Η ανεργία απούσα από τους αναπτυξιακούς στόχους, η ευελιξία της εργασίας ως εμμονή, η μαζική κατάρτιση των ανέργων ως πανάκεια σε μια πλήρως «απελευθερωμένη» αλλά και πλήρως χρηματοδοτούμενη από το κράτος αγορά, η αυτοαπασχόληση ως πρόβλημα. Σε αυτά συνοψίζεται η προσέγγιση των ζητημάτων που αφορούν την εργασία στην ενδιάμεση Έκθεση της επιτροπής Πισσαρίδη για το Σχέδιο Ανάπτυξης, που ενώ υπόσχεται την «ενίσχυση της εργασίας», αντιμετωπίζει τη μισθωτή εργασία μόνο ως παραγωγικό συντελεστή, καθαγιάζειτα τετελεσμένα των Μνημονίων και της κρίσης της πανδημίας στις εργασιακές σχέσεις, τους μισθούς και την ανεργία, προωθεί ακόμα μεγαλύτερη ευελιξία της εργασίας και ενοχοποιεί τις μικρές επιχειρήσεις για τα δεινά της ελληνικής οικονομίας.
Αναπτυξιακοί στόχοι – Προκλητική απουσία της ανεργίας
Η πρώτη κριτική στην Έκθεση έχει να κάνει με τον οικονομισμό που διακατέχει τους συντάκτες της ως προς την προσέγγιση της ανάπτυξης. Απώτερος στόχος της αναπτυξιακής στρατηγικής, σύμφωνα με την Έκθεση, είναι η συστηματική άνοδος του κατά κεφαλήν εισοδήματος την επόμενη δεκαετία και αυτό θα επιτευχθεί μέσα από την ικανοποίηση τριών κεντρικών επί μέρους στόχων: τη διαρκή αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, την ενίσχυση των επενδύσεων και τη μεγέθυνση του εργατικού δυναμικού.
Παρόλο που η Έκθεση φραστικά αναφέρεται στην ανάγκη εξασφάλισης κοινωνικής συνοχής, αρνείται να ενσωματώσει κοινωνικούς στόχους στην αναπτυξιακή στρατηγική, παραγνωρίζοντας έτσι πλήρως την κοινωνική διάσταση της ανάπτυξης, όπως αυτή εκφράζεται από τους όρους «κοινωνικά δίκαιη» και «χωρίς αποκλεισμούς» ανάπτυξη, με τον πρώτο όρο να παραπέμπει στη δίκαιη διανομή των ωφελειών της ανάπτυξης και τον δεύτερο στη συμμετοχή όλων στα οφέλη της ανάπτυξης (inclusive grοwth).
Ακραία συνέπεια του οικονομισμού του Σχεδίου Ανάπτυξης είναι η απουσία της ανεργίας από του απώτερους στόχους της αναπτυξιακής πολιτικής της επόμενης δεκαετίας. Αυτό είναι ιδιαίτερα προκλητικό σε μια χώρα με τη βαριά κληρονομιά των Μνημονίων, με νωπές τις μνήμες της ανεργίας στο 28% και αυτής των νέων στο 60% στο απόγειο της κρίσης, με τις εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις της πανδημίας να κάνουν λόγο για την επάνοδό της στο 20% φέτος και με το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας να ανέρχεται στο 70% του συνόλου.
Αποτίμηση μνημονίων – Υπερβολικά αργή και ημιτελής πρόοδος των νεοφιλελεύθερων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων
Η δεύτερη κριτική στην Έκθεση αφορά την αποτίμηση της οικονομικής πολιτικής των Μνημονίων, με την οποία εκφράζει απόλυτη ταύτιση. Οι συντάκτες της δικαιολογούν πλήρως τις πολιτικές επιλογές της σκληρής και παρατεταμένης λιτότητας και της εσωτερικής υποτίμησης για την αντιμετώπιση των δίδυμων ελλειμμάτων (δημοσιονομικό, εξωτερικό ισοζύγιο), φροντίζοντας ταυτόχρονα να υποβαθμίσουν τόσο τις δραματικές κοινωνικές τους επιπτώσεις (λένε π.χ. ότι η ανεργία ανέβηκε αλλά ήταν υψηλή και πριν από το 2008) όσο και τις ολέθριες επιπτώσεις τους στην ενδογενή ικανότητα της οικονομίας να μεταβεί στο νέο υπόδειγμα εξωστρεφούς ανάπτυξης που επικαλούνται, που θα στηρίζεται στην παραγωγικότητα, στις επενδύσεις και στις δεξιότητες του εργατικού δυναμικού.
Πραγματοποιώντας μια εντελώς παραπλανητική περιοδολόγηση της μακράς αναπτυξιακής πορείας της ελληνικής οικονομίας, κάνουν ένα πολύ γρήγορο και επιφανειακό πέρασμα της μνημονιακής περιόδου, στο οποίο παραλείπουν σκοπίμως να αναφερθούν α) στην τεράστιας κλίμακας αποεπένδυση, από το 2011 μέχρι σήμερα, που επέδρασε καθοριστικά στη μείωση της παραγωγικότητας, στη διεύρυνση του χάσματος με το μέσο όρο της Ε.Ε. και της ευρωζώνης και στην υποχώρηση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της εγχώριας παραγωγής, β) στη κατάρρευση των μισθών, στη θέσπιση υποκατώτατου μισθού για τους νέους, στην αποσάθρωση των εργασιακών δικαιωμάτων και στην εκτόξευση της ανεργίας που εξηγεί τη φυγή του επιστημονικού δυναμικού υψηλών προσόντων, που δεν πρόκειται να σταματήσει χωρίς την άνοδο των μισθών και τη δραστική βελτίωση των επαγγελματικών προοπτικών των νέων, γ) στην έκρηξη της υπερχρέωσης των εγχώριων επιχειρήσεων που, σε συνδυασμό με τις δυσκολίες και το υψηλό κόστος δανεισμού τους, εξηγεί γιατί η μετάβαση στο νέο οικονομικό υπόδειγμα εξαρτάται καθοριστικά από τις ξένες επενδύσεις.
Αντίθετα, αυτό που φαίνεται να απασχολεί τους συγγραφείς ως προς την αποτίμηση των Μνημονίων και ρητά επισημαίνουν είναι η υπερβολικά αργή και ημιτελής πρόοδος ως προς τις νεοφιλελεύθερες «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» κατά τη διάρκειά τους. Γι’ αυτό και παρακάτω, στο ειδικό κεφάλαιο για την αγορά εργασίας, προτείνουν μεγαλύτερη ελευθερία απολύσεων και ευελιξία του χρόνου εργασίας για τις επιχειρήσεις.
Κρίση πανδημίας – Σαν να μην υπήρξε, σαν να μην υπάρχει
Η τρίτη κριτική αφορά την απουσία επαφής της Έκθεσης (α) με την πρωτόγνωρη κατάσταση που διαμόρφωσε η αντιμετώπιση της πανδημίας στην αγορά εργασίας και το επιχειρηματικό περιβάλλον και την μεγάλη απειλή που αντιπροσωπεύουν η ύφεση, η ανεργία και οι ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις για την κοινωνική συνοχή (β) με τα διδάγματα της τρέχουσας κρίσης για τον αναντικατάστατο ρόλο του κοινωνικού κράτους, όχι μόνο μέσω των «αυτόματων σταθεροποιητών» αλλά και των δημόσιων συστημάτων υγείας και φροντίδας, που υπαγορεύουν την ενίσχυση των τελευταίων με ανθρώπινο δυναμικό και δημόσιες επενδύσεις, (γ) με τον προβληματισμό για τις δυνητικές επιπτώσεις της κρίσης της πανδημίας και των μεγάλων αλλαγών στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα στις μεσο-μακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και για τις αναγκαίες αναπροσαρμογές των κατευθύνσεων πολιτικής και των προτεινόμενων παρεμβάσεων (π.χ. κλαδική βιομηχανική πολιτική, μείωση της εξάρτησης από τον τουρισμό κλπ.).
Όσον αφορά την ειδική θεματολογία αυτού του άρθρου, η αυξητική τάση της ανεργίας από την αρχή της πανδημίας και η απορρύθμιση του εργασιακού τοπίου με τα έκτακτα μέτρα που επιβλήθηκαν στους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, η δραματική μείωση των αποδοχών για ένα πολύ μεγάλο μέρος εργαζομένων που μπήκαν σε καθεστώς αναστολής σύμβασης εργασίας ή μειωμένου ωραρίου, το κλείσιμο ή η μεγάλη μείωση του τζίρου των επιχειρήσεων και η επισφάλεια χιλιάδων μικροεπαγγελματιών και επιχειρηματιών απέναντι στο ενδεχόμενο παράτασης της ύφεσης, δημιουργούν συνθήκες προϊούσας φτωχοποίησης και (αύξησης της) υπερχρέωσης σε εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων και ανέργων. Κανένα από αυτά τα φαινόμενα δεν επηρέασε τους στόχους, την ανάλυση και τις προτάσεις του Σχεδίου Ανάπτυξης.
Τα κύρια προβλήματα της αγοράς εργασίας – Ξανά απούσα η ανεργία
Μοιάζει ανήκουστο αλλά δυστυχώς είναι πραγματικότητα. Στην Ελλάδα, τη χώρα της Ε.Ε. με την μακράν υψηλότερη ανεργία, μια επιτροπή επιστημόνων που ανέλαβε να σχεδιάσει και να προτείνει την αναπτυξιακή στρατηγική της χώρας για την επόμενη δεκαετία και η οποία προεδρεύεται από έναν βραβευμένο νομπελίστα για το έργο του στα οικονομικά της εργασίας, δεν κατατάσσει την ανεργία όχι μόνο μεταξύ των κύριων αναπτυξιακών στόχων της χώρας αλλά ούτε καν μεταξύ των κύριων προβλημάτων της αγοράς εργασίας της.
Έτσι, στο ειδικό κεφάλαιο της Έκθεσης με τίτλο «Εργασία», η επιτροπή Πισσαρίδη αξιολογεί ως τα κύρια προβλήματα της ελληνικής αγοράς εργασίας:
(α) τις χαμηλές δεξιότητες του εργατικού δυναμικού και την περιορισμένη κινητικότητα των εργαζομένων, που επιδρούν αρνητικά στην παραγωγικότητα της εργασίας,
(β) το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό εργάσιμης ηλικίας, ιδίως των γυναικών, αλλά και των νέων και των μεγαλύτερης ηλικίας ατόμων,
(γ) την άτυπη αγορά εργασίας.
Σε συνέχεια των όσων προαναφέραμε, εφόσον για την επιτροπή Πισσαρίδη η μαζική ανεργία δεν αποτελεί ένα από τα κύρια προβλήματα της ελληνικής αγοράς εργασίας, από το Σχέδιο Ανάπτυξης απουσιάζει τόσο μια ολοκληρωμένη ανάλυσή της όσο και ένα συνολικό πλέγμα μέτρων αντιμετώπισης της. Παρ’ όλ’ αυτά, η σκιά της ανεργίας πέφτει σε πολλά σημεία του ειδικού κεφαλαίου της Έκθεσης και συγκεκριμένα σε αυτά που αναφέρονται στο πρόβλημα των χαμηλών δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού και στην ανάγκη εκσυγχρονισμού των θεσμών της αγοράς εργασίας. Από τη σταχυολόγηση, το συνδυασμό και την ερμηνεία αυτών των σημείων συνάγουμε ότι οι συντάκτες του Σχεδίου Ανάπτυξης θεωρούν ότι η ανεργία είναι κυρίως διαρθρωτική και οφείλεται στις χαμηλές δεξιότητες των ανέργων και στην υπερβολική θεσμική προστασία της απασχόλησης των μισθωτών, όταν δεν οφείλεται απλώς στην έλλειψη πληροφόρησης για τις κενές θέσεις εργασίας και εξοικείωσης με τεχνικές αναζήτησης εργασίας εκ μέρους των ανέργων.
Το γενικό θεωρητικό σχήμα που βρίσκεται πίσω από την παραπάνω ανάλυση, κυρίαρχο στα μακροοικονομικά της αγοράς εργασίας, και στο οποίο έχει συμβάλει με το έργο του ο νομπελίστας επί κεφαλής της Επιτροπής υπαγορεύει και τις διάσπαρτες προτάσεις του Σχεδίου Ανάπτυξης σε διαφορετικές ενότητες του κεφαλαίου, που εμείς συγκεντρώσαμε και συνδυάζουμε. Σύμφωνα με αυτές, η ανεργία θα μειωθεί μέσω της μαζικής προώθησης από τον ΟΑΕΔ όλων των εγγεγραμμένων ανέργων στην κατάρτιση, μετά από ένα εξάμηνο υποβοήθησής τους στην αναζήτηση εργασίας, καθώς και μέσω της διευκόλυνσης των επιχειρήσεων να απολύουν τους εργαζόμενούς τους και να προσαρμόζουν το χρόνο εργασίας του προσωπικού τους ταχύτερα και με το χαμηλότερο δυνατό κόστος.
Προσεκτικό ως προς τι διατυπώσεις, το Σχέδιο Ανάπτυξης δεν αποδίδει την εμφάνιση της μαζικής ανεργίας στην έλλειψη προσόντων των ανέργων, αλλά προωθεί σαφώς και κατηγορηματικά τη μαζική κατάρτιση των ανέργων ως πανάκεια ή – αλλιώς – ως «βασιλική οδό» για την καταπολέμησή της. «Τα άτομα χωρίς δουλειά είναι πιο πιθανό να μην διαθέτουν τις δεξιότητες που απαιτούνται στην αγορά εργασίας» μας λέει το κείμενο της Έκθεσης, στο ξεκίνημα της υποενότητας για την κατάρτιση των ανέργων. Θα επανέλθουμε στο θέμα παρακάτω. Προς το παρόν αναφέρουμε το σκεπτικό των μέτρων για την ευελιξία της εργασίας στην υποενότητα για τον θεσμικό εκσυγχρονισμό της αγοράς εργασίας, όπου διαβάζουμε ότι «οι περιορισμοί στη δυνατότητα μιας επιχείρησης να μεταβάλλει τον αριθμό των απασχολούμενων αποθαρρύνουν τη δημιουργία θέσεων εργασίας και εμποδίζουν την ανακατανομή του εργατικού δυναμικού προς επιτυχημένους και αναπτυσσόμενους τομείς και επιχειρήσεις». Επίσης διαβάζουμε ότι χρειάζεται μεγαλύτερη ευελιξία στη χρήση και μείωση του κόστους των υπερωριών. Εφόσον και τα δύο οδηγούν στη μείωση του εργατικού κόστους και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, δυνητικά συμβάλλουν στην αύξηση των θέσεων εργασίας.
Με λίγα λόγια, στο όνομα της καταπολέμησης της ανεργίας, η επιτροπή Πισσαρίδη προχωρά τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας ακόμα πιο πέρα. Δεν της αρκούν ούτε η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και η κατάρρευση των συλλογικών συμβάσεων και των μισθών κατά τη διάρκεια των Μνημονίων, ούτε τα τεράστια εμπόδια που έθεσε η κυβέρνηση της ΝΔ στην ανάκαμψη των συλλογικών διαπραγματεύσεων και στην αύξηση των μισθών με τον αναπτυξιακό νόμο του Σεπτεμβρίου του 2019 ούτε η πλήρης ελευθερία που δόθηκε στους εργοδότες κατά τη διάρκεια της κρίσης της πανδημίας να επιβάλλουν ανέξοδα στους μισθωτούς τους αναστολή συμβάσεων εργασίας, εκ περιτροπής εργασία ή εργασία μειωμένου χρόνου. Κρίνει ότι θα πρέπει να αρθούν και τα τελευταία μέτρα προστασίας των εργαζομένων, οι «αγκυλώσεις» που εμποδίζουν τις επιχειρήσεις να προσαρμόζουν γρήγορα και ανέξοδα τον αριθμό των εργαζομένων και το χρόνο εργασίας στις ανάγκες τους.
Σε αντίθεση με τις νεοφιλελεύθερες εμμονές της επιτροπής Πισσαρίδη, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι το ισχύον θεσμικό πλαίσιο είναι ήδη ελαστικό στα εν λόγω πεδία, αφού το ύψος των αποζημιώσεων σε περίπτωση ατομικών απολύσεων περιορίστηκε δραστικά επί του πρώτου Μνημονίου, ενώ, με βάση την ελληνική πατέντα της υπερεργασίας, οι εργαζόμενοι είναι υποχρεωμένοι, εφόσον τους ζητηθεί από τον εργοδότη, να δουλέψουν υπερωριακά μέχρι 5 ώρες την εβδομάδα εάν δουλεύουν πενθήμερο – ή μέχρι 8 ώρες εάν δουλεύουν εξαήμερο – με 20% προσαύξηση ωρομισθίου. Το κυριότερο όμως είναι ότι η περαιτέρω διευκόλυνση των απολύσεων καθώς και η ευέλικτη χρήση και μείωση του κόστους των υπερωριών θα έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση και στην ανεργία και η επίκλησή τους στη σημερινή συγκυρία της κρίσης δείχνει αναλγησία.
Ριζική αναβάθμιση του συστήματος κατάρτισης – Η μαζική κατάρτιση ως πανάκεια κατά της ανεργίας
Αν και το 28% περίπου των απασχολούμενων στην Ελλάδα έχουν υψηλότερο επίπεδο δεξιοτήτων από αυτό που απαιτείται για την άσκηση της εργασίας τους, ποσοστό πολύ υψηλότερο από το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ (8%), η Έκθεση Πισσαρίδη δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη βελτίωση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού ως προϋπόθεση για την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας, που αποτελεί κεντρικό αναπτυξιακό στόχο. Παραθέτοντας δείκτες διεθνών συγκριτικών ερευνών του ΟΟΣΑ που δείχνουν ότι ο πληθυσμός χαρακτηρίζεται κατά μέσο όρο από χαμηλές γλωσσικές, αριθμητικές και ψηφιακές δεξιότητες και από έλλειψη εκείνων των ικανοτήτων που χρειάζονται για την επίλυση προβλημάτων σε προηγμένο τεχνολογικό περιβάλλον, οι συντάκτες της προτείνουν τη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης σε όλα τα επίπεδα καθώς και την υποχρεωτική απόκτηση ορισμένων δεξιοτήτων, όπως οι ψηφιακές, μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα, κάτι με το οποίο δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει κανείς επί της αρχής.
Κανένας δεν θα μπορούσε επίσης να αμφισβητήσει την ανάγκη, που επισημαίνει η Έκθεση, ριζικής αναβάθμισης του ελληνικού συστήματος κατάρτισης όχι μόνο για τη βελτίωση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού και για την προσαρμογή του στην τεχνολογική αλλαγή, αλλά και για την αντιμετώπιση της μακροχρόνιας ανεργίας στη χώρα, της οποίας ο σκληρός πυρήνας είναι δύσκολο να επανενταχθεί στην αγορά εργασίας. Αυτό βέβαια προϋποθέτει ότι κανείς γνωρίζει σε βάθος τις παθογένειες ενός συστήματος που γνώρισε συνεχείς μεταπτώσεις και παρήγαγε στρεβλώσεις και σκάνδαλα με τεράστια ευθύνη των κυβερνήσεων και των πολιτικών τους τόσο στο παρελθόν (βιομηχανία voucher) όσο και εν μέσω πανδημίας («σκόιλ ελικίκου»). Προϋποθέτει επίσης ότι αναγνωρίζει τις προσπάθειες που έγιναν επί των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ για την εξυγίανση ορισμένων πλευρών του συστήματος και τον εξορθολογισμό της κατάρτισης με βάση τις τάσεις της αγοράς εργασίας. Το Σχέδιο Ανάπτυξης δεν ασχολείται με τέτοιες λεπτομέρειες.
Επιστρέφοντας στο κείμενο, οφείλουμε να επισημάνουμε, ότι είναι πολύ θετικό που η Επιτροπή Πισσαρίδη θεωρεί την κατάρτιση ως συμπλήρωμα μιας καλής εκπαίδευσης και όχι ως «επανορθωτική» δραστηριότητα μιας ελλιπούς εκπαίδευσης, διότι αυτό αποτελεί καλή βάση εκκίνησης προκειμένου να συνδεθούν μεταξύ τους τα συστήματα. Ακόμα, δεδομένου ότι η Ελλάδα έχει από τα χαμηλότερα ποσοστά δια βίου μάθησης στην Ε.Ε., δεν θα μπορούσε να έχει κανείς αντίρρηση με την επιδότηση των επιχειρήσεων για τη διαρκή επιμόρφωση και επανεκπαίδευση των εργαζομένων τους ούτε – πολύ περισσότερο – με την απολύτως αναγκαία πιστοποίηση των αποκτηθεισών δεξιοτήτων των καταρτισθέντων.
Το αδύναμο σημείο του Σχεδίου Ανάπτυξης εντοπίζεται στην πρόταση κατάρτισης όσων ανέργων δεν βρίσκουν δουλειά μέσα σε έξι μήνες από την εγγραφή τους στον ΟΑΕΔ σε αντικείμενο της επιλογής τους. Σε συνθήκες αυξημένης μακροχρόνιας ανεργίας, η πρόταση ισοδυναμεί με μαζική κατάρτιση της συντριπτικής πλειονότητας των ανέργων, ανεξαρτήτως της ζήτησης για τις δεξιότητες που θα αποκτήσουν στην αγορά εργασίας. Η πρόταση πηγάζει από την άποψη ότι για την ανεργία φταίει (κυρίως) η έλλειψη δεξιοτήτων των ανέργων και όχι η έλλειψη θέσεων εργασίας στην οικονομία και μετατρέπει την κατάρτιση από χρήσιμο εργαλείο πρόσβασης στην εργασία– όταν ανταποκρίνεται στις ανάγκες και των ανέργων και της αγοράς εργασίας – σε πανάκεια για την αντιμετώπιση της ανεργίας.
Προβληματισμό επίσης δημιουργούν οι προτάσεις που αναφέρονται στη διοργάνωση της κατάρτισης από ιδιωτικά κέντρα κατάρτισης, τα οποία θα αξιολογούν και θα αποκλείουν όσους καταρτιζόμενους κρίνουν ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο πρόγραμμα, εφόσον η πληρωμή των κέντρων θα γίνεται με βάση τα αποτελέσματα που αυτά θα επιτυγχάνουν ως προς την ολοκλήρωση από τους ανέργους του εκπαιδευτικού προγράμματος και την πιστοποίηση των δεξιοτήτων τους, την τοποθέτησή τους σε θέση πρακτικής άσκησης και την ολοκλήρωσή της τελευταίας, την εύρεση θέσης εργασίας και τη διατήρησή της για τουλάχιστον 6 μήνες. Πέραν της περιορισμένης προσφοράς ποιοτικής κατάρτισης σε πολλά αντικείμενα, φαινόμενο που είναι ακόμα πιο έντονο σε απομακρυσμένες γεωγραφικές περιοχές, και της ανάγκης αυστηρού ελέγχου από το κράτος ενός συστήματος που στο παρελθόν δημιούργησε τη βιομηχανία των voucher, που απλώς εξασφάλιζαν δωρεάν εργατικό δυναμικό στις επιχειρήσεις, το παραπάνω σύστημα μπορεί να οδηγήσει σε αναποτελεσματικότητα και κατασπατάληση πόρων και για άλλους λόγους.
Σε συνθήκες ελλιπούς ζήτησης εργασίας και περιορισμένων θέσεων πρακτικής άσκησης, η επιλογή των ανέργων με βάση τις πιθανότητες επιτυχίας οδηγεί στο φαινόμενο του «ξαφρίσματος», δηλαδή στην επιλογή των ικανότερων για την ολοκλήρωση της κατάρτισης και αυτών με την μεγαλύτερη πιθανότητα πρόσβασης στις περιορισμένες θέσεις εργασίας που προσφέρονται από τις επιχειρήσεις, ενώ οι λιγότερο «ανταγωνιστικοί», που θα έβρισκαν εργασία εάν υπήρχαν περισσότερες προσφερόμενες θέσεις πρακτικής άσκησης και εργασίας, μένουν απέξω. Συνεπώς, οι περισσότεροι δημόσιοι πόροι συγκεντρώνονται στους ικανότερους αντί στους λιγότερο ικανούς και η κατάρτιση λειτουργεί ως μηχανισμός επιλογής και πρόσβασης στην απασχόληση των ικανότερων, αντί ως μηχανισμός εξίσωσης ευκαιριών μεταξύ ικανών και λιγότερο ικανών. Όσοι δεν γίνονται αποδεκτοί από τα ιδιωτικά κέντρα κατάρτισης, το Σχέδιο Ανάπτυξης προβλέπει ότι το κράτος θα τους παρέχει ενισχυτικά προγράμματα βελτίωσης των κοινωνικών τους δεξιοτήτων και θα τους τοποθετεί σε θέσεις εργασίας του εθελοντικού τομέα της οικονομίας.
Τέλος, εντύπωση προκαλεί το ενιαίο «κουστούμι» εξάμηνης θεωρητικής εκπαίδευσης στο αντικείμενο επιλογής του ανέργου, που αντιφάσκει με τις διαφορετικές ανάγκες κατάρτισης ανάλογα με το επίπεδο γνώσεων και δεξιοτήτων των ανέργων και παραπέμπει στη δημιουργία μια ιδιωτικής «βιομηχανίας» κατάρτισης με μεγάλους τζίρους, από το συνδυασμένο αποτέλεσμα ενός πολύ μεγάλου αριθμού καταρτιζόμενων και θεωρητικών εκπαιδεύσεων μεγάλης διάρκειας. Στην ίδια κατεύθυνση παραπέμπει και η πρόταση της επιτροπής Πισσαρίδη για διεύρυνση της κατάρτισης πέραν των ανέργων σε άτομα με χαμηλά εισοδήματα, εισοδήματα που φαίνεται ότι τα μέλη της επιτροπής αποδίδουν αυθαίρετα και μονοσήμαντα στις χαμηλές δεξιότητες και την παραγωγικότητα των ατόμων.
Στο παραπάνω πλαίσιο, ο ΟΑΕΔ αποκτά ένα νέο ρόλο. Αντί για την αξιολόγηση των αναγκών κατάρτισης των ανέργων και την παραπομπή τους σε προγράμματα κατάρτισης κατάλληλου αντικειμένου και διάρκειας από τους εργασιακούς του συμβούλους, με βάση ένα σύστημα διάγνωσης των αναγκών κατάρτισης που είχε αρχίσει να ετοιμάζει και να δοκιμάζει πιλοτικά ο Οργανισμός, ο ΟΑΕΔ και οι εργασιακοί του σύμβουλοι καλούνται να εγκαταλείψουν αυτήν την κατεύθυνση. Αφού ο άνεργος θα επιλέγει μόνος του το αντικείμενο της κατάρτισης, το μόνο που καλούνται πλέον να κάνουν είναι να παρέχουν διαπίστευση των κέντρων κατάρτισης, αρμοδιότητα που μέχρι σήμερα έχει ο ΕΟΠΠΕΠ και για την οποία δεν διαθέτει καμία τεχνογνωσία ο ΟΑΕΔ, να παρακολουθούν την πρακτική άσκηση των καταρτιζόμενων στις επιχειρήσεις (ανέργων και ατόμων χαμηλών εισοδημάτων) και να πληρώνουν εγκαίρως τα κέντρα κατάρτισης, τις επιχειρήσεις και τους καταρτιζόμενους. Κατά τα άλλα ο ΟΑΕΔ και εργασιακοί σύμβουλοι θα επικεντρωθούν στην παροχή βοήθειας στους ανέργους στην αναζήτηση εργασία το πρώτο εξάμηνο ανεργίας.
Τούτων λεχθέντων, προκύπτει το κομβικό ερώτημα: Από πού προκύπτει ότι ένας άνεργος που βρίσκεται στην ανεργία έξι μήνες μετά την εγγραφή του στον ΟΑΕΔ έχει ανάγκη κατάρτισης και μάλιστα εξάμηνης διάρκειας; Ποια θεωρία μας το λέει, ποια εμπειρική έρευνα μας το αποδεικνύει; Γατί η ελληνική κοινωνία πρέπει να δαπανήσει δημόσιους πόρους δισεκατομμυρίων ευρώ για την κατάρτιση των ανέργων, χωρίς ένα σύστημα αξιολόγησης των αναγκών κατάρτισής τους και καθοδήγησής τους προς δεξιότητες που ζητούνται από την αγορά εργασίας από έναν αξιόπιστο δημόσιο φορέα όπως ο ΟΑΕΔ, που μάλιστα είχε δρομολογήσει την ανάπτυξη ενός τέτοιου συστήματος τα τελευταία χρόνια;
Οι παραπάνω κριτικές επισημάνσεις ουδόλως δεν αμφισβητούν το ρόλο της κατάρτισης στην καταπολέμηση της ανεργίας και την ανάγκη δημιουργίας ενός σοβαρού και αξιόπιστου συστήματος κατάρτισης σε μια χώρα με υψηλότατο ποσοστό (πολύ) μακροχρόνια ανέργων, με ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά επανεκπαίδευσης και επιμόρφωσης εργαζομένων στην Ε.Ε. και με έναν από τους υψηλότερους κινδύνους απώλειας θέσεων εργασίας τις επόμενες δεκαετίες από τη ψηφιακή αυτοματοποίηση. Αποτελούν συμβολή στο δημόσιο διάλογο. Ηελληνική κοινωνία δε έχει την πολυτέλεια να αφήσει την ευκαιρία ριζικής αναμόρφωσης του συστήματος κατάρτισης να πάει χαμένη, πολύ περισσότερο που η κρίση της πανδημίας οδήγησε τις πολιτικές ηγεσίες των χωρών της Ε.Ε. να αποφασίσουν να κινητοποιήσουν πρωτόγνωρου ύψους κοινοτικούς πόρους, που επιτρέπουν και στη χώρα μας να πραγματοποιήσει μεγάλου ύψους δημόσιες επενδύσεις. Είναι λοιπόν μεγάλο στοίχημα η αποφυγή σπατάλης και η μεγιστοποίηση της κοινωνικής αποτελεσματικότητας των κοινοτικών πόρων που θα εισρεύσουν στη χώρα την επόμενη δεκαετία και θα δαπανηθούν για την κατάρτιση του εργατικού δυναμικού.
Αναβάθμιση ΟΑΕΔ, ενεργητικές πολιτικές και πλήρης απελευθέρωση της αγοράς κατάρτισης
Στο ειδικό κεφάλαιο για την «Εργασία», μία από τις προτάσεις του Σχεδίου Ανάπτυξης αναφέρεται στην αναβάθμιση του ΟΑΕΔ μέσω του νέου ρόλου του, όπως περιληπτικά τον περιγράψαμε παραπάνω και κωδικοποιείται από τους συντάκτες της Έκθεσης ως «στροφή στις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης».
Η παραπάνω διατύπωση είναι άκρως προβληματική και προκλητική, δεδομένου ότι ο Οργανισμός από το 2015 και ύστερα υλοποιούσε αποκλειστικά και μόνο προγράμματα ενεργητικής πολιτικής απασχόλησης. Δεν το γνώριζαν οι συντάκτες της Έκθεσης; Ή θεωρούν ότι τα άκρως δημοφιλή προγράμματα κοινωφελούς εργασίας, που μάλιστα από το 2016 συνδυάζονταν μόνιμα με την κατάρτιση των συμμετεχόντων σε αυτά, και τα ειδικά προγράμματα απασχόλησης πτυχιούχων στο δημόσιο τομέα ως παθητικές πολιτικές; Εθελοτυφλία ή νεοφιλελεύθερη προκατάληψη ενάντια στα προγράμματα άμεσης δημιουργίας θέσεων εργασίας στο δημόσιο τομέα; Θα έλεγα το δεύτερο, εάν η επιτροπή Πισσαρίδη δεν εξαφάνιζε από τις προτάσεις της όλα τα προγράμματα δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, ακόμα και αυτά που απευθύνονται στον ιδιωτικό και τον κοινωνικό τομέα της οικονομίας. Φαίνεται λοιπόν, ότι για την επιτροπή μόνο η κατάρτιση των ανέργων και η υποβοήθησή τους στην αναζήτηση εργασίας συνιστούν ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και συνιστά την αποκλειστική ενασχόληση του ΟΑΕΔ με αυτές. Σε αντίθεση με όσα υπαινίσσονται οι συντάκτες του Σχεδίου Ανάπτυξης, θεωρούμε ότι η εγκατάλειψη ή περιορισμός των προγραμμάτων δημιουργίας θέσεων εργασίας πλήττει ευθέως το κύρος του Οργανισμού στους ανέργους που ζητούν δουλειά και όχι κατάρτιση.
Τέλος, ενώ για τους συντάκτες της Έκθεσης, η ενεργή εμπλοκή του ΟΑΕΔ στην κατάρτιση των ανέργων αναβαθμίζει το ρόλο του οργανισμού, δείξαμε παραπάνω ότι αυτή η εμπλοκή θα γίνει με όρους που ουσιαστικά συρρικνώνουν το πεδίο των συμβουλευτικών υπηρεσιών που παρέχει ο Οργανισμός. Το προτεινόμενο νέο σύστημα αφαιρεί από τους εργασιακούς του συμβούλους την αρμοδιότητα αξιολόγησης των αναγκών κατάρτισης των ανέργων, σε συνεργασία με τους τελευταίους, και προσανατολισμού τους σε αντικείμενα που έχουν ζήτηση στην αγορά εργασίας, μια κατεύθυνση πάνω στην οποία δούλευε συστηματικά και μεθοδικά ο Οργανισμός τα τελευταία χρόνια, αξιοποιώντας τις διεθνείς συνεργασίες του με ομόλογους ευρωπαϊκούς οργανισμούς και σε συνεργασία με τις ευρωπαϊκές στατιστικές αρχές (ESCO), στο πλαίσιο ενός μεγάλου προγράμματος αναδιοργάνωσής του (Re-engineering) με κοινοτική χρηματοδότηση. Η κατεύθυνση αυτή μάλιστα τέθηκε πιλοτικά σε δοκιμασία σε πρόγραμμα τοπικής εμβέλειας στο Θριάσιο πεδίο, σε συνδυασμό με την γενικότερη προετοιμασία των πληροφοριακών συστημάτων του Οργανισμού για την καταγραφή των δεξιοτήτων των ανέργων, πέραν των στοιχείων του επαγγέλματος.
Εν κατακλείδι, ακυρώνοντας την ενεργή εμπλοκή των εργασιακών συμβούλων στην αξιολόγηση των αναγκών και στην καθοδήγηση των ανέργων ως προς τις επιλογές κατάρτισης, η πρόταση της επιτροπής Πισσαρίδη για επιλογή από τους ανέργους του αντικειμένου κατάρτισής τους, για αξιολόγηση των ικανοτήτων τους από τα ιδιωτικά κέντρα κατάρτισης και για τον περιορισμό του ΟΑΕΔ στον έλεγχο και τις πληρωμές του συστήματος κατάρτισης, δεν οδηγεί στην αναβάθμιση αλλά στην υποβάθμιση του ρόλου του ΟΑΕΔ, περιορίζοντας καταλυτικά το φάσμα υπηρεσιών συμβουλευτικής που προγραμματιζόταν να παρέχει προς τους ανέργους και μεταφέροντας ένα τμήμα τους στον ιδιωτικό τομέα.
Συνολικά, η πρόταση της επιτροπής Πισσαρίδη είναι νεοφιλελεύθερης κοπής και οδηγεί στην πλήρη απελευθέρωση της αγοράς κατάρτισης. Από τη μία πλευρά, δίδεται πλήρης ελευθερία επιλογής αντικειμένου κατάρτισης και παρόχου στον άνεργο-καταναλωτή με βάση τις προτιμήσεις του, ενώ από την άλλη πλευρά δίδεται πλήρης ελευθερίας επιλογής των προς κατάρτιση ανέργων από την επιχείρηση-πάροχο με βάση τη μεγιστοποίηση του κέρδους της. Βέβαια η αγορά αυτή είναι κατασκεύασμα του κράτους, που καλύπτει στο 100% το κοινωνικό κόστος του συστήματος. Στο κράτος απομένει επιπλέον να διαχειριστεί όσους ανέργους αποβάλλει η αγορά ως ασύμφορους πελάτες των ιδιωτών παρόχων.
Αύξηση της συμμετοχής των γυναικών – Αναγκαία έμφαση στην αύξηση των ευκαιριών απασχόλησης
Είναι πολύ θετική η έμφαση που δίνει η Έκθεση Πισσαρίδη στην ανάγκη αύξησης – κατά προτεραιότητα – της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας και στην απασχόληση και στην ανάγκη να καταπολεμηθούν οι διακρίσεις φύλου με συγκεκριμένα μέτρα. Εάν μάλιστα θεσπιστεί ένα «σύστημα πατρικής άδειας παρόμοιο με αυτό των γυναικών», όπως προτείνουν οι συντάκτες της Έκθεσης, καθ΄ υπέρβαση της υποχρέωσης για άδεια πατρότητας δέκα ημερών, που επιβάλλει η ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της πρόσφατης κοινοτικής Οδηγίας για την εξισορρόπηση εργασίας και οικογενειακής/ιδιωτικής ζωής (Ιούνιος 2019), η χώρα θα έχε ικάνει ένα πολύ σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση της ισότητας των φύλων.
Προς το παρόν, η ορθή πρόταση της Έκθεσης για τη χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης τα επόμενα χρόνια ενός «ολοκληρωμένου προγράμματος παιδικής ανάπτυξης», σε συνέχεια αυτού που εκπόνησε και έβαλε σε εφαρμογή η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ τα προηγούμενα χρόνια (διετής προσχολική εκπαίδευση, δωρεάν πρόσβαση σε δομές παιδικής φροντίδας, γενίκευση σχολικών γευμάτων κλπ.), συγκρούεται με την πραγματικότητα των 65 χιλιάδων παιδιών σχολικής ηλικίας που έμειναν για πρώτη φορά φέτος εκτός Κέντρων Δημιουργικής Απασχόλησης των δήμων και με την αποστασιοποίηση της σημερινής κυβέρνησης από την επιλογή της προηγούμενης για προοδευτική αύξηση των δωρεάν σχολικών γευμάτων μέχρι της πλήρους κάλυψης όλων των μαθητών πανελλαδικά.
Στα αρνητικά της Έκθεσης στη συγκεκριμένη ενότητα περιλαμβάνονται:
- Η πρόταση για μείωση της γενναιοδωρίας των παροχών της άδειας μητρότητας στον δημόσιο τομέα, διότι ο τελευταίος «ανταγωνίζεται αθέμιτα τον ιδιωτικό και ουσιαστικά χρησιμοποιεί χρήματα των φορολογούμενων για να στερήσει από τον ιδιωτικό τομέα ανθρώπινους πόρους που προσελκύονται στον δημόσιο τομέα»! Το αναμενόμενο θα ήταν μια πρόταση για βελτίωση των παροχών στον ιδιωτικό τομέα, κατ’ αναλογία της φιλόδοξης πρότασης για θέσπιση – και στους δύο τομείς – ενός συστήματος πατρικής άδειας παρόμοιου με αυτό των γυναικών.
- Η έλλειψη αναφοράς στην ανάγκη ουσιαστικής βελτίωσης των κοινωνικών υπηρεσιών φροντίδας ηλικιωμένων και αναπήρων στη χώρα μας, που έχουν σημαντική θετική επίδραση στην απασχόληση των γυναικών.
- Η μη πρόβλεψη μέτρων για την αναβάθμιση των αμοιβών στα επαγγέλματα της υγείας και της φροντίδας και των βασικών υπηρεσιών, που απέδειξαν την κομβική τους σημασία για την κοινωνική αναπαραγωγή κατά τη διάρκεια της πανδημίας, επαγγέλματα όπου πλειοψηφούν γυναίκες.
- Η αναφορά στη νομική κατοχύρωση της καταπολέμησης των διακρίσεων με βάση το φύλο, τη φυλή, την εθνικότητα και το σεξουαλικό προσανατολισμό, παρά το γεγονός ότι έχει ενσωματωθεί εδώ και αρκετά χρόνια η σχετική κοινοτική Οδηγία στο εθνικό δίκαιο, και ενώ σημασία έχει η ανάπτυξη των σχετικών πολιτικών που θα οδηγούν στην εξάλειψη των διακρίσεων στην πράξη.
Γενικότερα, η έμφαση της πολιτικής θα πρέπει να είναι στην αύξηση των ευκαιριών αμειβόμενης εργασίας για τις γυναίκες και του γυναικείου ποσοστού απασχόλησης, παρά στο ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, όσο το ποσοστό γυναικείας ανεργίας παραμένει σε πολύ υψηλό επίπεδο (22% τον Μάιο του 2020).
Αυτοαπασχόληση, μικροεπιχειρηματικότητα και άτυπη εργασία
Για την επιτροπή Πισσαρίδη, η αυξημένη παρουσία μικρών και ατομικών επιχειρήσεων στο επιχειρηματικό υπόδειγμα της Ελλάδας αποτελεί το υπ’ αριθμό ένα αίτιο της χαμηλής παραγωγικότητας και εξωστρέφειας της οικονομίας, ενώ εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την έκταση της παραοικονομίας και της άτυπης εργασίας, που θα πρέπει να περιοριστεί.
Δε χωράει αμφιβολία, ότι η αύξηση του μεγέθους των ελληνικών επιχειρήσεων θα πρέπει να είναι σταθερός στόχος της αναπτυξιακής πολιτικής σε συνθήκες αυξανόμενου διεθνούς ανταγωνισμού, ενώ η προώθηση συγχωνεύσεων και συνεργασιών μεταξύ μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων με παροχή οικονομικών κινήτρων αποτελούν κλασικό εργαλείο αναπτυξιακής πολιτικής. Ωστόσο, στο ειδικό κεφάλαιο για την «Εργασία», οι συντάκτες της Έκθεσης ισχυρίζονται ότι οι μικρές και ατομικές επιχειρήσεις εμποδίζουν τις μεγάλες και εξωστρεφείς επιχειρήσεις να αναπτυχθούν γιατί τους στερούν πόρους, υπαινισσόμενοι ότι θα πρέπει να περιοριστεί ο αριθμός τους προκειμένου να πάρει μπροστά η οικονομία.
Ο παραπάνω συλλογισμός είναι εντελώς άτοπος, γιατί τίποτε δεν αποδεικνύει ότι η δυναμική των μεγάλων επιχειρήσεων περιορίζεται από τη δραστηριότητα των μικρών και ατομικών επιχειρήσεων στην εσωτερική αγορά. Αντίθετα, δεδομένου ότι οι μικρές και ατομικές επιχειρήσεις αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του ελληνικού παραγωγικού συστήματος, ότι στην πλειονότητά τους αντιστοιχούν σε «επιχειρηματικότητα ανάγκης», και ότι αυτοαπασχολούμενοι αποτελούν των 23% των εργαζόμενων στον αστικό τομέα της οικονομίας, μια απόπειρα καταστροφής των μικρών και ατομικών επιχειρήσεων θα ήταν ολέθρια τόσο για τη συνεκτικότητα του παραγωγικού ιστού σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο όσο και για την απασχόληση, που θα υφίστατο μεγάλη συρρίκνωση, χωρίς να είναι σε θέση οι μεγάλες επιχειρήσεις να απορροφήσουν την ανεργία.
Αντί επιλόγου – Οι εργαζόμενοι ως παραγωγικός συντελεστής και όχι ως φορείς δικαιωμάτων
Όπως αναφέραμε στην αρχή αυτού του κειμένου, το Σχέδιο Ανάπτυξης χαρακτηρίζεται από οικονομισμό, που έχει εξαφανίσει όχι μόνο την ανεργία αλλά και τους υπόλοιπους κοινωνικούς στόχους (φτώχεια, ανισότητες, κοινωνικό κράτος κλπ.) από τους κεντρικούς στόχους της ανάπτυξης. Ο μοναδικός κοινωνικός στόχος του Σχεδίου, αυτός της κοινωνικής συνοχής, παραμένει προς το παρόν «άδειο πουκάμισο», ενώ η έννοια της κοινωνικά δίκαιης και περιεκτικής/χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης άγνωστη λέξη για τους συντάκτες του. Τούτων δεδομένων, δεν αποτελεί έκπληξη που αυτοί αντιμετωπίζουν τους εργαζόμενους ως παραγωγικό συντελεστή και όχι ως φορείς δικαιωμάτων, μέσω των οποίων αυτοί συμμετέχουν στα οφέλη της ανάπτυξης. Πράγματι, στο ειδικό κεφάλαιο της Έκθεσης για την «Εργασία», οι δύο πρώτοι στόχοι έχουν να κάνουν με τη συνεισφορά των εργαζόμενων στην οικονομία (η μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας συμβάλλει στη μεγέθυνση του εργατικού δυναμικού, ενώ η βελτίωση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας) ενώ τα όποια μέτρα κοινωνικής πολιτικής (π.χ. βελτίωση συστήματος φροντίδας) δεν υπακούουν σε κοινωνικούς στόχους αλλά εργαλειοποιούνται για την επίτευξη οικονομικών στόχων. Ο δε τρίτος στόχος (περιορισμός της άτυπης εργασίας) αποτελεί μια ακόμα ευκαιρία για την επιτροπή Πισσαρίδη να επιτεθεί στους αυτοαπασχολούμενους και τις μικρές επιχειρήσεις.
Μαρία Καραμεσίνη