Macro

Μαρία Καραμεσίνη: Εργασιακό νομοσχέδιο – Από την Θάτσερ στον Όρμπαν

Η ψήφιση του εργασιακού νομοσχεδίου που συζητείται στη Βουλή, θα ολοκληρώσει μια εκκρεμότητα στρατηγικής σημασίας για την κυβέρνηση και τα ταξικά συμφέροντα που εξυπηρετεί. Είναι χαρακτηριστικό, ότι πέρσι τον Μάιο, εν μέσω πανδημίας και «στη ζούλα», η κυβέρνηση είχε προσθέσει με πρωτοβουλία της και την έγκριση των ευρωπαϊκών θεσμών τον «εκσυγχρονισμό του εργατικού δικαίου» στις δεσμεύσεις που κληρονόμησε από την προηγούμενη κυβέρνηση, στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής επιτήρησης και του ευρωπαϊκού εξαμήνου. Έτσι η δέσμευση πέρασε αυτόματα στις μεταρρυθμίσεις του Εθνικού Σχεδίου για το Ταμείο Ανάκαμψης, ως προϋπόθεση για την εκταμίευση πόρων.

Ως προς την ουσία, οι τελευταίες προσθήκες Χατζηδάκη στο νομοσχέδιο, με σκοπό  τον πλήρη ακρωτηριασμό του δικαιώματος της απεργίας, δεν αφήνουν πλέον κανένα περιθώριο αμφιβολίας, ότι η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη όχι μόνο να γενικεύσει το 10ωρο, να νομιμοποιήσει τις απλήρωτες υπερωρίες και να καταργήσει τα τελευταία εμπόδια των επιχειρήσεων για απολύσεις αλλά επίσης, το σημαντικότερο, να απαλλάξει πλήρως το κεφάλαιο από ενοχλητικούς θεσμούς όπως οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, οι απεργίες και, εντέλει, τα συνδικάτα. Είναι αποφασισμένη, προς χάρη του ελέγχου του εργατικού κόστους, της ανταγωνιστικότητας και της προσέλκυσης επενδύσεων, να περιορίσει συνταγματικές ελευθερίες και δικαιώματα και να ξεμπερδεύει με το συνδικαλιστικό κίνημα.

Το εργασιακό νομοσχέδιο είναι στρατηγικής σημασίας διότι υλοποιεί το δεύτερο και τελευταίο μέρος του προεκλογικού σχεδίου της κυβέρνησης για ολοκλήρωση του δεύτερου Μνημονίου – το πρώτο περιλάμβανε την υπονόμευση των συλλογικών διαπραγματεύσεων με τον αναπτυξιακό νόμο – με σκοπό την εγκαθίδρυση ενός ακραία νεοφιλελεύθερου μοντέλου ιδεατής λειτουργίας της αγοράς εργασίας, μιας αγοράς εργασίας ελεύθερης από συνδικάτα και εργασιακά δικαιώματα που παράγουν «ακαμψίες», όπου οι όροι εργασίας καθορίζονται αποκλειστικά με ατομική διαπραγμάτευση μεταξύ εργοδοτών και μισθωτών και το πάνω χέρι το έχουν οι επιχειρήσεις. Το διακύβευμα του νομοσχεδίου είναι λοιπόν ευρύτερο, ενώ η (από)ρύθμιση του εργάσιμου χρόνου με ατομικές συμβάσεις εναρμονίζεται πλήρως με το στόχο της εξατομίκευσης των εργασιακών σχέσεων.

Ρηξικέλευθα σχέδια τέτοιας εμβέλειας έχουν επιτύχει μόνο σε έκτακτες περιστάσεις, σε χώρες που έχουν αντιμετωπίσει είτε συνθήκες σκληρής ταξικής σύγκρουσης με ισχυρές νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις που επιδίωξαν να συντρίψουν και να καθυποτάξουν τα συνδικάτα (ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία τη δεκαετία του 1980) είτε στο πλαίσιο κοσμοϊστορικών αλλαγών όπως η κατάρρευση των καθεστώτων του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού μετά την πτώση του Τείχους το 1989. Η μετάβαση της Ρωσίας και της ανατολικής Ευρώπης στον καπιταλισμό τη δεκαετία του 1990 έγινε με βάση το αμερικάνικο νεοφιλελεύθερο πρότυπο που προώθησαν σε αυτές τις χώρες όλοι οι διεθνείς οργανισμοί (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΟΟΣΑ).

Επιπρόσθετα, η απαξίωση του συνδικαλισμού και της κρατικής παρέμβασης στα μάτια των λαών, που ταυτίστηκαν με τη χειραγώγηση και τον κρατισμό των προηγούμενων ανελεύθερων και καταπιεστικών καθεστώτων, οδήγησε και κατά τη φάση της μετάβασης στον καπιταλισμό και στη συνέχεια στην σχεδόν εξαφάνιση των συνδικάτων και των συλλογικών διαπραγματεύσεων στις περισσότερες από αυτές τις χώρες. Η Ελλάδα βρέθηκε σε ακραίες οικονομικές συνθήκες με την κρίση δημόσιου χρέους και την παραλίγο ανεξέλεγκτη κρατική χρεοκοπία.

Η δραστική μείωση του εργατικού κόστους, ο δεύτερος μετά τη δημοσιονομική προσαρμογή στόχος των δύο πρώτων μνημονίων, στον οποίο συνέκλιναν οι δανειστές, οι ελληνικές κυβερνήσεις και οι εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου της χώρας, υπαγόρευσε τη δραστική περικοπή των εργασιακών δικαιωμάτων και την αποκαθήλωση των θεσμών της αγοράς εργασίας. Πρόκειται για βίαιη ταξική σύγκρουση, μεθοδικά ενορχηστρωμένη από τις κυβερνήσεις της εποχής, που εκτός από τη δραματική μείωση των μισθών, οδήγησε σε ελεύθερη πτώση το βαθμό κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις εργασίας από το 80% το 2008 στο 14% το 2017 (ακόμα χαμηλότερο σήμερα), τοποθετώντας την Ελλάδα ανάμεσα στις αναπτυγμένες χώρες και αυτές της Ε.Ε. με τα χαμηλότερα ποσοστά κάλυψης (ΗΠΑ, Βρετανία, Ρωσία, χώρες της Ανατολικής Ευρώπης) που κυμαίνονται μεταξύ 7% και 26%.

Τη στιγμή που η πρόταση Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον κατώτατο μισθό προβλέπει ρητά την αύξηση της κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές διαπραγματεύσεις και την υποχρεωτική εκπόνηση εθνικών σχεδίων δράσης που θα παρακολουθούνται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις χώρες όπου το ποσοστό είναι κατώτερο του 70%, φαίνεται ότι η χώρα μας εμμένει θατσερικά και πορεύεται αντίστροφα, κατρακυλώντας στον πάτο της Ε.Ε., σε σφιχτό εναγκαλισμό με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και απομακρυνόμενη από τις χώρες της Δυτικής.

Παρομοίως, ανεβάζοντας με το εργασιακό νομοσχέδιο τον επιτρεπόμενο χρόνο εργασίας καθ΄ υπέρβαση του συμβατικού ωραρίου (υπερεργασία συν υπερωρίες) στις 400 ώρες ετησίως, εναρμονίζεται απόλυτα με την Ουγγαρία, την Πολωνία και τη Σλοβακία που έχουν τα υψηλότερα πλαφόν στην Ε.Ε.

Η ειρωνεία είναι ότι η σύγκλιση της Ελλάδας με τα πλέον νεοφιλελεύθερα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης προβάλλεται ως μέγιστη μεταρρύθμιση στο όνομα ενός «εξευρωπαϊσμού-εκσυγχρονισμού», που προϋποθέτει την εξατομίκευση, την κοινωνική υποταγή και πραγματώνεται μέσω του περιορισμού των ελευθεριών και του κρατικού αυταρχισμού. Το εργασιακό νομοσχέδιο βρίσκεται λοιπόν, άθελά του, στο επίκεντρο της διαμάχης σε ΗΠΑ και Ευρώπη για την επίλυση των πολλαπλών κρίσεων μετά το τέλος της πανδημίας μεταξύ των δυνάμεων του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού από τη μία πλευρά, εκείνων της προόδου, της δημοκρατίας και του κοινωνικού μετασχηματισμού από την άλλη.

Η Μαρία Καραμεσίνη είναι καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρώην πρόεδρος και διοικήτρια ΟΑΕΔ.

Πηγή: TVXS