Macro

Μαρία Καραμεσίνη: Κατώτατοι μισθοί, συλλογικές διαπραγματεύσεις και κοινωνική Ευρώπη

Η νεοφιλελεύθερη ενοποίηση της ΕΕ έχει ως αφετηρία την Συνθήκη του Μάαστριχτ, που υπογράφτηκε το 1992 και έθεσε ως στόχο την οικονομική και νομισματική ενοποίηση της ΕΕ στη βάση του κοινού νομίσματος και της δημοσιονομικής πειθαρχίας των συμμετεχόντων στην ΟΝΕ σε χαμηλά ελλείμματα και δημόσιο χρέος. Εξίσου σημαντικό ήταν το σκέλος της δημιουργίας και εμβάθυνσης της ενιαίας αγοράς, η μείωση των εξωτερικών δασμών της ΕΕ και η αναγόρευση του εργατικού κόστους ως βασικού στοιχείου διατήρησης της ανταγωνιστικότητας των ανοιχτών στον διεθνή ανταγωνισμό οικονομιών των κρατών-μελών και της προσαρμογής τους σε τυχόν εξωτερικά ελλείμματα.
 
Αν και η διαμόρφωση των μισθών αποτελεί ιερή και απαραβίαστη αρμοδιότητα των κοινωνικών ανταγωνιστών και του κράτους σε εθνικό επίπεδο, οι έμμεσες πιέσεις που άσκησε η παραπάνω λογική της νεοφιλελεύθερης οικοδόμησης της ΕΕ, οδήγησε σε τρεις εξελίξεις. Η πρώτη ήταν η αύξηση των πραγματικών μισθών με αργούς ρυθμούς, κατώτερους αυτών της παραγωγικότητας της εργασίας, με αποτέλεσμα την αναδιανομή του εισοδήματος εις βάρος των μισθωτών και υπέρ του κεφαλαίου. Το μερίδιο των κερδών στο ΑΕΠ γνώρισε τεράστια άνοδο μεταξύ 1993 και 2007. Μετά την απότομη μείωσή του στην ύφεση του 2008-2009, παρέμεινε σταθερό επί μια δεκαετία, μέχρι την έναρξη της πανδημίας του Covid-19. Στην κρίση του κόστους ζωής των τελευταίων ετών σημείωσε εκ νέου άνοδο, ως αποτέλεσμα του πληθωρισμού απληστίας.
 
Η δεύτερη εξέλιξη ήταν η επέκταση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, που δημιούργησε ένα τμήμα της αγοράς εργασίας που συγκεντρώνει χαμηλόμισθους εργαζόμενους μειωμένων δικαιωμάτων, πλειοψηφικά γυναίκες, νέους και μετανάστες. Ως αποτέλεσμα, η εργατική τάξη κατακερματίσθηκε και οι ανισότητες μεταξύ μισθωτών διευρύνθηκαν. Η τρίτη εξέλιξη ήταν η δραματική μείωση του ποσοστού των συνδικαλισμένων μισθωτών (συνδικαλιστική πυκνότητα), που ευτυχώς συνοδεύτηκε από μικρότερη πτώση του βαθμού κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΣΣΕ). Η ένταξη στην ΕΕ των χωρών της ανατολικής Ευρώπης το 2004 και η αποκαθήλωση του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων στην Ελλάδα με τα Μνημόνια μετά το 2010, διαμόρφωσαν μία ομάδα χωρών της ΕΕ με πολύ χαμηλό βαθμό κάλυψης.
 
Έπρεπε να έρθει το Brexit και ο φόβος διάλυσης της ΕΕ, η άνοδος της άκρας δεξιάς και η πρωτοφανής κρίση της πανδημίας, για να αναζωογονηθεί η ιδέα της κοινωνικής εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης, με την υιοθέτηση του Ευρωπαϊκού Πυλώνα των Κοινωνικών Δικαιωμάτων το 2017 και σειράς εφαρμοστικών Οδηγιών τα επόμενα χρόνια. Μια από αυτές είναι η Οδηγία του 2022 για τους «επαρκείς κατώτατους μισθούς, που αποτελεί κομβικής σημασίας εξέλιξη για δύο κυρίως λόγους.
 
Πρώτον, για πρώτη φορά στην ιστορία της ΕΕ, μια Οδηγία αποσκοπεί ρητά όχι μόνο στη σημαντική αύξηση του επιπέδου και του πεδίου εφαρμογής των κατώτατων μισθών στην ΕΕ, με την υπόδειξη ο κατώτατος μισθός να αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 60% του διάμεσου ή στο 50% του μέσου μισθού κάθε χώρας, αλλά και στην ενίσχυση των συστημάτων συλλογικών διαπραγματεύσεων. Τα κράτη μέλη με βαθμό κάλυψης των μισθωτών από ΣΣΕ χαμηλότερο του 80% θα πρέπει να καταθέτουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή εθνικό σχέδιο δράσης για την βαθμιαία άνοδο του ποσοστού μέχρι την επίτευξη του στόχου.
 
Δεύτερον, η Οδηγία αντιπροσωπεύει μια θεμελιώδη αλλαγή παραδείγματος στην ευρωπαϊκή πολιτική για την εργασία. Πριν από λίγο καιρό, η Επιτροπή θεωρούσε τους επαρκείς κατώτατους μισθούς και τα ισχυρά συστήματα συλλογικών διαπραγματεύσεων ως θεσμικούς φραγμούς στη λειτουργία των ελεύθερων αγορών με αρνητικό αντίκτυπο στο κόστος εργασίας, άρα στην ανταγωνιστικότητα, στην ανάπτυξη και την απασχόληση.
 
Μετά την κρίση δημόσιου χρέους του 2010, οι θεσμοί της ΕΕ και το ΔΝΤ (τρόικα), επέβαλαν στις υπερχρεωμένες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, με ακραία περίπτωση την Ελλάδα, πάγωμα ή ακόμη και τη μείωση των κατώτατων μισθών καθώς και την αποδυνάμωση των συστημάτων συλλογικών διαπραγματεύσεων. Τώρα η προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι ακριβώς η αντίθετη: με την αναβάθμιση των κατώτατων μισθών και την επέκταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ο κύριος στόχος είναι να ενισχυθεί η διαπραγματευτική θέση των εργαζομένων και να αυξηθούν οι μισθοί.
 
Στην Ελλάδα, με βαθμό κάλυψης μισθωτών από ΣΣΕ 15% ή 29%, ανάλογα με την πηγή εκτίμησης, η Οδηγία αποτελεί σημαντικό όπλο του συνδικαλιστικού κινήματος για να ανακτήσει ισχύ και να διεκδικήσει αξιοπρεπείς μισθούς, όρους και συνθήκες εργασίας τα επόμενα χρόνια. Μαζί με την Οδηγία του 2023 «για τη διαφάνεια των αμοιβών», που αποσκοπεί στην ενίσχυση της εφαρμογής της αρχής της ίσης αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών, μπορεί επιπλέον να συμβάλει στη μείωση του έμφυλου μισθολογικού χάσματος.
 
Για όλους τους παραπάνω λόγους, η Οδηγία σηματοδοτεί έναν σημαντικό σταθμό στην πορεία προς μια περισσότερο κοινωνική Ευρώπη, την οποία επιδιώκει η Νέα Αριστερά και για την οποία παλεύει επί δεκαετίες η ευρωπαϊκή Αριστερά.
 
Μαρία Καραμεσίνη