Η αύξηση του κατώτατου μισθού και ωρομισθίου κατά 9,4% από 1.4.2023, που ανακοινώθηκε από τον κ. Χατζηδάκη την περασμένη Παρασκευή, ήρθε να επιβεβαιώσει ότι η χρήση και ερμηνεία στοιχείων και αριθμών αποτελεί τόσο επιστημονικό όσο και κατεξοχήν πολιτικό διακύβευμα. Έτσι, παρόλο που αναμφίβολα η αύξηση θα ενισχύσει το εισόδημα του 19% των πλήρως απασχολούμενων και του 41,5% των μερικώς απασχολούμενων μισθωτών του ιδιωτικού τομέα που αμείβονται με τα κατώτατα όρια αμοιβών, υπάρχοντα στοιχεία που απέκρυψε ή αντιπαρήλθε η κυβέρνηση, αποδεικνύουν ότι η νέα αύξηση δεν πρόκειται να βάλει τέλος στο νέο κύμα φτωχοποίησης των μισθωτών που πυροδότησε η ενεργειακή κρίση που μετεξελίχθηκε σε κρίση κόστους ζωής (ακρίβειας).
Καταρχήν η κυβέρνηση είχε κάθε λόγο να αποσιωπήσει, ότι από το ξεκίνημα της ενεργειακής κρίσης μέχρι τον Φεβρουάριο του 2023, η συνολική μείωση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού με βάση τον επίσημο πληθωρισμό των ετών 2021-22 (12%) ανέρχεται σε 5%, δεδομένου ότι η σωρευτική αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 9,7% το 2022 ισοδυναμούσε με 7,1% σε ετήσια βάση. Άρα, και η τρίτη κατά σειρά αύξηση του κατώτατου μισθού δεν έρχεται να προστατεύσει το εισόδημα των μισθωτών προληπτικά, έναντι ενός εκτιμώμενου πληθωρισμού, αλλά πάλι εκ των υστέρων, αφού πρώτα έχουν επέλθει σημαντικές απώλειες αγοραστικής δύναμης των πλέον χαμηλόμισθων μισθωτών.
Επιπλέον, η κυβέρνηση είχε κάθε συμφέρον να αγνοήσει τον πραγματικό πληθωρισμό (effective inflation) και τις πραγματικές απώλειες αγοραστικές δύναμης του κατώτατου μισθού, λόγω του μεγαλύτερου ποσοστού που δαπανούν τα φτωχά νοικοκυριά για στέγαση και τρόφιμα στην κατανάλωση έναντι των λοιπών νοικοκυριών. Με βάση τις εκτιμήσεις του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, μεταξύ Σεπτεμβρίου 2021 και 2022, αυτές ήταν κατά μέσο όρο 15%. Συνεπώς, η πρωταπριλιάτικη αύξηση του 9,4% μετριάζει μεν την ένταση χωρίς όμως να ανακόπτει τη διαδικασία περαιτέρω φτωχοποίησης των πιο χαμηλόμισθων μισθωτών, που συνδέεται με το εκτεταμένο φαινόμενο της μη εξόφλησης λογαριασμών και χρεών και οδηγεί στην περαιτέρω άνοδο του ήδη πολύ υψηλού ποσοστού του πληθυσμού με υλική στέρηση βασικών αγαθών.
Ο κ. Χατζηδάκης όμως αναφέρθηκε και στην αύξηση του μέσου μισθού κατά 12,4% μεταξύ 2019 και 2022 με βάση στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗ προκειμένου να υπαινιχθεί ότι οι υπόλοιποι μισθωτοί διατήρησαν την αγοραστική τους δύναμη. Όμως τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗ για τους μισθούς, όπως και εκείνα του ΕΦΚΑ, είναι αναξιόπιστα λόγω της εκτεταμένης υποδηλωμένης εργασίας. Το κυριότερο, επιλέγοντας τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗ για τους μισθούς, ο υπουργός Εργασίας απέκρυψε τα στοιχεία για την εξέλιξη του μισθολογικού κόστους που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ την ίδια μέρα και δείχνουν ότι η εξέλιξη του μέσου ωρομισθίου στην οικονομία (πλην πρωτογενούς τομέα) τα έτη 2021-2022, ήταν αθροιστικά μόλις 2,1%, με αποτέλεσμα ο μέσος μισθός να έχει χάσει το 10% της αγοραστικής του δύναμης, αφενός λόγω της ακρίβειας που προκάλεσε η ενεργειακή κρίση και η διαχείρισή της από την κυβέρνηση αφετέρου λόγω της συστηματικής υπονόμευσης από αυτήν τα προηγούμενα χρόνια των συλλογικών διαπραγματεύσεων, του δικαιώματος της απεργίας και της συνδικαλιστικής δράσης, που ευθύνονται για την καθήλωση των μισθών.
Ως αποτέλεσμα βρισκόμαστε μπροστά σε ένα φαινόμενο φτωχοποίησης του συνόλου των μισθωτών της χώρας, που ταυτόχρονα στενάζουν κάτω από το βάρος στεγαστικών δανείων και υποχρεώσεων, ενώ ταυτόχρονα η μετακύλιση του κόστους της ενέργειας στο κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων λόγω μη λήψης επαρκών μέτρων για τους μη οικιακούς καταναλωτές και η μη επέμβαση της κυβέρνησης στην πάταξη της αισχροκέρδειας συνεχίζουν να τροφοδοτούν τη δυναμική του πληθωρισμού, ιδίως στα τρόφιμα.
Ο πληθωρισμός είναι ένας κατεξοχήν μηχανισμός αναδιανομής του εισοδήματος μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, όπως και μεταξύ διαφορετικών μερίδων του κεφαλαίου. Το ίδιο είναι και η ορθόδοξη μονεταριστική πολιτική αντιμετώπισής του. Η άνοδος των επιτοκίων από όλες τις Κεντρικές Τράπεζες εδώ και ένα χρόνιο, αρχής γενομένης από τη Fed, με σκοπό την επιβράδυνση των οικονομιών και το φάντασμα μιας νέας διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης απειλούν άμεσα την ελληνική οικονομία και κοινωνία και τους μισθωτούς της χώρας, που υπέστησαν με την κρίση του κόστους ζωής ένα νέο πλήγμα στο βιοτικό τους επίπεδο από μία κυβέρνηση που έχει φτωχοποιήσει την κοινωνία, αφήνοντας ανεξέλεγκτη την κερδοσκοπία στις αγορές, παρέχοντας ad hoc κάθε λογής εμβαλωματικά επιδόματα (pass) και ερχόμενη συστηματικά να αυξήσει εκ των υστέρων και ανεπαρκώς τον κατώτατο μισθό για τους χαμηλόμισθους, αδιαφορώντας εντελώς για την εισοδηματική προστασία των υπόλοιπων μισθωτών, των οποίων βέβαια δεν ξεχνά να υποσκάπτει τα δικαιώματα.
Στοχευμένες παρεμβάσεις για εξυγίανση της λειτουργίας των αγορών και πάταξη της κερδοσκοπίας και της αισχροκέρδειας, ανάκτηση των απωλειών αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού, τιμαριθμική προσαρμογή των μισθών στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα και αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων αποτελούν προϋποθέσεις ανάσχεσης της διαδικασίας φτωχοποίησης των μισθωτών και αντιστροφής της τάσης μείωσης του μεριδίου των μισθών στο ΑΕΠ, που επέφερε η κρίση του κόστους ζωής.
*Η Μαρία Καραμεσίνη είναι Καθ. Οικονομικών της Εργασίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρώην πρόεδρος και διοικήτρια ΟΑΕΔ, μέλος της ΚΕ και υποψήφια Νότιου Τομέα Αθηνών του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.