Ευκαιρίες και απειλές για τον κόσμο της εργασίας
Η πανδημική κρίση, εκτός από τα πέντε εκατομμύρια νεκρούς από κορονοϊό που έχει μέχρι τώρα στο ενεργητικό της και τις μεγάλες της συνέπειες στον παγκόσμιο πληθυσμό, τράνταξε συθέμελα την παγκόσμια οικονομία και έβαλε σε μεγάλο κίνδυνο το καπιταλιστικό σύστημα. Ο πρωτόγνωρος χαρακτήρας και η έντασή της αντιμετωπίστηκαν με μια εξίσου πρωτόγνωρη κρατική παρέμβαση, που όμως δεν απέτρεψε την πτώση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 4,4% το 2020, πρωτοφανής μείωση, αν αναλογιστεί κανείς ότι το 2009, τη χειρότερη χρονιά της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, αυτό είχε καταγράψει απλά στασιμότητα. Τότε, οι αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες είχαν σημειώσει επιβράδυνση, όχι ύφεση, ενώ το 2020 συγχρονίστηκαν για πρώτη φορά με τις αναπτυγμένες στην πτώση.
Η Ευρώπη είναι, μετά τη Λατινική Αμερική, η περιοχή του κόσμου που επλήγη οικονομικά περισσότερο από την πανδημική κρίση, η οποία αποτελεί για την ΕΕ τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία της. Στο ξεκίνημά της, η πανδημία του κορονοϊού πυροδότησε σε κοινοτικό επίπεδο τη λήψη έκτακτων μέτρων με σκοπό να συνδράμουν τα κράτη μέλη της ΕΕ στην αναχαίτιση των προεξοφλούμενων τεράστιων οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών των λοκντάουν. Αμέσως μετά, τα κοινοτικά όργανα ανέπτυξαν πολύ σημαντικές πολιτικές πρωτοβουλίες με το βλέμμα στραμμένο στην μετά-την-πανδημία εποχή, με την πολιτική συμφωνία για το Ευρωπαϊκό Σχέδιο Ανάκαμψης να αποτελεί την κορωνίδα των εξελίξεων.
Οι πολιτικές πρωτοβουλίες έχουν να κάνουν με την ανάγνωση της κρίσης της πανδημίας και των προκλήσεων που απορρέουν από αυτήν στα ευρωπαϊκά συμφραζόμενα από τις ηγεσίες των ισχυρότερων κρατών της ΕΕ και τις ευρωπαϊκές ελίτ, δεδομένων των συμφερόντων των ηγεμονικών μερίδων του κεφαλαίου εντός των ταξικών/κοινωνικών συνασπισμών εξουσίας σε αυτές τις χώρες, αλλά και των αναγκών διατήρησης της συνοχής της ΕΕ και της νομιμοποίησης του σχεδίου ευρωπαϊκής ενοποίησης στα μάτια των ευρωπαϊκών λαών.
Η «τριπλή» κρίση στα συμφραζόμενα της ΕΕ
Πολλοί αναλυτές χαρακτηρίζουν την πανδημική κρίση ως «τριπλή» (υγειονομική, οικονομική, οικολογική) όχι διότι αθροίστηκε αλλά διότι συνυφάνθηκε με δύο προϋπάρχουσες κρίσεις. Πρώτον, διόγκωσε όλα τα ανεπίλυτα δομικά προβλήματα των αναπτυγμένων οικονομιών που ανέδειξε η κρίση του 2008, η πρώτη μεγάλη κρίση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού: χαμηλός ρυθμός συσσώρευσης παραγωγικού κεφαλαίου, αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας και οικονομικής μεγέθυνσης, υψηλό δημόσιο χρέος και χρέος νοικοκυριών, αρρύθμιστο σκιώδες τραπεζικό σύστημα και ανεξέλεγκτες διεθνείς χρηματαγορές, μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, συνεχιζόμενη διάβρωση εργασιακών δικαιωμάτων και εμπορευματοποίηση κοινωνικών και κοινών αγαθών. Δεύτερον, η πανδημία του κορονοϊού, ως προϊόν η ίδια της οικολογικής κρίσης, ήρθε να καταδείξει τις συνέπειες της τελευταίας στη δημόσια υγεία, συνηγορώντας στην επείγουσα ανάγκη οικολογικού μετασχηματισμού των οικονομιών.
Η τριπλή κρίση έχει και γεωπολιτική διάσταση. Δεδομένου ότι, πέραν της ανάδειξης της Κίνας ως νέας υπερδύναμης μετά από δύο παγκόσμιες κρίσεις από τις οποίες βγήκε με ασύγκριτα λιγότερες ζημιές απ’ ότι οι ανταγωνιστές της, η ΕΕ είχε πολύ σοβαρότερες οικονομικές απώλειες απ’ ότι οι ΗΠΑ και στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και το 2020. Συγκεκριμένα, για την ΕΕ, η πανδημική κρίση αποτελεί ένα επιπλέον επεισόδιο στην πορεία υποβάθμισής της ως παγκόσμιας οικονομικής δύναμης στο έδαφος της συνεχούς απώλειας τεχνολογικής υπεροχής και οικονομικού δυναμισμού τις τελευταίες δεκαετίες, ως απόρροια του νεοφιλελεύθερου σχεδίου ευρωπαϊκής ενοποίησης υπό γερμανική ηγεμονία.
Τρεις είναι οι κύριες κοινοτικές πολιτικές πρωτοβουλίες την περίοδο της πανδημίας που αφορούν την μετάβαση στην μετά-την-πανδημία εποχή και δείχνουν κάποιες μετατοπίσεις ως προς την πεπατημένη: το Ευρωπαϊκό Σχέδιο Ανάκαμψης, η ενεργοποίηση του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων και η αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας. Στη συνέχεια θα εξετάσουμε τα έκτακτα μέτρα της πανδημίας ως προς τις επιπτώσεις τους στις εργαζόμενες τάξεις στην ΕΕ και τις παραπάνω πολιτικές πρωτοβουλίες σε σχέση με τις πιθανές απειλές ή ευκαιρίες για την προώθηση των συμφερόντων του κόσμου της εργασίας.
Τα έκτακτα μέτρα της πανδημίας
«Στην ύφεση είμαστε όλοι κεϋνσιανοί». Στην πανδημική κρίση όμως, η ανάγκη προληπτικής αναχαίτισης της ύφεσης και της κοινωνικής έκρηξης, λόγω των αναμενόμενων τραγικών αρνητικών οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων των λοκντάουν, αύξησε τη δοσολογία επεκτατικών μακροοικονομικών μέτρων σε σχέση με την κρίση του 2008.
Τα δημοσιονομικά μέτρα που πήραν τα κράτη μέλη τη διετία 2020-21 ήταν κατά μέσο όρο περίπου διπλάσιας κλίμακας ως ποσοστό του ΑΕΠ σε σχέση με αυτά της διετίας 2009-10, ενώ και τα μέτρα παροχής ρευστότητας στις πληττόμενες από την ύφεση επιχειρήσεις ήταν σημαντικά, χάρη στα έκτακτα μέτρα που ανακοίνωσαν τα όργανα της ΕΕ τον Μάρτιο του 2020 για τη διευκόλυνση άσκησης επεκτατικής μακροοικονομικής πολιτικής από τα κράτη μέλη. Ως γνωστόν, τα μέτρα περιλάμβαναν την προσωρινή αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και της απαγόρευσης παροχής κρατικών ενισχύσεων σε κλάδους και επιχειρήσεις που πλήττονται ιδιαίτερα από την πανδημική κρίση, το πρόγραμμα της Ε.Κ.Τ. αγοράς/επαναγοράς ομολόγων επιχειρήσεων και κρατών, ασύγκριτα μεγαλύτερης κλίμακας απ’ ότι την περίοδο κορύφωσης της κρίσης της ευρωζώνης (2012-2015) με σκοπό την παροχή ρευστότητας της οικονομίες της ευρωζώνης, και το πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων παροχής φθηνών και εγγυημένων δανείων σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Παράλληλα, μπήκαν σε εφαρμογή έκτακτα μέτρα κοινωνικής πολιτικής, κυρίως το νέο χρηματοδοτικό εργαλείο SURE, παροχής δανείων στα κράτη μέλη για την κάλυψη δαπανών προγραμμάτων διατήρησης της απασχόλησης των μισθωτών σε πληττόμενες επιχειρήσεις και εισοδηματικής προστασίας των αυτοαπασχολούμενων.
Η κινητοποίηση των παραπάνω εργαλείων και μέσων αναχαίτισε μεν την κατάρρευση των ευρωπαϊκών οικονομιών με την πτώχευση εκατομμυρίων επιχειρήσεων, εξουδετέρωσε δηλαδή την πρώτη θανάσιμη απειλή της πανδημίας για το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά δεν απέτρεψε μια ύφεση 6% της οικονομίας της ΕΕ το 2020, η οποία κυμάνθηκε από -3% έως -11% μεταξύ των κρατών μελών. Άρα, σημασία είχε επίσης να αντιμετωπιστεί η δεύτερη θανάσιμη απειλή για το καπιταλιστικό σύστημα αλλά και την κοινωνική συνοχή της ΕΕ, δηλαδή η κοινωνική έκρηξη σε περίπτωση εμφάνισης κύματος απολύσεων και εκτόξευσης της ανεργίας και της φτώχειας, και μετατροπής τους σε ανεξέλεγκτη κοινωνική κρίση. Πέραν των μέτρων προστασίας των επιχειρήσεων από την πτώχευση, τα έκτακτα εθνικά μαζικά προγράμματα διατήρησης της απασχόλησης των μισθωτών και εισοδηματικής προστασίας των αυτοαπασχολούμενων και των εργαζόμενων με άτυπες μορφές εργασίας χωρίς πρόσβαση στο σύστημα κοινωνικής προστασίας, υπήρξαν καθοριστικά για την εξουδετέρωση της δεύτερης απειλής: της κρίσης νομιμοποίησης του καπιταλιστικού συστήματος και της ΕΕ
Επιπτώσεις στους εργαζόμενους
Συνέπεια των παραπάνω είναι ότι επιπτώσεις της κρίσης του κορονοϊού στην αγορά εργασίας διαφέρουν ουσιωδώς από αυτές της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας, η ύφεση αποτέλεσε την ευκαιρία για τις επιχειρήσεις να προβούν σε μεγάλες μειώσεις προσωπικού. Μεταξύ 2008 και 2013, ο αριθμός των απασχολούμενων μειώθηκε κατά 4,2%, ενώ η συρρίκνωση του ΑΕΠ ήταν μόλις 1,2%. Αντίθετα, στην κρίση του κορονοϊού, η προσαρμογή έγινε μέσω της επιδοτούμενης μαζικής υποαπασχόλησης του εργατικού δυναμικού. Συγκεκριμένα, δόθηκαν μαζικά επιδόματα/επιδοτήσεις σε μισθωτούς και επιχειρήσεις που συμμετείχαν σε σχήματα διατήρησης πλεονάζοντος προσωπικού (αναστολές συμβάσεων, διαθεσιμότητα, επιδότηση θέσεων εργασίας), ή εργασίας μειωμένου χρόνου. Ως αποτέλεσμα, η κρίση απασχόλησης αποσοβήθηκε και η μείωση του αριθμού των εργαζόμενων προήλθε κυρίως από τον περιορισμό των προσλήψεων στους πληττόμενους από την πανδημία κλάδους (π.χ. τουρισμός, εστίαση). Έτσι, το 2020, ενώ η ύφεση στην ΕΕ ήταν 6%, ο αριθμός των εργαζόμενων μειώθηκε κατά 1,4% και η ανεργία κρατήθηκε υπό έλεγχο. Ύστερα από μια προσωρινή μικρή αύξηση από το 6,9% τον Φεβρουάριο στο 7,6% τον Ιούλιο του 2020, το ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ μπήκε σε καθοδική πορεία. Τον Ιούλιο του 2021 είχε επιστρέψει στο επίπεδο εκκίνησης του Φεβρουαρίου 2020.
Η σχετική επιτυχία των χωρών της ΕΕ και των οργάνων της ως προς την αναχαίτιση μιας κρίσης της απασχόλησης δεν ισχύει για το εισόδημα των εργαζομένων, τις εργασιακές σχέσεις και τη συλλογική δύναμη των μισθωτών που υπέστησαν πλήγματα, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των λοκντάουν. Το εισόδημα από εργασία των εργαζόμενων του ιδιωτικού τομέα μειώθηκε σημαντικά σε πάρα πολλές χώρες της ΕΕ, ιδιαίτερα σε αυτές όπου το ποσοστό αναπλήρωσης των εισοδηματικών απωλειών των μισθωτών σε αναστολή σύμβασης εργασίας, διαθεσιμότητα ή εργασία μειωμένου χρόνου ήταν χαμηλό. Επίσης, τα μέτρα αναπλήρωσης του εισοδήματος των αυτοαπασχολούμενων και των άτυπων εργαζόμενων παρείχαν σχεδόν παντού υποτυπώδη εισοδηματική προστασία. Επιπλέον, στις βασικές υπηρεσίες που παρέμειναν ανοιχτές ανεστάλησαν προσωρινά εργασιακά δικαιώματα κυρίως ως προς τον εργάσιμο χρόνο (υπερωρίες, άδειες, ρεπό, εργασία την Κυριακή ή τις αργίες), ενώ με έκτακτη νομοθεσία για την περίοδο της πανδημίας δόθηκε προσωρινά το δικαίωμα στους εργοδότες να επιβάλουν μονομερώς στους μισθωτούς ευέλικτες μορφές εργασίας και διευθετήσεις του χρόνου εργασίας, με σημαντικότερη την τηλεργασία, χωρίς η τελευταία να συνοδεύεται στις περισσότερες χώρες από επαρκή δικαιώματα, μεταξύ των οποίων και αυτό της αποσύνδεσης. Ο αριθμός των τηλεργαζόμενων παντού εκτινάχθηκε, μαζί με τα προβλήματα σύγκρουσης της τηλεργασίας με τις οικογενειακές υποχρεώσεις, ιδίως στις γυναίκες, ενώ οι εργαζόμενοι σε πλατφόρμες πολλαπλασιάστηκαν, με τους περισσότερους να δουλεύουν ως ψευδο-αυτοαπασχολούμενοι «συνεργάτες». Τέλος, η επιβολή των έκτακτων μέτρων, συχνά χωρίς διαβούλευση, έβαλε σε πολύ μεγάλη δοκιμασία τον κοινωνικό διάλογο και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις ακόμα και σε χώρες με παράδοση σε αυτόν τον τομέα, ενώ η πανδημία περιόρισε και τη συνδικαλιστική δράση.
Εμμονή στη flexicurity και Οδηγία για κατώτατους μισθούς
Το σημαντικότερο όλων είναι ότι η πανδημική κρίση τροφοδότησε με αβεβαιότητα μεγάλο μέρος των εργαζομένων ως προς την προοπτική διατήρησης της απασχόλησης και των εργασιακών τους συνθηκών στη μετά-την-πανδημία εποχή, λόγω της δυσκολίας πολλών επιχειρήσεων να ανταποκριθούν σ’ ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον μετά τη λήξη των μέτρων στήριξης.
Η νέα Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Απασχόληση, που υιοθετήθηκε το φθινόπωρο του 2020 με ορίζοντα το 2030, αδιαφορεί για την αβεβαιότητα των ευρωπαίων μισθωτών, επιμένοντας στη στρατηγική της flexicurity, που αποτελεί την τελευταία δεκαπενταετία τον βασικότερο πυλώνα της πολιτικής απασχόλησης της ΕΕ. Προωθεί στη μετά-την-πανδημία εποχή την περαιτέρω αποκαθήλωση της προστασίας της απασχόλησης των μισθωτών που έχουν σταθερή εργασία, με «αντιστάθμισμα» την παροχή μεγαλύτερης ασφάλειας στους εργαζόμενους με ευέλικτες μορφές εργασίας, τους οποίους η ίδια η ΕΕ έχει ωθήσει τα κράτη-μέλη να πολλαπλασιάσουν στο όνομα της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.
Αντίθετα, η πρόταση Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τους επαρκείς κατώτατους μισθούς, που δημοσιεύτηκε πέρσι τον Οκτώβριο, έχει θετικό πρόσημο. Η Οδηγία μπορεί υπό προϋποθέσεις να συμβάλει στην άνοδο των κατώτατων μισθών και στη βελτίωση του ποσοστού κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές διαπραγματεύσεις σε πάνω από τις μισές χώρες της ΕΕ, με πρώτες αυτές της Ανατολικής Ευρώπης, την Ελλάδα και την Ιρλανδία. Εντάσσεται στις κοινοτικές δράσεις του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων, που ανακοινώθηκαν στις αρχές του 2021 και περιλαμβάνουν θετικές πρωτοβουλίες στους τομείς της κοινωνικής φροντίδας, της υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας, της εκπαίδευσης και της κατάρτισης και νομοθετική πρωτοβουλία για τους εργαζόμενους στις πλατφόρμες.
Ταμείο Ανάκαμψης και οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ
Το «Ταμείο Ανάκαμψης» (NextGenerationEU) είναι αποτέλεσμα πολιτικού συμβιβασμού της Γερμανίας απέναντι στο ενδεχόμενο μιας δεύτερης κρίσης της ευρωζώνης, που αυτή τη φορά θα προκαλούσε η υπερχρεωμένη και μαστιζόμενη από την πανδημία Ιταλία και η πιθανή άνοδος των δεξιών λαϊκιστικών και ακροδεξιών δυνάμεων στην εξουσία. Αποτελεί αναμφίβολα τη σημαντικότερη πολιτική εξέλιξη σε κοινοτικό επίπεδο κατά τη διάρκεια της πανδημίας, για λόγους που έχουν επαρκώς αναλυθεί: σημαντικό πακέτο πρόσθετων πόρων για δημόσιες επενδύσεις, αύξηση δημοσιονομικών μεταβιβάσεων προς τα κράτη μέλη, αμοιβαιοποίηση χρέους κλπ. Μαζί με τον κανονικό προϋπολογισμό επιτρέπει την υλοποίηση των νέων στρατηγικών της ΕΕ που καθορίστηκαν πριν από την πανδημική κρίση (Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, Ψηφιακή Στρατηγική, νέα Βιομηχανική Στρατηγική), ενώ η δημιουργία του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης αποτελεί αναγνώριση της ανάγκης να μην επωμισθούν το κοινωνικό κόστος της «πράσινης μετάβασης» οι εργαζόμενοι των οποίων θα χαθούν οι δουλειές, και οι τοπικές κοινωνίες όπου είναι συγκεντρωμένες οι οχλούσες δραστηριότητες.
Παρά την γενικά θετική αξιολόγηση, το Ταμείο Ανάκαμψης θα έχει και σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας. Κι αυτό διότι εισάγει θεμελιώδεις αλλαγές στην οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ, δεδομένου ότι οι χρηματοδοτήσεις του εξαρτώνται από την εκ των προτέρων ικανοποίηση «αιρεσιμοτήτων», μία μέθοδος που επεκτείνεται από τις χώρες που σήμερα βρίσκονται σε μεταμνημονιακή εποπτεία, όπως η Ελλάδα, στο σύνολο των χωρών της ΕΕ Εκτός από το απτό παράδειγμα του εργασιακού νόμου Χατζηδάκη στη χώρα μας και η γερμανική κυβέρνηση συμφώνησε ή πρότεινε στα κοινοτικά όργανα να αποτελέσει η απορρύθμιση της αγοράς σιδηροδρομικών μεταφορών «εκ των προτέρων αιρεσιμότητα» για να χρηματοδοτηθεί ο εκσυγχρονισμός των κρατικών σιδηροδρόμων από το Ταμείο. Όλες οι κυβερνήσεις έχουν συμφωνήσει με τα κοινοτικά όργανα «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» που έχουν εγγράψει στα Εθνικά Σχέδια Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Αυτές οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις μέχρι τώρα αποτελούσαν συστάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου προς τα κράτη-μέλη, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, όχι υποχρεώσεις. Η σύνδεσή τους με τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης διευκολύνουν νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις και τα όργανα της ΕΕ να τις επιβάλουν ευκολότερα στους ευρωπαϊκούς λαούς.
Ποιος θα πληρώσει το λογαριασμό της πανδημίας
Οι μεγαλύτερες όμως απειλές για τα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας προέρχονται από τρεις πηγές. Πρώτον, από την προδιαγεγραμμένη επιστροφή σε πολιτικές λιτότητας από το 2023, όταν θα επανενεργοποιηθεί το Σύμφωνο Σταθερότητας, η αναθεώρηση του οποίου έχει τεθεί σε διαβούλευση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεύτερον, από το πώς θα αντιμετωπιστούν/ρυθμιστούν τα δημόσια χρέη της πανδημίας που αυξήθηκαν από το 86% στο 100% του ΑΕΠ της ΕΕ μέσα σε ένα χρόνο, και τρίτον, από το πώς θα αντιμετωπιστεί το υπέρμετρο ιδιωτικό χρέος των νοικοκυριών, που έχει μεταφερθεί από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και υπερβαίνει το δημόσιο χρέος σε πάρα πολλές χώρες.
Η μεγάλη ταξική αντιπαράθεση έχει λοιπόν αναβληθεί για την μετά-την-πανδημία εποχή. Οι αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης οφείλουν να προετοιμαστούν για να ηγηθούν του αγώνα με συγκεκριμένες προτάσεις για την διαγραφή/αναδιάρθρωση των δημοσίων χρεών στην Ευρώπη, ενώ σε εθνικό επίπεδο να συμβάλουν στις αντιστάσεις για την προστασία νοικοκυριών από τις κατασχέσεις των περιουσιών τους από τις τράπεζες.
Δυστυχώς, όμως, η ακύρωση της ελπίδας για μια κόκκινο-κόκκινο-πράσινη κυβέρνηση στην Γερμανία, μετά τα πρόσφατα αποτελέσματα των γερμανικών εκλογών εμπεδώνει τον φόβο ότι δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε μεγάλες μετατοπίσεις στις υπάρχουσες ισορροπίες και συνασπισμούς συμφερόντων μεταξύ χωρών και ηγετικών δυνάμεων στην ΕΕ
Μαρία Καραμεσίνη
Πηγή: Η Εποχή