Macro

Μαρία Καραμεσίνη: Επιθετικός νεοφιλελευθερισμός και συλλογικές διαπραγματεύσεις

Την επιβράβευση, από την αποστολή του ΔΝΤ, για τις εργασιακές διατάξεις του αναπτυξιακού πολυνομοσχεδίου απέσπασε η ελληνική κυβέρνηση πριν λίγες μέρες, με την κριτική επισήμανση ότι προτιμότερο θα ήταν «να στοχεύουν στην πλήρη αποκατάσταση των μεταρρυθμίσεων-ορόσημο που εισήχθησαν κατά την περίοδο 2011-2013». Φαίνεται όμως πως η κυβέρνηση εκτιμά ότι οι θεσμικές αλλαγές του πολυνομοσχεδίου αρκούν στο να δώσουν τη χαριστική βολή στις κλαδικές συμβάσεις εργασίας, στα συνδικάτα και στον θεσμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων συνολικά, χωρίς να χρειάζεται επαναθεσμοθέτηση της υπερίσχυσης των επιχειρησιακών έναντι των κλαδικών συμβάσεων, κομβικό μέτρο-ορόσημο της περιόδου 2011-2013, που υπαινίσσεται η έκθεση της αποστολής το ΔΝΤ. Οι βασικές θεσμικές αλλαγές συνοψίζονται ως εξής: ουσιαστική κατάργηση της δυνατότητας των συνδικάτων για μονομερή προσφυγή στη Διαιτησία, εξαιρέσεις επιχειρήσεων από τις κλαδικές συμβάσεις και επιβολή εμποδίων στην επέκταση της ισχύος των τελευταίων στους μη συνδικαλισμένους μισθωτούς, υπερίσχυση των τοπικών κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων έναντι των αντίστοιχων εθνικών.

Νεοφιλελεύθερη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας

Η τάση αποκέντρωσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε επίπεδο επιχείρησης, οι εξαιρέσεις επιχειρήσεων από τους όρους των κλαδικών συμβάσεων και η αυστηροποίηση των προϋποθέσεων επέκτασης των τελευταίων δεν αποτελούν ελληνικό αλλά ευρωπαϊκό φαινόμενο. Φαινόμενο που συνδέεται με τη νεοφιλελεύθερη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, δηλαδή με την επίθεση του κεφαλαίου στα εργασιακά δικαιώματα, αξιοποιώντας το πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης ενοποίησης της Ευρώπης (ΟΝΕ) και της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, που άνοιξαν διάπλατα τις οικονομίες στον διεθνή ανταγωνισμό και απελευθέρωσαν τη διεθνή κίνηση κεφαλαίων, δημιουργώντας πιέσεις προσαρμογής του κόστους και της παραγωγικότητας της εργασίας στις επιχειρήσεις και τις οικονομίες.

Η τάση αποκέντρωσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε χώρες όπου οι κλαδικές συμβάσεις αποτελούν τον κεντρικό πυλώνα του συστήματος είχε καταρχάς ως επίδικο την ευελιξία του χρόνου εργασίας σε επίπεδο επιχείρησης αλλά αργότερα, σε κάποιες χώρες, δόθηκε η δυνατότητα σε επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες να παρεκκλίνουν προσωρινά από περισσότερες ρυθμίσεις των κλαδικών συμβάσεων, μεταξύ των οποίων και οι μισθοί. Η δυνατότητα αυτή θεσμοθετήθηκε σε ακόμα περισσότερες χώρες κατά τη διάρκεια της πρόσφατης κρίσης, ενώ στην Ισπανία και στην Ελλάδα, που έζησαν τις πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης, το ΔΝΤ και η ΕΚΤ προώθησαν το αγγλοσαξονικό μοντέλο της υπερίσχυσης των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών, καταργώντας την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης. Στη χώρα μας, το μοντέλο αυτό ανατράπηκε από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά παραμένει σε ισχύ στην Ισπανία.

Πάντως, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, οι εξαιρέσεις από τις κλαδικές συμβάσεις, σε συνδυασμό με την αυστηροποίηση των προϋποθέσεων επέκτασής τους στο σύνολο των μισθωτών του κλάδου, είναι υπεύθυνες για τη μείωση της συμμετοχής των επιχειρήσεων σε εργοδοτικές οργανώσεις και τη σημαντική υποχώρηση του ποσοστού κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις εργασίας την τελευταία εικοσαετία.

Διαφορές και εξαιρέσεις

Ωστόσο, υπάρχουν τεράστιες διαφορές μεταξύ της πραγματικότητας των ευρωπαϊκών χωρών για τις εξαιρέσεις από τις κλαδικές συμβάσεις και των αντίστοιχων διατάξεων του αναπτυξιακού πολυνομοσχεδίου. Πρώτον, σε καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν προβλέπεται ότι οι τοπικές κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις υπερισχύουν των αντίστοιχων εθνικών. Μόνο στην Ιταλία ισχύει σε εξαιρετικές περιπτώσεις, στη Γερμανία δεν υπάρχει συρροή, ενώ στην Ισπανία όταν υπάρχει συρροή υπερισχύουν κατά νόμο οι κλαδικές. Δεύτερον, σε περίπτωση οικονομικών δυσκολιών της επιχείρησης, σε όλες τις χώρες η εξαίρεση δίδεται για περιορισμένο χρονικό διάστημα και για προσωρινές οικονομικές δυσκολίες, απολύτως τεκμηριωμένες με βάση τα οικονομικά στοιχεία της επιχείρησης, για να τεθεί σε ισχύ χρειάζεται συμφωνία/σύμβαση μεταξύ συνδικάτου και επιχείρησης, η εφαρμογή της επιβλέπεται από τους κλαδικούς κοινωνικούς εταίρους και, κυρίως, εγκρίνεται υπό την προϋπόθεση ότι η επιχείρηση προβλέπεται να ανακάμψει σύντομα με βάση την παρεχόμενη τεκμηρίωση. Καμία σχέση δεν έχουν αυτές οι προϋποθέσεις με τις εξαιρέσεις του πολυνομοσχεδίου για επιχειρήσεις σε καθεστώς προπτωχευτικής ή παραπτωχευτικής ή πτωχευτικής διαδικασίας ή εξωδικαστικού συμβιβασμού, που αντιμετωπίζουν σοβαρά διαρθρωτικά οικονομικά προβλήματα.

Επιπλέον, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες που ανέκαμψαν ταχύτερα από την οικονομική κρίση και όπου οι εξαιρέσεις αφορούν μια σχετικά μικρή μερίδα επιχειρήσεων, η ελληνική οικονομία, που πέρασε μια δεκαετή κρίση, εμφανίζει πολύ μεγάλο ποσοστό επιχειρήσεων με κόκκινα επιχειρηματικά δάνεια και μεγάλες οικονομικές δυσκολίες, που θα μπορούσαν εν δυνάμει να ενταχθούν στις «εξαιρέσεις», μετατρέποντας τις τελευταίες σε «κανονικότητα» και υπονομεύοντας την ισχύ των κλαδικών συμβάσεων.

Το ανολοκλήρωτο δεύτερο Μνημόνιο

Τέλος, ενώ στις χώρες που ακόμα διαθέτουν ισχυρό σύστημα κλαδικών συλλογικών διαπραγματεύσεων, με υψηλό ποσοστό κάλυψης μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις, οι εξαιρέσεις και οι χειρότεροι όροι εργασίας που αυτές συνεπάγονται για τους εργαζόμενους «δικαιολογούνται» και συμφωνούνται με τα συνδικάτα με σκοπό τη διατήρηση της εργασίας σε επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προσωρινά οικονομικά προβλήματα, η κυβέρνηση της Ν.Δ. προτείνει τις εξαιρέσεις, τους περιορισμούς στην επεκτασιμότητα και την ουσιαστική κατάργηση της δυνατότητας μονομερούς προσφυγής των συνδικάτων στη Διαιτησία με άλλο σκοπό. Δεδομένου ότι το ποσοστό κάλυψης των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα από συλλογικές συμβάσεις εργασίας στη χώρα μας είναι περίπου 10%, το αναπτυξιακό πολυνομοσχέδιο, στην πραγματικότητα, προσπαθεί να παγιώσει ένα νέο μεταμνημονιακό θεσμικό πλαίσιο, που θα διατηρεί τους μισθούς καθηλωμένους και το εργατικό κόστος υπό έλεγχο. Αφαιρώντας και τους τελευταίους θεσμικούς πόρους από τα συνδικάτα, που σήμερα είναι πλήρως αποδυναμωμένα, αποδιοργανωμένα και διασπασμένα, και παρέχοντας κίνητρα στις επιχειρήσεις να εγκαταλείψουν ή να μην συμμετέχουν στις εργοδοτικές οργανώσεις, η κυβέρνηση επιδιώκει να περιορίσει στο ελάχιστο, αν όχι να εξαλείψει, τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις και να οδηγήσει το συνδικαλιστικό κίνημα σε πλήρη περιθωριοποίηση και απαξίωση, επιτυγχάνοντας επιτέλους τους στόχους και φέρνοντας σε πέρας το ανολοκλήρωτο δεύτερο Μνημόνιο.

Ο επιθετικός νεοφιλελευθερισμός, που ξεπήδησε μέσα από την οικονομική κρίση με αφορμή την κρίση δημόσιου χρέους, απειλεί σήμερα στη χώρα μας θανάσιμα τον θεσμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων και τα συνδικάτα, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη συνεχίζει το διαβρωτικό του έργο μειώνοντας την προστασία των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και αυξάνοντας τις ανισότητες στην αγορά εργασίας.

 

Η Μαρία Καραμεσίνη είναι καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας και της Κοινωνικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο. Πρώην πρόεδρος και διοικήτρια ΟΑΕΔ.

Πηγή: Η Αυγή