Το τελευταίο τρίμηνο του 2023, δεκαπέντε χρόνια μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης του 2008, οι θέσεις εργασίας στην ελληνική οικονομία ήταν 415 χιλιάδες λιγότερες και το ποσοστό ανεργίας τρεις μονάδες υψηλότερο (10,5%) έναντι εκείνου του τελευταίου τριμήνου του 2008 (7,8%). Ταυτόχρονα, προτού η χώρα ξεμπερδέψει με τη μαζική ανεργία, με το τελευταίο νομοσχέδιο του 2023 που ψήφισε η Βουλή τον περασμένο Δεκέμβριο, η κυβέρνηση έδωσε τη δυνατότητα σε εργαζόμενους μετανάστες χωρίς νόμιμα χαρτιά να αποκτήσουν άδεια διαμονής για τρία χρόνια, λαμβάνοντας υπόψη τις ολοένα διογκούμενες μετά την κρίση της πανδημίας ελλείψεις εργατικού δυναμικού σε επαγγέλματα χαμηλής ειδίκευσης.
Η δημοσιογραφική και επιστημονική έρευνα για τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού έχει εδραιώσει τα τελευταία χρόνια τη διάκριση μεταξύ της στενότητας εργαζόμενων χαμηλής ειδίκευσης κυρίως στην αγροτική οικονομία, τον τουρισμό, τις κατασκευές, το εμπόριο και τις μεταφορές, που προκαλεί ζήτηση για «εισαγωγή» μεταναστών, και της έλλειψης εργαζόμενων υψηλών δεξιοτήτων, που οφείλεται στη φυγή ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, η οποία ξεκίνησε το 2010 με την επιβολή του πρώτου Μνημονίου και συνεχίζεται και απαιτεί πολιτικές αναχαίτισης του brain drain και brain gain.
Ωστόσο, η παραπάνω διάκριση δεν βοηθάει στο να αντιληφθούμε ένα γεγονός που έχει περάσει απαρατήρητο. Η «μεγάλη φυγή» της περιόδου των Μνημονίων είναι η βασική αιτία όχι μόνο για τη σημερινή στενότητα εργατικού δυναμικού υψηλών δεξιοτήτων (πχ. πληροφορικάριοι) αλλά και εργαζομένων στα επαγγέλματα χαμηλής ή μεσαίας ειδίκευσης. Διότι τότε δεν αποχώρησε από τη χώρα μόνο το νεανικό επιστημονικό δυναμικό της για να αποφύγει την ανεργία και την έλλειψη επαγγελματικής προοπτικής, αλλά και πάρα πολλές χιλιάδες μετανάστες-ριες μαζί με τις οικογένειές τους, που έχασαν τις δουλειές τους λόγω της κατάρρευσης της οικοδομής και του πλήγματος που υπέστησαν η εστίαση, το εμπόριο και η ζήτηση οικιακών υπηρεσιών, ως αποτέλεσμα της εκπτώχευση των νοικοκυριών της «μεσαίας τάξης».
Το μεγάλο κύμα εξωτερικής μετανάστευσης την περίοδο των Μνημονίων και η μείωση των γεννήσεων τις προηγούμενες δεκαετίες, επέφεραν τη συρρίκνωση του πληθυσμού ηλικίας 20-44 ετών κατά ένα εκατομμύριο και του εργατικού δυναμικού κατά 835 χιλιάδες μεταξύ 2008 και 2023. Αντίθετα, ο πληθυσμός και το εργατικό δυναμικό 45-64 ετών αυξήθηκαν κατά 247 χιλιάδες και 489 χιλιάδες αντίστοιχα. Στη μεγέθυνση του εργατικού δυναμικού σε αυτές τις ηλικίες συνέβαλε σημαντικά η αύξηση της συμμετοχής των μεσηλίκων γυναικών, που είτε κινητοποιήθηκαν εργασιακά για να βοηθήσουν οικονομικά τις οικογένειές τους να ανταπεξέλθουν στην κρίση είτε αναγκάστηκαν να βγουν στη σύνταξη σε μεγαλύτερη ηλικία λόγω των συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων. Ως αποτέλεσμα της μερικής αντιστάθμισης των απωλειών στις μικρότερες ηλικίες από τα κέρδη στις μεγαλύτερες, το εργατικό δυναμικό 20-64 ετών μειώθηκε μεταξύ 2008 και 2023 κατά 345,5 χιλιάδες άτομα.
Όπως δείξαμε σε πρόσφατο άρθρο μας, στην αισθητή μείωση της ανεργίας από το 26% στο 17% την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ (2014-2019), η μείωση του εργατικού δυναμικού συνέβαλε κατά 4,4%, ενώ η αύξηση της απασχόλησης κατά 95,6%. Την περίοδο διακυβέρνησης της ΝΔ (2019-2023), η ανεργία μειώθηκε από το 17% στο 10,5% και η συμβολή του εργατικού δυναμικού στη μείωσή της αυξήθηκε στο 28,5%, ενώ αυτή της αύξησης της απασχόλησης υποχώρησε στο 71,5%.
Το πολύ σημαντικό φαινόμενο που οφείλουμε όμως να τονίσουμε είναι ότι, στο σύνολο της δεκαπενταετίας, οι δυναμικές ηλικίες των 25-44 ετών ήταν αυτές που είχαν τις συντριπτικά μεγαλύτερες απώλειες εργατικού δυναμικού, ανερχόμενες στο 90% του συνόλου. Η μείωση του εργατικού δυναμικού σε αυτές τις ηλικίες κατά 750 χιλιάδες μεταξύ 2008 και 2023 είναι το αντικειμενικό υπόβαθρο και το υπ’ αριθμόν ένα αίτιο όλων των παρατηρούμενων σήμερα ελλείψεων εργατικού δυναμικού σε όλα τα επαγγέλματα, ανεξαρτήτως βαθμού ειδίκευσης και απαιτούμενου επιπέδου δεξιοτήτων. Από εδώ πηγάζουν και τα διλήμματα αναπτυξιακής πολιτικής.
Τα Μνημόνια πέτυχαν μεν το στόχο της δραστικής μείωσης των ονομαστικών μισθών και τους κόστους εργασίας και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε τομείς/κλάδους έντασης εργασίας (τουρισμός-εστίαση), αλλά υπέσκαψαν τις αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας συνολικά, ακρωτηριάζοντας τον παραγωγικό ιστό και προκαλώντας παρατεταμένη αποεπένδυση και υποχώρηση της παραγωγικότητας της εργασίας στη δεύτερη χαμηλότερη θέση της Ε.Ε.
Από το 2019, η εμμονή των κυβερνήσεων της ΝΔ στο αναπτυξιακό μοντέλο της φθηνής εργασίας, με καθήλωση μισθών ή ονομαστικές αυξήσεις κατώτερες του πληθωρισμού και με περαιτέρω ενίσχυση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας και της εργασιακής ανασφάλειας των μισθωτών δείχνει πλέον τα όριά του. Η αιμορραγία των πιο ικανών και προσοντούχων νέων προς το εξωτερικό συνεχίζεται, οι νέοι που δουλεύουν σαιζόν στην Ελλάδα αρχίζουν να κατευθύνονται στην Κύπρο ή σε άλλους τουριστικούς προορισμούς του εξωτερικού, που παρέχουν υψηλότερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες εργασίας, ενώ οι μετανάστες που ήρθαν στην Ελλάδα πριν την κρίση του 2008 και παρέμειναν στη χώρα χωρίς έχουν αποκτήσει ιθαγένεια αναζητούν και αυτοί καλύτερες προοπτικές στο εξωτερικό. Τέλος, η ένταξη των προσφύγων στην ελληνική αγορά εργασίας δεν βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη της κυβερνητικής πολιτικής, παρά τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού και τις ζοφερές δημογραφικές προβλέψεις.
Η συζήτηση για τη βιωσιμότητα του σημερινού αναπτυξιακού μοντέλου βρίσκεται συνεπώς επί τάπητος. Η μεγάλη «τρύπα» του εργατικού δυναμικού στις ηλικίες 25-44 ετών είναι ο καθρέπτης και καλή αφετηρία συνειδητοποίησης των αδιεξόδων του.
Η Μαρία Καραμεσίνη είναι Καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρώην πρόεδρος και διοικήτρια ΟΑΕΔ (νυν ΔΥΠΑ).