Macro

Μαρία Καραμεσίνη: Φεμινίστριες της Αριστεράς: Δεν έχουμε την πολυτέλεια του διχασμού

Η δημόσια διαμάχη μεταξύ φεμινιστριών της Νέας Αριστεράς, που επεκτάθηκε σε ακτιβίστριες του φεμινιστικού και ΛΟΑΤΚΙ+ κινήματος εκτός αυτής, προκάλεσε διχασμό σε καιρούς που απαιτούν τη μέγιστη δυνατή εγρήγορση και ενότητα. Από τις πρώτες μέρες της διακυβέρνησής του, ο Τραμπ πήρε ακραία μέτρα κατά των τρανς και διαφυλικών ατόμων, ενώ ο περιορισμός του δικαιώματος των γυναικών στην έκτρωση θα είναι ο επόμενος στόχος. Η άκρα Δεξιά και οι συντηρητικές δυνάμεις σε όλο τον κόσμο παίρνουν παράδειγμα. Σε αυτή τη συγκυρία, η αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ φεμινιστριών διαφορετικών τάσεων είναι επιτακτική ανάγκη. Δεν έχουμε την πολυτέλεια του διχασμού.

Όμως, η υπέρβαση του ρήγματος προϋποθέτει την κατανόηση της θεωρητικής πηγής και της πραγματικής διάστασης των πολιτικών διαφορών, όχι μόνο από τη στενή περίμετρο των «μυημένων», αλλά και από έναν ευρύτερο περίγυρο που παρακολούθησε άφωνος τους τελευταίους μήνες το ξέσπασμα ενός κύματος μισαλλοδοξίας και ύβρεων στα social media, πέραν της αντιπαράθεσης απόψεων και επιχειρημάτων στην Εποχή αυτής καθ’ αυτήν. Διότι η αντιπαράθεση μεταξύ φεμινιστριών της Αριστεράς που είναι δραστήριες στο φεμινιστικό κίνημα και αντλούν από τη θεωρία του κοινωνικού φύλου, όπως αναπτύχθηκε από το «δεύτερο κύμα» του φεμινισμού, και εκείνων που είναι ενεργές και στο ΛΟΑΤΚΙ+ κίνημα και αναφέρονται στην φεμινιστική και κουήρ θεωρία για το «φάσμα φύλου» οξύνθηκε με πολλές δηλητηριώδεις αλληλοκατηγορίες, εκ των οποίων οι περισσότερες είναι αστήρικτες. Θα αναφέρω τις σημαντικότερες και την αντίκρουσή τους.

Καταρχάς, οι σημερινές φεμινίστριες που αντλούν από τη θεωρία της κοινωνικής κατασκευής του φύλου κατηγορούνται από τις υποστηρίκτριες του κουήρ φεμινισμού για τρανσφοβία και ομοφοβία που τροφοδοτούν την ακροδεξιά ιδεολογία, ότι είναι «terf» (trans exclusionary radical feminists)! Τερατώδης και ανυπόστατη κατηγορία. Το λεσβιακό κίνημα ήταν πλήρως αποδεκτό και αναπτύχθηκε απρόσκοπτα ως μέρος του φεμινιστικού κινήματος της Μεταπολίτευσης, ενώ η επιλογή σεξουαλικού προσανατολισμού αποτελούσε εξαρχής για τις φεμινίστριες αδιαπραγμάτευτο στοιχείο του αυτοπροσδιορισμού και της σεξουαλικής απελευθέρωσης των γυναικών. Πιο πρόσφατα, οι σημερινές φεμινίστριες του «δεύτερου κύματος» ουδέποτε αμφισβήτησαν το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού των κουήρ, τρανς και μη δυαδικών ατόμων, και καλωσόρισαν τη δυνατότητα νομικής αλλαγής φύλου ή την τεκνοθεσία στα ομόφυλα ζευγάρια. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν διαφωνούν με πρακτικές ή διεκδικήσεις του ΛΟΑΤΚΙ+ κινήματος (επιθετική προβολή συμβόλων θηλυκότητας, θεσμοθέτηση της πορνείας ως σεξεργασίας κλπ.). Αλλά τίποτα δεν δικαιολογεί το να κατηγορούνται ως «αντηχείο του Τραμπ»!

Επίσης, οι φεμινίστριες «του δεύτερου κύματος» υποστηρίζουν ότι η πορνεία δεν μπορεί να αποκαλείται «σεξεργασία», διότι η θεσμοθέτησή της την κανονικοποιεί ιδεολογικά ως σεξ και ως εργασία, ενώ δεν είναι τίποτα από τα δύο. Αυτό δεν εμποδίζει, όπως ισχυρίζονται αυτές που ασπάζονται τον κουήρ φεμινισμό, τη διεκδίκηση μέτρων βελτίωσης της προστασίας των εκδιδόμενων ατόμων.

Οι σημερινές φεμινίστριες του «δεύτερου κύματος» επίσης κατηγορούνται για μη αναγνώριση της διαθεματικότητας του φύλου, ότι δηλαδή οι γυναίκες, οι άνδρες και τα μη δυαδικά άτομα έχουν τάξη, φυλή, εθνική προέλευση/καταγωγή, σεξουαλικό προσανατολισμό, αρτιμέλεια/αναπηρία κλπ., και ότι αυτοί/ές/ά που τοποθετούνται στις μη προνομιούχες ομάδες υφίστανται πολλαπλές διακρίσεις. Πρόκειται για αστήρικτη κατηγορία, διότι ήταν αυτές που, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, ασχολήθηκαν συστηματικά στη χώρα μας με τα προβλήματα των εργαζόμενων γυναικών στο φασόν, των μεταναστριών και των θυμάτων τράφικινγκ, με την αλληλεγγύη στις «Γυναίκες στα μαύρα» στο Βελιγράδι και τις εγκλωβισμένες στην Τούσλα (χρηματοδότηση μαστογράφου) κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία, το συνδικαλισμό και τα αιτήματα των εργαζόμενων γυναικών του ιδιωτικού τομέα. Και συνεχίζουν και σήμερα να ασχολούνται με τα προβλήματα των ομάδων γυναικών που υφίστανται πολλαπλές διακρίσεις.

Από την άλλη, οι φεμινίστριες που υποστηρίζουν τον κουήρ φεμινισμό και αντιλαμβάνονται την πατριαρχία ως ενιαίο σύστημα καταπίεσης των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, κατηγορούνται ότι δίνουν μόνο μάχες για τις έμφυλες ταυτότητες και τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, περιορίζονται δηλαδή στην «πολιτική ταυτοτήτων», αδιαφορώντας για τις υλικές συνθήκες ζωής των cis γυναικών και τα αιτήματά τους. Όμως, η ορατότητα των προβλημάτων και η νομική κατοχύρωση στοιχειωδών δικαιωμάτων αποτελούν αυτονόητες προτεραιότητες για τις λεσβίες και τις τρανς γυναίκες, οι οποίες αντιμετωπίζουν ακραίες μορφές διακρίσεων και κοινωνικής περιθωριοποίησης, ιδιαίτερα όταν προέρχονται από λαϊκά στρώματα ή είναι μετανάστριες πρώτης ή δεύτερης γενιάς. Επίσης, υπάρχουν φεμινιστικές συλλογικότητες που ασπάζονται την κουήρ φεμινιστική θεωρία (π.χ. ΔΙΟΤΙΜΑ) και ασχολούνται συστηματικά με υλικά προβλήματα των γυναικών (άνεργες, προσφύγισσες κλπ.), πέραν αυτού της έμφυλης βίας που ενοποιεί και τις δύο τάσεις του φεμινισμού.

Τέλος, οι φεμινίστριες του «δεύτερου κύματος» κατηγορούνται από αυτές του κουήρ φεμινισμού για «βιολογισμό» και «ουσιοκρατία» του φύλου, ενώ αυτές κατηγορούν τις δεύτερες για την εξαφάνιση των γυναικών ως (πολιτικού) υποκειμένου.

Η κατηγορία προς τις φεμινίστριες του «δεύτερου κύματος» για «βιολογισμό» και «ουσιοκρατία» του φύλου δεν ισχύει. Αντίθετα, αυτές θεωρούν ότι το φύλο αποτελεί κοινωνική κατασκευή, αρνούμενες δηλαδή ότι οι βιολογικές διαφορές των φύλων υπαγορεύουν τους έμφυλους κοινωνικούς ρόλους, τις συμπεριφορές γυναικών και ανδρών και τα πρότυπα αρρενωπότητας ή θηλυκότητας που αυτές και αυτοί υιοθετούν. Τα παραπάνω διαμορφώνονται από τις κοινωνικές και πολιτισμικές αντιλήψεις και συνήθειες, τους θεσμούς, τις κρατικές πολιτικές. Για τις φεμινίστριες αυτές, η βάση συγκρότησης του πολιτικού υποκειμένου «γυναίκες» και του φεμινιστικού κινήματος είναι η κοινωνική και όχι η βιολογική εμπειρία των γυναικών, ενώ οι διαφορετικές εμπειρίες καταπίεσης των γυναικών και πολλαπλών διακρίσεων με βάση την τάξη, τη φυλή, την εθνική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό κλπ. δημιουργούν επί μέρους κινήματα με διαφορετικές προτεραιότητες και διεκδικήσεις. Παράλληλα, όμως, οι φεμινίστριες του «δεύτερου κύματος» θεωρούν ότι οι βιολογικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών αποτελούν την αντικειμενική βάση πάνω στην οποία δομείται το κοινωνικό φύλο (έμφυλοι ρόλοι και ταυτότητες, σχέσεις εξουσίας κλπ.), ενώ η πατριαρχία συνδέεται με την προσπάθεια να ελεγχθεί η αναπαραγωγική ικανότητα και η σεξουαλικότητα των γυναικών από τους άνδρες.

Σε αντίθεση με τις φεμινίστριες στοχάστριες που θεωρητικοποίησαν το φύλο ως κοινωνική κατασκευή στη βάση ενός βιολογικού φύλου που αποτελεί φυσικό/υλικό/αντικειμενικό δεδομένο, στοχάστριες από τις οποίες αντλούν οι φεμινίστριες του «δεύτερου κύματος», η φεμινιστική κουήρ θεωρία, στηριγμένη στο έργο φιλοσόφων όπως η/το Μπάτλερ αλλά και κριτικών βιολόγων, δηλώνει ότι και το ίδιο το βιολογικό φύλο είναι κοινωνικά και πολιτισμικά κατασκευασμένο και ότι η πατριαρχία έχει επιβάλει ως κανονικότητα τόσο το δίπολο άνδρας-γυναίκα όσο και την ετεροσεξουαλικότητα, αντί ενός μεγαλύτερου φάσματος φύλου με βάση τα βιολογικά-αναπαραγωγικά χαρακτηριστικά των ατόμων, κάτι που παρέχει μεγαλύτερη ελευθερία διαμόρφωσης της ταυτότητας φύλου και της σεξουαλικότητας. Σε κάθε περίπτωση, η/το Μπάτλερ υποστηρίζει το σπάσιμο του δεσμού μεταξύ του βιολογικού και του κοινωνικού φύλου, έτσι ώστε το φύλο και η επιθυμία να είναι ευέλικτα και ρευστά και όχι προκαθορισμένα και σταθερά. Οι ταυτότητες φύλου εκδιπλώνονται ως φάσμα, χωρίς να συνδέονται με κάποιο βιολογικά καθορισμένο φύλο.

Φαίνεται, λοιπόν, από τα παραπάνω ότι η κριτική των φεμινιστριών που εμπνέονται από την κουήρ θεωρία προς αυτές του «δεύτερου κύματος» για «βιολογισμό» και «ουσιοκρατία» του φύλου αναφέρεται στο ότι οι δεύτερες επιμένουν να ασχολούνται με τα κοινωνικά προβλήματα που σχετίζονται με τα δύο αναπαραγωγικά βιολογικά φύλα, δεν αποδέχονται το φύλο ως «φάσμα» και αδιαφορούν ή αντιτίθενται σε (ορισμένες) διεκδικήσεις των τρανς ατόμων. Η κριτική των δεύτερων στις πρώτες εστιάζει στο γεγονός ότι η ρευστότητα των έμφυλων ταυτοτήτων, σε συνδυασμό με την αναμφισβήτητη συνάρθρωσή τους με άλλες ταυτότητες (διαθεματικότητα), οδηγούν στη ρευστοποίηση του φύλου και στη διάλυση της κοινωνικής κατηγορίας «γυναίκες» και του φεμινιστικού κινήματος.

Μια δεύτερη κριτική των φεμινιστριών του «δεύτερου κύματος» προς αυτές του κουήρ φεμινισμού είναι ότι, με τη χρήση γλωσσικών όρων, συμβόλων και φράσεων όπως το @, τα «άτομα με μήτρα», οι «θηλυκότητες», κλπ., εξαφανίζουν από τη γλώσσα τις γυναίκες ως υποκείμενα. Η απάντηση της άλλης πλευράς, ειλικρινής κατά τη γνώμη μου, είναι ότι ο σκοπός της χρήσης αυτών των όρων και εκφράσεων είναι η συμπερίληψη των τρανς και μη δυαδικών ατόμων και όχι η εξαφάνιση των γυναικών που ταυτίζονται με το φύλο που τους αποδίδεται στη γέννηση, οι οποίες δεν κινδυνεύουν από μειοψηφίες ατόμων που υφίστανται διακρίσεις. Παρ’ όλ’ αυτά, ως γνωστόν, το φύλο κατασκευάζεται μέσω της γλώσσας και η χρήση ουδέτερου λόγου (όρων, εκφράσεων, συμβόλων) καθιστά της γυναίκες (cis και trans) αόρατες, ενώ η πλειονότητά τους αισθάνεται αποκλεισμένη και προσβεβλημένη. Αν λοιπόν το ζητούμενο είναι η συμπόρευση μεταξύ διαφορετικών τάσεων του φεμινισμού, γιατί άραγε να είναι π.χ. τα «άτομα με μήτρα» και όχι οι «γυναίκες και άλλα άτομα με μήτρα» ή έμμηνο ρύση δικαιούχες προϊόντων περιόδου με χαμηλό συντελεστή ΦΠΑ; Ταυτόχρονα, καμία φεμινίστρια δεν μπορεί να μένει αδιάφορη απέναντι στις διακρίσεις που υφίστανται τα τρανς, τα διαφυλικά και τα μη δυαδικά άτομα, ούτε στην απειλή που συνεπάγεται η άνοδος της Ακροδεξιάς για το δικαίωμά τους στον αυτοπροσδιορισμό της ταυτότητας φύλου τους και τα υπόλοιπα δικαιώματά τους.

Δεν ξέρω εάν και πότε μπορεί να επουλωθεί το ρήγμα που έχει επέλθει τους τελευταίους μήνες μεταξύ των δύο τάσεων των φεμινιστριών της Αριστεράς, μετά από τη σφοδρή ιδεολογική αντιπαράθεση που διεξήχθη και το διχασμό που έχει επέλθει από τις αστήρικτες αλληλοκατηγορίες, τις ύβρεις που έχουν εκτοξευθεί και το διασυρμό ιστορικών στελεχών, της Μαρίας, της Φωτεινής και τη Σίσυς, που έχουν δώσει και συνεχίζουν να δίνουν τη ζωή και την ψυχή τους στο φεμινιστικό κίνημα και στην Αριστερά.

Αυτό που ξέρω ότι είναι ότι ο διχασμός εξ ορισμού δυναμώνει τον ιδεολογικό και πολιτικό αντίπαλο, την άκρα Δεξιά και τις συντηρητικές δυνάμεις, και ότι και οι δύο τάσεις του φεμινισμού έχουν διακριτή προσφορά στις γυναίκες και τις θηλυκότητες στη σημερινή συγκυρία και δίνουν πολλές κοινές μάχες με κοινές διεκδικήσεις. Τέλος, ξέρω ότι ουδέποτε μέχρι σήμερα έχει υπάρξει μεταξύ φεμινιστριών ένας ουσιαστικός και σοβαρός θεωρητικός και πολιτικός διάλογος πάνω σε αυτά που διχάζουν και σε αυτά που ενώνουν. Μόνο ένας τέτοιος διάλογος θα μπορούσε να συμβάλει στην υπέρβαση του σημερινού ρήγματος.

Μαρία Καραμεσίνη: Φεμινίστριες της Αριστεράς: Δεν έχουμε την πολυτέλεια του διχασμού

Η δημόσια διαμάχη μεταξύ φεμινιστριών της Νέας Αριστεράς, που επεκτάθηκε σε ακτιβίστριες του φεμινιστικού και ΛΟΑΤΚΙ+ κινήματος εκτός αυτής, προκάλεσε διχασμό σε καιρούς που απαιτούν τη μέγιστη δυνατή εγρήγορση και ενότητα. Από τις πρώτες μέρες της διακυβέρνησής του, ο Τραμπ πήρε ακραία μέτρα κατά των τρανς και διαφυλικών ατόμων, ενώ ο περιορισμός του δικαιώματος των γυναικών στην έκτρωση θα είναι ο επόμενος στόχος. Η άκρα Δεξιά και οι συντηρητικές δυνάμεις σε όλο τον κόσμο παίρνουν παράδειγμα. Σε αυτή τη συγκυρία, η αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ φεμινιστριών διαφορετικών τάσεων είναι επιτακτική ανάγκη. Δεν έχουμε την πολυτέλεια του διχασμού.

Όμως, η υπέρβαση του ρήγματος προϋποθέτει την κατανόηση της θεωρητικής πηγής και της πραγματικής διάστασης των πολιτικών διαφορών, όχι μόνο από τη στενή περίμετρο των «μυημένων», αλλά και από έναν ευρύτερο περίγυρο που παρακολούθησε άφωνος τους τελευταίους μήνες το ξέσπασμα ενός κύματος μισαλλοδοξίας και ύβρεων στα social media, πέραν της αντιπαράθεσης απόψεων και επιχειρημάτων στην Εποχή αυτής καθ’ αυτήν. Διότι η αντιπαράθεση μεταξύ φεμινιστριών της Αριστεράς που είναι δραστήριες στο φεμινιστικό κίνημα και αντλούν από τη θεωρία του κοινωνικού φύλου, όπως αναπτύχθηκε από το «δεύτερο κύμα» του φεμινισμού, και εκείνων που είναι ενεργές και στο ΛΟΑΤΚΙ+ κίνημα και αναφέρονται στην φεμινιστική και κουήρ θεωρία για το «φάσμα φύλου» οξύνθηκε με πολλές δηλητηριώδεις αλληλοκατηγορίες, εκ των οποίων οι περισσότερες είναι αστήρικτες. Θα αναφέρω τις σημαντικότερες και την αντίκρουσή τους.

Καταρχάς, οι σημερινές φεμινίστριες που αντλούν από τη θεωρία της κοινωνικής κατασκευής του φύλου κατηγορούνται από τις υποστηρίκτριες του κουήρ φεμινισμού για τρανσφοβία και ομοφοβία που τροφοδοτούν την ακροδεξιά ιδεολογία, ότι είναι «terf» (trans exclusionary radical feminists)! Τερατώδης και ανυπόστατη κατηγορία. Το λεσβιακό κίνημα ήταν πλήρως αποδεκτό και αναπτύχθηκε απρόσκοπτα ως μέρος του φεμινιστικού κινήματος της Μεταπολίτευσης, ενώ η επιλογή σεξουαλικού προσανατολισμού αποτελούσε εξαρχής για τις φεμινίστριες αδιαπραγμάτευτο στοιχείο του αυτοπροσδιορισμού και της σεξουαλικής απελευθέρωσης των γυναικών. Πιο πρόσφατα, οι σημερινές φεμινίστριες του «δεύτερου κύματος» ουδέποτε αμφισβήτησαν το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού των κουήρ, τρανς και μη δυαδικών ατόμων, και καλωσόρισαν τη δυνατότητα νομικής αλλαγής φύλου ή την τεκνοθεσία στα ομόφυλα ζευγάρια. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν διαφωνούν με πρακτικές ή διεκδικήσεις του ΛΟΑΤΚΙ+ κινήματος (επιθετική προβολή συμβόλων θηλυκότητας, θεσμοθέτηση της πορνείας ως σεξεργασίας κλπ.). Αλλά τίποτα δεν δικαιολογεί το να κατηγορούνται ως «αντηχείο του Τραμπ»!

Επίσης, οι φεμινίστριες «του δεύτερου κύματος» υποστηρίζουν ότι η πορνεία δεν μπορεί να αποκαλείται «σεξεργασία», διότι η θεσμοθέτησή της την κανονικοποιεί ιδεολογικά ως σεξ και ως εργασία, ενώ δεν είναι τίποτα από τα δύο. Αυτό δεν εμποδίζει, όπως ισχυρίζονται αυτές που ασπάζονται τον κουήρ φεμινισμό, τη διεκδίκηση μέτρων βελτίωσης της προστασίας των εκδιδόμενων ατόμων.

Οι σημερινές φεμινίστριες του «δεύτερου κύματος» επίσης κατηγορούνται για μη αναγνώριση της διαθεματικότητας του φύλου, ότι δηλαδή οι γυναίκες, οι άνδρες και τα μη δυαδικά άτομα έχουν τάξη, φυλή, εθνική προέλευση/καταγωγή, σεξουαλικό προσανατολισμό, αρτιμέλεια/αναπηρία κλπ., και ότι αυτοί/ές/ά που τοποθετούνται στις μη προνομιούχες ομάδες υφίστανται πολλαπλές διακρίσεις. Πρόκειται για αστήρικτη κατηγορία, διότι ήταν αυτές που, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, ασχολήθηκαν συστηματικά στη χώρα μας με τα προβλήματα των εργαζόμενων γυναικών στο φασόν, των μεταναστριών και των θυμάτων τράφικινγκ, με την αλληλεγγύη στις «Γυναίκες στα μαύρα» στο Βελιγράδι και τις εγκλωβισμένες στην Τούσλα (χρηματοδότηση μαστογράφου) κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία, το συνδικαλισμό και τα αιτήματα των εργαζόμενων γυναικών του ιδιωτικού τομέα. Και συνεχίζουν και σήμερα να ασχολούνται με τα προβλήματα των ομάδων γυναικών που υφίστανται πολλαπλές διακρίσεις.

Από την άλλη, οι φεμινίστριες που υποστηρίζουν τον κουήρ φεμινισμό και αντιλαμβάνονται την πατριαρχία ως ενιαίο σύστημα καταπίεσης των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, κατηγορούνται ότι δίνουν μόνο μάχες για τις έμφυλες ταυτότητες και τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, περιορίζονται δηλαδή στην «πολιτική ταυτοτήτων», αδιαφορώντας για τις υλικές συνθήκες ζωής των cis γυναικών και τα αιτήματά τους. Όμως, η ορατότητα των προβλημάτων και η νομική κατοχύρωση στοιχειωδών δικαιωμάτων αποτελούν αυτονόητες προτεραιότητες για τις λεσβίες και τις τρανς γυναίκες, οι οποίες αντιμετωπίζουν ακραίες μορφές διακρίσεων και κοινωνικής περιθωριοποίησης, ιδιαίτερα όταν προέρχονται από λαϊκά στρώματα ή είναι μετανάστριες πρώτης ή δεύτερης γενιάς. Επίσης, υπάρχουν φεμινιστικές συλλογικότητες που ασπάζονται την κουήρ φεμινιστική θεωρία (π.χ. ΔΙΟΤΙΜΑ) και ασχολούνται συστηματικά με υλικά προβλήματα των γυναικών (άνεργες, προσφύγισσες κλπ.), πέραν αυτού της έμφυλης βίας που ενοποιεί και τις δύο τάσεις του φεμινισμού.

Τέλος, οι φεμινίστριες του «δεύτερου κύματος» κατηγορούνται από αυτές του κουήρ φεμινισμού για «βιολογισμό» και «ουσιοκρατία» του φύλου, ενώ αυτές κατηγορούν τις δεύτερες για την εξαφάνιση των γυναικών ως (πολιτικού) υποκειμένου.

Η κατηγορία προς τις φεμινίστριες του «δεύτερου κύματος» για «βιολογισμό» και «ουσιοκρατία» του φύλου δεν ισχύει. Αντίθετα, αυτές θεωρούν ότι το φύλο αποτελεί κοινωνική κατασκευή, αρνούμενες δηλαδή ότι οι βιολογικές διαφορές των φύλων υπαγορεύουν τους έμφυλους κοινωνικούς ρόλους, τις συμπεριφορές γυναικών και ανδρών και τα πρότυπα αρρενωπότητας ή θηλυκότητας που αυτές και αυτοί υιοθετούν. Τα παραπάνω διαμορφώνονται από τις κοινωνικές και πολιτισμικές αντιλήψεις και συνήθειες, τους θεσμούς, τις κρατικές πολιτικές. Για τις φεμινίστριες αυτές, η βάση συγκρότησης του πολιτικού υποκειμένου «γυναίκες» και του φεμινιστικού κινήματος είναι η κοινωνική και όχι η βιολογική εμπειρία των γυναικών, ενώ οι διαφορετικές εμπειρίες καταπίεσης των γυναικών και πολλαπλών διακρίσεων με βάση την τάξη, τη φυλή, την εθνική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό κλπ. δημιουργούν επί μέρους κινήματα με διαφορετικές προτεραιότητες και διεκδικήσεις. Παράλληλα, όμως, οι φεμινίστριες του «δεύτερου κύματος» θεωρούν ότι οι βιολογικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών αποτελούν την αντικειμενική βάση πάνω στην οποία δομείται το κοινωνικό φύλο (έμφυλοι ρόλοι και ταυτότητες, σχέσεις εξουσίας κλπ.), ενώ η πατριαρχία συνδέεται με την προσπάθεια να ελεγχθεί η αναπαραγωγική ικανότητα και η σεξουαλικότητα των γυναικών από τους άνδρες.

Σε αντίθεση με τις φεμινίστριες στοχάστριες που θεωρητικοποίησαν το φύλο ως κοινωνική κατασκευή στη βάση ενός βιολογικού φύλου που αποτελεί φυσικό/υλικό/αντικειμενικό δεδομένο, στοχάστριες από τις οποίες αντλούν οι φεμινίστριες του «δεύτερου κύματος», η φεμινιστική κουήρ θεωρία, στηριγμένη στο έργο φιλοσόφων όπως η/το Μπάτλερ αλλά και κριτικών βιολόγων, δηλώνει ότι και το ίδιο το βιολογικό φύλο είναι κοινωνικά και πολιτισμικά κατασκευασμένο και ότι η πατριαρχία έχει επιβάλει ως κανονικότητα τόσο το δίπολο άνδρας-γυναίκα όσο και την ετεροσεξουαλικότητα, αντί ενός μεγαλύτερου φάσματος φύλου με βάση τα βιολογικά-αναπαραγωγικά χαρακτηριστικά των ατόμων, κάτι που παρέχει μεγαλύτερη ελευθερία διαμόρφωσης της ταυτότητας φύλου και της σεξουαλικότητας. Σε κάθε περίπτωση, η/το Μπάτλερ υποστηρίζει το σπάσιμο του δεσμού μεταξύ του βιολογικού και του κοινωνικού φύλου, έτσι ώστε το φύλο και η επιθυμία να είναι ευέλικτα και ρευστά και όχι προκαθορισμένα και σταθερά. Οι ταυτότητες φύλου εκδιπλώνονται ως φάσμα, χωρίς να συνδέονται με κάποιο βιολογικά καθορισμένο φύλο.

Φαίνεται, λοιπόν, από τα παραπάνω ότι η κριτική των φεμινιστριών που εμπνέονται από την κουήρ θεωρία προς αυτές του «δεύτερου κύματος» για «βιολογισμό» και «ουσιοκρατία» του φύλου αναφέρεται στο ότι οι δεύτερες επιμένουν να ασχολούνται με τα κοινωνικά προβλήματα που σχετίζονται με τα δύο αναπαραγωγικά βιολογικά φύλα, δεν αποδέχονται το φύλο ως «φάσμα» και αδιαφορούν ή αντιτίθενται σε (ορισμένες) διεκδικήσεις των τρανς ατόμων. Η κριτική των δεύτερων στις πρώτες εστιάζει στο γεγονός ότι η ρευστότητα των έμφυλων ταυτοτήτων, σε συνδυασμό με την αναμφισβήτητη συνάρθρωσή τους με άλλες ταυτότητες (διαθεματικότητα), οδηγούν στη ρευστοποίηση του φύλου και στη διάλυση της κοινωνικής κατηγορίας «γυναίκες» και του φεμινιστικού κινήματος.

Μια δεύτερη κριτική των φεμινιστριών του «δεύτερου κύματος» προς αυτές του κουήρ φεμινισμού είναι ότι, με τη χρήση γλωσσικών όρων, συμβόλων και φράσεων όπως το @, τα «άτομα με μήτρα», οι «θηλυκότητες», κλπ., εξαφανίζουν από τη γλώσσα τις γυναίκες ως υποκείμενα. Η απάντηση της άλλης πλευράς, ειλικρινής κατά τη γνώμη μου, είναι ότι ο σκοπός της χρήσης αυτών των όρων και εκφράσεων είναι η συμπερίληψη των τρανς και μη δυαδικών ατόμων και όχι η εξαφάνιση των γυναικών που ταυτίζονται με το φύλο που τους αποδίδεται στη γέννηση, οι οποίες δεν κινδυνεύουν από μειοψηφίες ατόμων που υφίστανται διακρίσεις. Παρ’ όλ’ αυτά, ως γνωστόν, το φύλο κατασκευάζεται μέσω της γλώσσας και η χρήση ουδέτερου λόγου (όρων, εκφράσεων, συμβόλων) καθιστά της γυναίκες (cis και trans) αόρατες, ενώ η πλειονότητά τους αισθάνεται αποκλεισμένη και προσβεβλημένη. Αν λοιπόν το ζητούμενο είναι η συμπόρευση μεταξύ διαφορετικών τάσεων του φεμινισμού, γιατί άραγε να είναι π.χ. τα «άτομα με μήτρα» και όχι οι «γυναίκες και άλλα άτομα με μήτρα» ή έμμηνο ρύση δικαιούχες προϊόντων περιόδου με χαμηλό συντελεστή ΦΠΑ; Ταυτόχρονα, καμία φεμινίστρια δεν μπορεί να μένει αδιάφορη απέναντι στις διακρίσεις που υφίστανται τα τρανς, τα διαφυλικά και τα μη δυαδικά άτομα, ούτε στην απειλή που συνεπάγεται η άνοδος της Ακροδεξιάς για το δικαίωμά τους στον αυτοπροσδιορισμό της ταυτότητας φύλου τους και τα υπόλοιπα δικαιώματά τους.

Δεν ξέρω εάν και πότε μπορεί να επουλωθεί το ρήγμα που έχει επέλθει τους τελευταίους μήνες μεταξύ των δύο τάσεων των φεμινιστριών της Αριστεράς, μετά από τη σφοδρή ιδεολογική αντιπαράθεση που διεξήχθη και το διχασμό που έχει επέλθει από τις αστήρικτες αλληλοκατηγορίες, τις ύβρεις που έχουν εκτοξευθεί και το διασυρμό ιστορικών στελεχών, της Μαρίας, της Φωτεινής και τη Σίσυς, που έχουν δώσει και συνεχίζουν να δίνουν τη ζωή και την ψυχή τους στο φεμινιστικό κίνημα και στην Αριστερά.

Αυτό που ξέρω ότι είναι ότι ο διχασμός εξ ορισμού δυναμώνει τον ιδεολογικό και πολιτικό αντίπαλο, την άκρα Δεξιά και τις συντηρητικές δυνάμεις, και ότι και οι δύο τάσεις του φεμινισμού έχουν διακριτή προσφορά στις γυναίκες και τις θηλυκότητες στη σημερινή συγκυρία και δίνουν πολλές κοινές μάχες με κοινές διεκδικήσεις. Τέλος, ξέρω ότι ουδέποτε μέχρι σήμερα έχει υπάρξει μεταξύ φεμινιστριών ένας ουσιαστικός και σοβαρός θεωρητικός και πολιτικός διάλογος πάνω σε αυτά που διχάζουν και σε αυτά που ενώνουν. Μόνο ένας τέτοιος διάλογος θα μπορούσε να συμβάλει στην υπέρβαση του σημερινού ρήγματος.

Η ΕΠΟΧΗ