Macro

Μαρία Καραμεσίνη: Η «Κοινωνική Ευρώπη» σε συμπληγάδες

Η «Κοινωνική Ευρώπη», δηλαδή η θεσμοθέτηση ελάχιστων εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων για όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, μέσω Οδηγιών, ήταν πάντα ο φτωχός συγγενής όλων των φάσεων της διαδικασίας ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ωστόσο, η πολιτική συνοχής της ΕΕ, με την αναδιανομή πόρων μέσω των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών ταμείων, δρούσε επί δεκαετίες εξισορροπητικά των περιφερειακών ανισοτήτων που παρήγαγε η οικοδόμηση της «Ευρώπης του κεφαλαίου» μέσα από τη Ενιαία Αγορά και την ΟΝΕ, αφήνοντας όμως απερίσπαστη τη συνεχή διάβρωση των εργασιακών σχέσεων και του κοινωνικού κράτους σε εθνικό επίπεδο.

Η παγκόσμια κρίση του 2008 υπήρξε τομή. Κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη, η ΕΕ έδειξε το αποκρουστικό της πρόσωπο. Οι πολιτικές λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης που επέβαλε, κυρίως στον Ευρωπαϊκό Νότο και την Ιρλανδία αλλά όχι μόνο, έδρασαν ως οδοστρωτήρας εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Το δημοψήφισμα για το Brexit και η ραγδαία άνοδος της ακροδεξιάς ενεργοποίησαν το σήμα κινδύνου για τη διάλυση της ΕΕ, με αποτέλεσμα οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ να επαναφέρουν το σχέδιο της «Κοινωνικής Ευρώπης», ως το μοναδικό ισχυρό μέσο ανάκτησης της εμπιστοσύνης των λαών στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Η υιοθέτηση του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων από την ΕΕ στο τέλος του 2017 σηματοδότησε την επανεκκίνηση της «Κοινωνικής Ευρώπης» που περιλαμβάνει την ψήφιση μιας σειράς Οδηγιών αναβάθμισης κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων ενώ η πανδημική κρίση ευνόησε την ανάληψη περαιτέρω πολιτικών πρωτοβουλιών για την προστασία των εργαζομένων και τη χρηματοδότηση κοινωνικών επενδύσεων. Η «ενάρετη» περίοδος φαίνεται να κλείνει οριστικά, μετά τις ευρωεκλογές του 2024.

Επανεκκίνηση

Δύο ήταν τα ορόσημα της περιόδου 2017-2024, που την κατέστησαν μοναδική ως προς τις θετικές εξελίξεις στο πεδίο της ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής. Το πρώτο είναι η έγκριση του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων (2017), με βάση τον οποίο υιοθετήθηκε σειρά Οδηγιών ενίσχυσης των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων (ισορροπία εργασίας και προσωπικής ζωής, διαφανείς και προβλέψιμοι όροι εργασίας, συμμετοχή των γυναικών στα ΔΣ επιχειρήσεων, διαφάνεια αμοιβών, καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών, κ.α.), με προεξάρχουσες την Οδηγία για επαρκείς κατώτατους μισθούς και για την εργασία στις πλατφόρμες και το αλγοριθμικό μάνατζμεντ. Στις Οδηγίες προστέθηκε και ένας μεγάλος αριθμός μη δεσμευτικών συστάσεων του Συμβουλίου προς τα κράτη-μέλη της ΕΕ, μεταξύ των οποίων η Ευρωπαϊκή Εγγύηση για το Παιδί ή αυτές για το επαρκές ελάχιστο εισόδημα, τη δίκαιη μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα, την κοινωνική προστασία των μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων κ.ά.

Η Οδηγία για τον Επαρκή Κατώτατο Μισθό (2022), που βρίσκεται ήδη σε ισχύ, έθεσε το πλαίσιο για την αναβάθμιση των κατώτατων μισθών και την επέκταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων στα κράτη-μέλη. Συνιστά «αλλαγή παραδείγματος» στην ευρωπαϊκή πολιτική για την εργασία, διότι αποσκοπεί στην ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης των εργαζομένων, σε αντίθεση με την προηγηθείσα νεοφιλελεύθερη προσέγγιση.

Το δεύτερο ορόσημο της περιόδου 2017-2024 είναι τα έκτακτα μέτρα διαχείρισης της κρίσης του Covid-19, σε αντίθετη κατεύθυνση από τις πολιτικές λιτότητας που επιβλήθηκαν στα κράτη-μέλη κατά τη δεύτερη φάση της Μεγάλης Ύφεσης. Τα έκτακτα μέτρα συνίσταντο στην προσωρινή χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάκαμψης, τα προγράμματα SURE και NextGenerationEU, ο δανεισμός της Ε.Ε. μέσω ευρωομολόγων για τη χρηματοδότηση μιας φιλόδοξης στρατηγικής ανάκαμψης. Έτσι, μπόρεσαν να χρηματοδοτηθούν σημαντικότατα μέτρα κοινωνικής πολιτικής κατά τη διάρκεια της πανδημίας και μετά από αυτήν.

Από τα μέσα το 2024, με τον στρατηγικό αναπροσανατολισμό της ΕΕ προς την αύξηση των δαπανών και επενδύσεων στην άμυνα και την έμφαση στην ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας, η «Κοινωνική Ευρώπη» βρίσκεται ξανά σε συμπληγάδες, από τις οποίες θα είναι δύσκολο να ξεφύγει. Κι αυτό, διότι ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός διέρχεται δομική κρίση, ενώ τόσο οι κυρίαρχες μερίδες του ευρωπαϊκού κεφαλαίου όσο και οι πολιτικές ελίτ και τα ισχυρά κράτη της Ε.Ε. συγκλίνουν στη στρατιωτικοποίηση της οικονομίας ως τη μοναδική διέξοδο στην τριπλή πρόκληση: αναπτυξιακό αδιέξοδο, τεχνολογική καθυστέρηση και υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας.

Η απειλή της στρατιωτικοποίησης

Η στροφή προς τον «Επανεξοπλισμό της Ευρώπης» (Μάρτιος 2025) συνεπάγεται τεράστιες αυξήσεις στρατιωτικών δαπανών και δαπανών ασφάλειας (από 2% το 2024 σε 5% του ΑΕΠ έως το 2035, σύμφωνα με το στόχο του ΝΑΤΟ). Προκειμένου να αποφύγει κοινωνικές αντιδράσεις, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έδωσε τη δυνατότητα στα κράτη-μέλη ενεργοποίησης των εθνικών ρητρών διαφυγής του αναθεωρημένου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης από το 2026 έως το 2029 για την αξιοποίηση περισσότερου δημοσιονομικού χώρου. Παρ’ όλ’ αυτά, θα υπάρξει ανταγωνισμός των στρατιωτικών με τις κοινωνικές δαπάνες για τέσσερεις λόγους:

1. Τα κράτη μέλη της ΕΕ με υψηλό κόστος δανεισμού δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσουν τη ρήτρα (12 κράτη μέλη δεν έχουν υποβάλει αίτηση ενεργοποίησης).

2. Ο μεγαλύτερος δημοσιονομικός χώρος δεν θα χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων: της κλιματικής αλλαγής, των πιθανών πανδημιών, της γήρανσης του πληθυσμού και της αναπόφευκτης μαζικής μετανάστευσης, οι οποίες απαιτούν τεράστιες δημόσιες επενδύσεις και κοινωνικές δαπάνες.

3. Τα κράτη-μέλη με υπερβολικά δημόσια ελλείμματα (σήμερα οκτώ) υποχρεούνται να περιορίσουν τις κοινωνικές τους δαπάνες, όχι όμως και τις στρατιωτικές, στο πλαίσιο των πολιτικών δημοσιονομικής εξυγίανσης που υποχρεούνται να εφαρμόσουν.

4. Σύμφωνα με την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο προϋπολογισμός της ΕΕ για την περίοδο 2028-2034 αφιερώνει 121 δισ. ευρώ σε κοινωνικές δαπάνες, έναντι 131 δισ. ευρώ σε επενδύσεις στην άμυνα, την ασφάλεια και το διάστημα, συν άλλα 150 δισ. ευρώ για υποδομές/δράσεις που εξυπηρετούν την άμυνα και την ασφάλεια μέσω Εθνικών και Περιφερειακών Σχεδίων Εταιρικής Σχέσης.

Κίνδυνοι από την εστίαση στην ανταγωνιστικότητα

Η Έκθεση Ντράγκι προτείνει βελτιώσεις στην ανταγωνιστικότητα όχι μέσω της ενίσχυσης της ευελιξίας της αγοράς εργασίας και της συμπίεσης των μισθών, αλλά μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας (βιώσιμη ανταγωνιστικότητα).

Ωστόσο, η Έκθεση περιορίζει τον ρόλο της κοινωνικής πολιτικής στην παροχή εργατικού δυναμικού με τις κατάλληλες δεξιότητες στην οικονομία, εστιάζοντας σχεδόν αποκλειστικά στην πολιτική εκπαίδευσης και κατάρτισης. Αυτή η οπτική έχει διαποτίσει και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ως αποτέλεσμα, υπάρχει κίνδυνος να προσπεραστούν πιθανές εντάσεις μεταξύ ανταγωνιστικότητας και κοινωνικής συνοχής και η ανάγκη για ειδικά μέτρα για τις μειονεκτούσες περιοχές/χώρες/ομάδες ώστε να αντιμετωπιστούν οι έντονες ανισότητες ως προς την ικανότητα τεχνολογικής καινοτομίας και διαθεσιμότητα εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Είναι ενδεικτικό, ότι το Ταμείο ΕΚΤ+ «διασώθηκε» την τελευταία στιγμή από την εξαφάνισή του στην πρόταση της Επιτροπής για τον νέο προϋπολογισμό της ΕΕ 2028-2034.

Η εστίαση στην ανταγωνιστικότητα επιπλέον εντείνει τον υπάρχοντα διαχωρισμό μεταξύ των δαπανών κοινωνικής προστασίας (που θεωρούνται παθητικές και μη παραγωγικές, άρα υπόκεινται σε περικοπές) και των δαπανών κοινωνικών επενδύσεων (που θεωρούνται παραγωγικές, δηλαδή βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα, και επιτρέπεται να αυξηθούν).

Τέλος, αλλά όχι ελάχιστο, στο πλαίσιο της «Πυξίδας για την Ανταγωνιστικότητα», έχει ξεκινήσει η εκπόνηση μιας ατζέντας για την «απλούστευση και απελευθέρωση από τη γραφειοκρατία», βάσει της οποίας η ΕΕ σχεδιάζει να καταργήσει πολλούς κανονισμούς που προστατεύουν τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα, τα ψηφιακά δικαιώματα και το περιβάλλον. Πρόκειται για επικίνδυνη οπισθοδρόμηση.

Συμπερασματικά, το σχέδιο της «Κοινωνικής Ευρώπης» βρίσκεται σήμερα ανάμεσα στις συμπληγάδες της στρατιωτικοποίησης και της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Η διατήρηση της δυναμικής της περιόδου 2017-2024 προϋποθέτει έναν διαφορετικό συσχετισμό δυνάμεων σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο.

*Το κείμενο αποτελεί περίληψη της εισήγησης στο 31ο Συνέδριο των Ευρωπαίων Οικονομολόγων για μια Εναλλακτική Πολιτική στην Ευρώπη, που έγινε Αθήνα.

Η ΕΠΟΧΗ