέτοντας σ’ αυτήν την τελευταία εκτίμηση για τον πληθωρισμό του 2023 (4,3%), που ανακοίνωσε την Τρίτη ο κ. Σταϊκούρας.
Και με τον μέσο μισθό;
Όλα καλά δηλαδή; Όχι βέβαια. Η αναγγελθείσα αύξηση κατά 9,4% δεν καλύπτει τις πραγματικές απώλειες αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού. Αυτές ήταν 14% κατά μέσο όρο μεταξύ Σεπτεμβρίου 2021 και Δεκεμβρίου 2022, με βάση τις εκτιμήσεις του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, λόγω του μεγαλύτερου πραγματικού πληθωρισμού που αντιμετωπίζουν τα φτωχά νοικοκυριά, επειδή δαπανούν συγκριτικά μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους για έξοδα στέγασης και τρόφιμα. Σημειωτέον, ότι το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ χρησιμοποιεί την ίδια μεθοδολογία με αυτήν της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που τον περασμένο Δεκέμβρη δημοσίευσε εκτιμήσεις του «πραγματικού πληθωρισμού» (effective inflation) για τα φτωχά νοικοκυριά της ευρωζώνης.
Συνεπώς, η πρωταπριλιάτικη αύξηση του 9,4% μετριάζει μεν την ένταση, χωρίς όμως να ανακόπτει τη διαδικασία περαιτέρω φτωχοποίησης των πιο χαμηλόμισθων μισθωτών που συνδέεται με την υλική στέρηση βασικών αγαθών, όταν διαμένουν σε νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος.
Όμως η εστίαση της προσοχής στην αύξηση του κατώτατου μισθού αφήνει εκτός του κάδρου τον μέσο μισθό. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το μισθολογικό κόστος, που δημοσιεύτηκαν μερικές ώρες μετά τη συνέντευξη του κ. Χατζηδάκη, το μέσο ωρομίσθιο στην οικονομία αυξήθηκε μόλις 2,1% το 2021-22, χάνοντας συνολικά 10% της αγοραστικής του δύναμης λόγω του πληθωρισμού.
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε ένα φαινόμενο φτωχοποίησης του συνόλου των μισθωτών της χώρας, που στενάζουν κάτω από το βάρος στεγαστικών και άλλων δανείων και ανεξόφλητων οφειλών, λόγω της ακρίβειας που προκάλεσαν, αφενός η ενεργειακή κρίση και η διαχείριση του πληθωρισμού από την κυβέρνηση, αφετέρου η συστηματική υπονόμευση από την τελευταία όλα τα προηγούμενα χρόνια των συλλογικών διαπραγματεύσεων, του δικαιώματος της απεργίας και της συνδικαλιστικής δράσης, που ευθύνεται για την καθήλωση των μισθών.
Το «φάντασμα» μιας νέας κρίσης
Ο πληθωρισμός και η διαχείρισή του είναι κατεξοχήν μηχανισμοί αναδιανομής του εισοδήματος μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, όπως και μεταξύ διαφορετικών μερίδων του κεφαλαίου και άλλων κοινωνικών τάξεων. Η διαχείριση του πληθωρισμού από την κυβέρνηση Μητσοτάκη αντανακλά ξεκάθαρα το ταξικό της πρόσημο. Αρνήθηκε να ελέγξει την κερδοσκοπία ολιγοπωλίων και μεσαζόντων και την αισχροκέρδεια στον ενεργειακό τομέα και στο κύκλωμα εμπορίας αγροτικών προϊόντων και τροφίμων και να ενεργοποιήσει τη μείωση των έμμεσων φόρων για την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, οδηγώντας σε απόγνωση όχι μόνο τα μισθοσυντήρητα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα αλλά και τους αγρότες ή άλλους μικροπαραγωγούς, που δεν έχουν την ευχέρεια μετακύλισης του αυξημένου κόστους της ενέργειας, των καυσίμων και των πρώτων υλών στις τιμές. Ταυτόχρονα επέλεξε να αυξάνει εκ των υστέρων και ανεπαρκώς τον κατώτατο μισθό για τους χαμηλόμισθους, φροντίζοντας να παραμένουν καθηλωμένοι οι υπόλοιποι μισθοί, και να παρέχει αποσπασματικά μέτρα μερικής «ανακούφισης» των νοικοκυριών με τα κάθε λογής ad hoc επιδόματα (pass) και «καλάθια».
Η κρίση του κόστους ζωής (ακρίβεια) δεν έχει ακόμα κάνει τον κύκλο της ούτε στην Ελλάδα ούτε διεθνώς. Η συνεχιζόμενη αύξηση των επιτοκίων από όλες τις Κεντρικές Τράπεζες του κόσμου και την ΕΚΤ με σκοπό την καταπολέμηση του πληθωρισμού μέσω της επιβράδυνσης των οικονομιών και το φάντασμα μιας νέας διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης απειλούν άμεσα την ελληνική οικονομία και κοινωνία και τους μισθωτούς της χώρας, που έχουν ήδη υποστεί από τον Σεπτέμβριο του 2021 πλήγμα στο βιοτικό τους επίπεδο από μια αντιλαϊκή κυβερνητική πολιτική.
Η εξυγίανση της λειτουργίας των αγορών ενέργειας και τροφίμων, με την πάταξη της κερδοσκοπίας και της αισχροκέρδειας, και η μείωση των έμμεσων φόρων, η πλήρης ανάκτηση της αγοραστικής δύναμης και η ενίσχυση του κατώτατου μισθού, η τιμαριθμική προσαρμογή των μισθών στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα και η αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων αποτελούν βασικές προϋποθέσεις ανάσχεσης της διαδικασίας φτωχοποίησης των μισθωτών και αντιστροφής της τάσης μείωσης του μεριδίου των μισθών στο ΑΕΠ, που επέφερε η κρίση του κόστους ζωής τα δύο τελευταία χρόνια.
Μαρία Καραμεσίνη