Macro

Μαρία Καραμεσίνη: Εργασιακή απορρύθμιση “για το καλό των εργαζομένων”: Η μεγάλη υποκρισία του νομοσχεδίου Γεωργιάδη

Το πρώτο εργασιακό νομοσχέδιο της νέας κυβέρνησης Μητσοτάκη, που βρίσκεται από την περασμένη Παρασκευή σε διαβούλευση, δείχνει ότι αυτή θα συνεχίσει την πολιτική της προηγούμενης στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων, πιάνοντας το νήμα από τον αναπτυξιακό νόμο 4635/2019 (Γεωργιάδη), που έθεσε τεράστια εμπόδια στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, και τον νόμο 4808/2021 (Χατζηδάκη) που επέτρεψε τη 10ωρη εργασία χωρίς υπερωριακή αμοιβή μέσω ατομικής σύμβασης και περιόρισε το δικαίωμα της απεργίας.
 
Δεν θα σταματήσει δηλαδή και η σημερινή κυβέρνηση να αξιοποιεί κάθε ευκαιρία θεσμοθέτησης μέτρων ενίσχυσης της ευελιξίας της αγοράς εργασίας, που μειώνουν το κόστος εργασίας των επιχειρήσεων και περιορίζουν τα δικαιώματα των εργαζομένων.
 
Η ειρωνεία βέβαια είναι ότι το νέο νομοσχέδιο προωθεί την εργασιακή ευελιξία και τον περιορισμό του δικαιώματος της απεργίας στο όνομα της προστασίας και βελτίωσης των δικαιωμάτων εργαζομένων! Έτσι, με αφορμή την κύρωση της Οδηγίας 2019/1152 «για διαφανείς και προβλέψιμους όρους εργασίας», που βελτιώνει την ισχύουσα από τη δεκαετία του 1990 ευρωπαϊκή και εθνική νομοθεσία για την υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας, ο κ. Γεωργιάδης δράττεται της ευκαιρίας για να νομιμοποιήσει παράνομες ή άτυπες μορφές ευέλικτης απασχόλησης και χρόνου εργασίας που έχουν αναπτυχθεί στην αγορά εργασίας λόγω μη επαρκών ελέγχων από την Επιθεώρηση Εργασίας και να εισάγει νέες.
 
Έτσι ο υπ. Εργασίας υποκριτικά παρουσιάζει ως φιλεργατικό ένα νομοσχέδιο που:
 
Νομιμοποιεί την (σήμερα παράνομη) εξαήμερη εργασία στις επιχειρήσεις 24ωρης λειτουργίας με βάρδιες σε όλους τους κλάδους της οικονομίας (πλην των ξενοδοχείων και του επισιτισμού όπου αυτή ισχύει ήδη) και καταργεί το πενθήμερο στην πράξη, εφόσον η έκτη ημέρα εργασίας καθίσταται υποχρεωτική για τους εργαζόμενους, εφόσον τους ζητηθεί από τον εργοδότη. Η εξαήμερη εργασία προβάλλεται από τον υπ. Εργασίας ως «δικαίωμα» των εργαζομένων, η νομιμοποίησή της ως προστασία τους από τις συνέπειες της καταστρατήγησης του πενθημέρου (μαύρη εργασία) και η αύξηση της υπερωριακής της αποζημίωσης από 30% στο 40% ως βελτίωση των όρων εργασίας τους.
Θεσμοθετεί εμμέσως για πρώτη φορά τις συμβάσεις «κατά παραγγελία», με την ενσωμάτωση στο νσχ των ρυθμίσεων της Οδηγίας περί «μη προβλέψιμης εργασίας». Αυτού του είδους οι συμβάσεις (on call) αποτελούν στην Ε.Ε. το άκρον άωτον της εργασιακής επισφάλειας και των καταχρηστικών πρακτικών εις βάρος των εργαζομένων, που τίθενται σε εργασιακή ετοιμότητα για όποτε και όσο τους χρειάζεται η επιχείρηση, προκειμένου να εξασφαλίσουν το βιοπορισμό τους. Γι’ αυτό, παρόλο που Οδηγία επιβάλλει γι’ αυτού του είδους τις συμβάσεις στα κράτη μέλη της Ε.Ε. τον προκαθορισμό των ημερών και ωρών παροχής της εργασίας και τον προσδιορισμό ενός ελάχιστου χρόνου προειδοποίησης ως μέτρα στοιχειώδους προστασίας των εργαζόμενων, ταυτόχρονα ρητά αναφέρει ότι τα κράτη μέλη της Ε.Ε. δεν πρέπει να τη χρησιμοποιήσουν «ως βάση για την καθιέρωση συμβάσεων μηδενικών ωρών εργασίας ή άλλων παρόμοιων συμβάσεων εργασίας» στο εθνικό τους δίκαιο.
 
Κάτι που επέλεξε να κάνει ο κ. Γεωργιάδης, επικαλούμενος την ανάγκη καταπολέμησης της μαύρης εργασίας στα τεχνικά επαγγέλματα ή τα επαγγέλματα στο πεδίο του θεάματος και ακροάματος ή της εστίασης όπως και το «δικαίωμα στην εργασία μητέρων και φοιτητών που χρειάζονται ευέλικτο πλαίσιο απασχόλησης», παρόλο που κατεξοχήν οι μητέρες θέλουν σταθερό ωράριο για να ανταποκριθούν στις ανάγκες φροντίδας των μικρών παιδιών. Προκειμένου δε ο Υπ. Εργασίας να μην κατηγορηθεί για θεσμοθέτηση συμβάσεων μηδενικών ωρών, το νομοσχέδιο ορίζει ότι θα πρέπει να συμφωνηθεί στη σύμβαση «μη προβλέψιμης εργασίας» ελάχιστος αριθμός ωρών απασχόλησης, λες και αυτό θα λύσει το πρόβλημα της επισφάλειας της εργασίας για τους εργαζόμενους με αυτό το είδος σύμβασης.
Εισάγει τη δυνατότητα εφαρμογής συστήματος ευέλικτης διευθέτησης του χρόνου εργασίας σε ετήσια ή εξαμηνιαία βάση με ατομική σύμβαση εργασίας, χωρίς καν να προηγείται αίτημα του εργαζόμενου, όπως στην περίπτωση της τετραήμερης εβδομάδας εργασίας του νόμου Χατζηδάκη. Η εφαρμογή τέτοιων συστημάτων σε μια επιχείρηση σήμερα απαιτεί επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία του εργοδότη με το συμβούλιο εργαζομένων ή την ένωση προσώπων. Εντέλει το νομοσχέδιο παρέχει στους εργοδότες τη δυνατότητα μονομερούς επιβολής συστημάτων ευέλικτης διευθέτησης του χρόνου εργασίας, χωρίς τη συναίνεση των μισθωτών της επιχείρησής τους.
Νομιμοποιεί τη δυνατότητα παράλληλης απασχόλησης των εργαζομένων σε περισσότερους του ενός εργοδότες με συνδυασμό συμβάσεων πλήρους και μερικής απασχόλησης, ενώ σήμερα υπάρχει δυνατότητα απασχόλησης μόνο σε δύο εργοδότες και μόνο με συνδυασμό συμβάσεων μερικής απασχόλησης. Η σχετική διάταξη ανταποκρίνεται στην ανάγκη αναγνώρισης και ρύθμισης ενός εκτεταμένου φαινομένου στην αγορά εργασίας που είναι πολύ παλιό, αλλά διογκώνεται όταν επεκτείνεται η εργασιακή φτώχεια.
 
Γι’ αυτό και η πρόσφατη δήλωση Γεωργιάδη για το «δικαίωμα» των εργαζομένων σε 16ωρη ημερήσια απασχόληση, που μετατράπηκε αργότερα σε 13ωρη, προκειμένου να μπορούν να αυξάνουν το εισόδημά τους, ήταν εξόχως κυνική, όταν δεκάδες χιλιάδες μισθωτών αναγκάζονται να κάνουν δεύτερη ή και περισσότερες δουλειές διότι αδυνατούν να βιοποριστούν ατομικά ή να ανταπεξέλθουν οικονομικά στις οικογενειακές τους υποχρεώσεις τους με μία δουλειά που να τους εξασφαλίζει αξιοπρεπές εισόδημα. Σημειωτέον, επίσης, ότι η Οδηγία δεν ευθύνεται για την εμμονή με την 13ωρη εργασία.
 
Το μοναδικό της μέλημα είναι «τα κράτη μέλη (να) εξασφαλίζουν ότι ο εργοδότης δεν πρόκειται να απαγορεύσει σε εργαζόμενο να αναλάβει εργασία σε άλλους εργοδότες εκτός του ωραρίου εργασίας… ή να επιφυλάξει δυσμενή μεταχείριση σε εργαζόμενο για τον λόγο αυτό». Αυτό σημαίνει ότι το ανώτατο όριο συνολικού ημερήσιου χρόνου εργασίας παράλληλης απασχόλησης σε πολλαπλούς εργοδότες μπορεί και πρέπει να καθοριστεί με νόμο χαμηλότερα π.χ. στις 11 ώρες, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι ώρες μετακίνησης από και προς τις πολλαπλές εργασίες και να εξασφαλίζεται η υποχρεωτική βάσει ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας συνεχόμενη ανάπαυση των 11 ωρών. Προφανώς χρειάζεται επιπρόσθετα καταχώριση των στοιχείων όλων των συμβάσεων στο ΕΡΓΑΝΗ και καταγραφή του χρόνου εργασίας σε όλες τις εργασίες στην ψηφιακή κάρτα, κάτι που λείπει από τη διάταξη του νομοσχεδίου.
 
Η δήλωση του Υπ. Εργασίας ήταν επίσης προκλητική, διότι παρέβλεψε τους κινδύνους των παρατεταμένων ωραρίων εργασίας για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων, την υποχρέωση πολλών μισθωτών να φροντίζουν μικρά παιδιά και ηλικιωμένους συγγενείς, την ανάγκη για προσωπική ζωή πέραν της εργασίας. Το ίδιο κάνει και το νομοσχέδιο. Το κυριότερο απ’ όλα είναι, ότι η σχετική ρύθμιση δεν περιλαμβάνει, όπως θα όφειλε, ασφαλιστικές δικλείδες που να απαγορεύουν ή να περιορίζουν τη δεύτερη ή τρίτη απασχόληση σε επαγγέλματα/δουλειές επικίνδυνα/ες για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή όταν η πρώτη απασχόληση είναι σε τέτοια/ες επαγγέλματα/δουλειές.
 
Τέλος, αλλά όχι ελάχιστο, χωρίς ουδόλως να προκύπτει από την Οδηγία, το νομοσχέδιο επιδιώκει, για δεύτερη φορά μετά το νόμο Χατζηδάκη, να περιορίσει ακόμα περισσότερο την άσκηση του συνταγματικού δικαιώματος της απεργίας. Συγκεκριμένα, στο όνομα της «προστασίας της εργασίας» ποινικοποιεί την περιφρούρηση της απεργίας από τους απεργούς και αυξάνει τα πρόστιμα για παρεμπόδιση των μη απεργών και απεργοσπαστών να εισέλθουν στο χώρο εργασίας, ακόμα και όταν η απεργία έχει προκηρυχθεί νόμιμα.
 
Συμπερασματικά, η εργασιακή απορρύθμιση που ξεκίνησε με τα πρώτα Μνημόνια δεν φαίνεται να παίρνει τέλος, ακόμα και μετά τις καθοριστικές παρεμβάσεις της πρώτης κυβέρνησης Μητσοτάκη την προηγούμενη τετραετία. Το νομοσχέδιο κινείται στη λογική της «ευελιξίας με ασφάλεια», αντλώντας τις ρυθμίσεις για την ασφάλεια/προστασία των εργαζομένων από την Οδηγία και προσθέτοντας τις ρυθμίσεις για την ευελιξία που ζητούν από την κυβέρνηση οι εργοδοτικοί φορείς.
 
Στο επίκεντρο των δεύτερων ρυθμίσεων είναι η ευελιξία του χρόνου εργασίας και οι άτυπες μορφές απασχόλησης. Όλες μοιάζει να συνδέονται – με τον έναν ή τον άλλο τρόπο – με τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού που παρατηρούνται σε πολλούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια και επιφυλάσσομαι να αναπτύξω την επιχειρηματολογία για την παραπάνω εντύπωση σε άλλο άρθρο. Προς το παρόν, αξίζει να συγκρατήσουμε τη νεοφιλελεύθερη φιλοσοφία του νομοσχεδίου, που συνοψίζει με αφοπλιστική σαφήνεια ο κ. Γεωργιάδης: η ευελιξία είναι δικαίωμα του εργαζόμενου, η εργασιακή απορρύθμιση είναι για το καλό του.
 
Η Μαρία Καραμεσίνη είναι Καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρώην επικεφαλής του ΟΑΕΔ και υποψήφια βουλεύτρια με το ΣΥΡΙΖΑ στις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις