Ένα μεγάλο στοίχημα για την «επόμενη μέρα» είναι
πώς η τηλεργασία δεν θα αποτελέσει τη νέα εκδοχή του «φασόν»,
που εγκλώβισε χιλιάδες γυναίκες στη χώρα μας στο σπίτι και
στους παραδοσιακούς έμφυλους ρόλους τις δεκαετίες του 1970 και 1980.
Οι οικονομικές κρίσεις έχουν διαφορετικές επιπτώσεις στην ανδρική και γυναικεία απασχόληση, διότι πλήττουν άνισα τα διαφορετικά μέρη του παραγωγικού συστήματος και μιας οικονομίας, ενώ γυναίκες και άνδρες εργαζόμενοι κατανέμονται διαφορετικά στους τομείς και κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, σε μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις, στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, στην εισοδηματική και μισθολογική κλίμακα, και στις θέσεις προσωρινής και επισφαλούς απασχόλησης, οι εργαζόμενοι των οποίων είναι σε όλες τις κρίσεις οι πρώτοι που μένουν χωρίς δουλειά. Επιπρόσθετα, οι κοινωνικοί ρόλοι ανδρών και γυναικών και ο έμφυλος καταμερισμός της απλήρωτης οικιακής εργασίας εντός της οικογένειας και ο βαθμός ανάπτυξης του κοινωνικού κράτους παίζουν σημαντικό ρόλο για τη συγκριτική επιβάρυνση των δύο φύλων στην προσπάθεια απορρόφησης των κραδασμών της οικονομικής κρίσης στο πλαίσιο της οικογένειας. Ταυτόχρονα, οι κρατικές πολιτικές και ο χαρακτήρας τους είναι καθοριστικής σημασίας για την άμβλυνση ή την όξυνση των κρίσεων και έχουν άνισες επιπτώσεις σε άνδρες και γυναίκες. Τέλος, κάθε οικονομική κρίση έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και άρα διαφορετικές έμφυλες επιπτώσεις, ιδιαίτερα όταν λάβει κανείς υπόψη ότι οι μηχανισμοί μετάδοσής της διαφέρουν από χώρα σε χώρα.
Οι παραπάνω παραδοχές αποτελούν μέρος ενός θεωρητικού πλαισίου που αναπτύξαμε σε συγκριτική μελέτη μας για τις έμφυλες επιπτώσεις της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-8 και των πολιτικών λιτότητας που επιβλήθηκαν στη συνέχεια στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη και με ιδιαίτερη σφοδρότητα στις χώρες της περιφέρειας της ευρωζώνης1.
Ορατότητα
Η πανδημική κρίση είναι ιστορικά πρωτόγνωρη και γι’ αυτό διαφορετική ως προς τις έμφυλες επιπτώσεις της. Καταρχήν, οι περιορισμοί των μετακινήσεων και τα λοκντάουν έφεραν για πρώτη φορά στο προσκήνιο και «πολιτικοποίησαν» την οικιακή σφαίρα και τις οικογενειακές σχέσεις, που αποτελούσαν μέχρι τότε το «μαύρο κουτί» για τις αναλύσεις των έμφυλων επιπτώσεων των κρίσεων. Έγινε ορατό το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας μαζί με το γεγονός ότι το σπίτι δεν είναι εξ ορισμού ασφαλής χώρος για τις γυναίκες. Πριν την πανδημία, το 75% της απλήρωτης οικιακής εργασίας πραγματοποιούταν στην Ελλάδα από γυναίκες. Το κλείσιμο των σχολείων και παιδικών σταθμών, η απομόνωση των γιαγιάδων και παππούδων-φροντιστριών-ών λόγω αυξημένου κινδύνου της υγείας τους, ο διαρκής συνωστισμός πολλών οικογενειακών μελών στο χώρο του σπιτιού, η αναγκαστική κατ’ οίκον περίθαλψη μη-Covid ασθενών σε αναμονή εισαγωγής στο νοσοκομείο και η περιορισμένη δυνατότητα απασχόλησης τρίτων προσώπων για αμειβόμενες οικιακές υπηρεσίες αύξησαν εκθετικά το χρόνο απλήρωτης οικιακής εργασίας φροντίδας. Οι τηλε-εργαζόμενες από το σπίτι και οι εργαζόμενες σε ανοιχτές επιχειρήσεις/κλάδους με υποχρεώσεις φροντίδας επιβαρύνθηκαν μέχρι σημείου εξουθένωσης.
Με πρώτα θύματα τις γυναίκες
Όσον αφορά τις έμφυλες επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης στην απασχόληση και τις εργασιακές σχέσεις, η ελληνική κυβέρνηση υιοθέτησε ένα μίγμα πολιτικής που συνίσταται αφενός στη διατήρηση των θέσεων εργασίας μέσω ενός πλέγματος μέτρων (αναστολή συμβάσεων εργασίας, επιστρεπτέες προκαταβολές, πρόγραμμα μειωμένου χρόνου εργασίας, επιδοτούμενες θέσεις εργασίας), αφετέρου στην απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, με τη θεσμοθέτηση απόλυτου διευθυντικού δικαιώματος για την επιβολή τηλεργασίας, εκ περιτροπής εργασίας, ευέλικτων ωραρίων, αδήλωτων και απλήρωτων υπερωριών, εικονικών αναστολών συμβάσεων εργασίας κλπ. Αξιοποιώντας επιπλέον την πανδημία ως ευκαιρία για την ολοκλήρωση του νέου εργασιακού μοντέλου της «επόμενης μέρας» που προετοίμασαν τα δύο πρώτα Μνημόνια και θεσπίζοντας τη δυνατότητα απλήρωτων υπερωριών με ατομική διαπραγμάτευση, σπαστού ωραρίου για τους μερικά απασχολούμενους και ευκολότερων απολύσεων, ο νόμος Χατζηδάκη εμπεδώνει ένα νέο καθεστώς υπερ-ευέλικτης εργασίας και εξατομικευμένων εργασιακών σχέσεων με πρώτα θύματα τις γυναίκες, όπου οι εργαζόμενοι με τη χαμηλότερη διαπραγματευτική δύναμη και ικανότητα θα βλέπουν μεγάλο μέρος των όρων εργασίας τους να υπαγορεύονται από τον εργοδότη. Σε αυτό το καθεστώς υπο-προστασίας της εργασίας ευδοκιμούν οι εργασιακές διακρίσεις, συμπεριλαμβανόμενων των διακρίσεων φύλου, όπως π.χ. οι συνδεόμενες με τα προβλήματα διατήρησης της εργασίας των εργαζόμενων με υποχρεώσεις φροντίδας, στην πλειονότητα γυναίκες, που δεν θα μπορούν πλέον να ανταποκριθούν σε ευέλικτα ωράρια.
Ένα επίσης μεγάλο στοίχημα για την «επόμενη μέρα» προέρχεται από τη μεγάλη εξάπλωση, σε μεγαλύτερο βαθμό στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες, της εξ αποστάσεως εργασίας που έφερε παντού η πανδημική κρίση. Πώς δηλαδή η τηλεργασία δεν θα αποτελέσει τη νέα εκδοχή του «φασόν», που εγκλώβισε χιλιάδες γυναίκες στη χώρα μας στο σπίτι και στους παραδοσιακούς έμφυλους ρόλους τις δεκαετίες του 1970 και 1980.
Το πρόβλημα της ανεργίας στη χώρα έχει κατεξοχήν γυναικείο πρόσημο. Η μείωση της γυναικείας ανεργίας αποτελεί συνεπώς πολιτική προτεραιότητα για την «επόμενη μέρα» που αργεί.
Γυναικεία ανεργία
Στο ξεκίνημα της πανδημίας, όλοι οι διεθνείς οργανισμοί προέβλεπαν ότι η κρίση θα έπληττε περισσότερο τη γυναικεία απασχόληση ως αποτέλεσμα των μεγαλύτερων επιπτώσεών της σε μεγάλους τομείς των υπηρεσιών. Αυτό δεν επιβεβαιώθηκε το 2020 ούτε στην Ε.Ε. συνολικά ούτε στην Ελλάδα ειδικότερα, όπου η ανδρική απασχόληση υπέστη αναλογικά μεγαλύτερη μείωση απ’ ότι η γυναικεία (-1,8% έναντι -1%). Στην Ελλάδα, οι άνδρες εργαζόμενοι ακόμα υπερτερούν στον τουρισμό, την εστίαση και τις μεταφορές, όπως και στη μεταποίηση, την ύδρευση-αποχέτευση και τις κατασκευές, κλάδοι που είχαν αθροιστικά το 2020 μεγαλύτερες απώλειες θέσεων εργασίας απ’ ότι οι τέχνες, η ψυχαγωγία και οι υπηρεσίες στα νοικοκυριά, όπου υπερτερούν οι γυναίκες. Η μαζική ένταξη των ανδρών που βρέθηκαν σε αναγκαστική αργία σε καθεστώς αναστολής σύμβασης μείωσε το επίσημο ανδρικό ποσοστό ανεργίας, ενώ η έλλειψη ευκαιριών απασχόλησης στον τουρισμό και την εστίαση τους καλοκαιρινούς μήνες για ένα περιστασιακό εποχιακό κυρίως νεανικό γυναικείο εργατικό δυναμικό που δεν μπόρεσε να ενταχθεί σε καθεστώς αναστολής σύμβασης ερμηνεύουν την αύξηση του γυναικείου ποσοστού ανεργίας και τη διεύρυνση του ήδη τεράστιου έμφυλου χάσματος στην ανεργία, του μεγαλύτερου στην Ε.Ε.
Οι σημαντικές αλλαγές στον ορισμό των απασχολούμενων από 1.1.2021, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Έρευνας Εργατικού Δυναμικού, καθιστούν τα στοιχεία για το α’ τρίμηνο του 2021 και τον Απρίλιο του 2021 μη συγκρίσιμα με αυτά του 2020, αλλά πολύ πιο αξιόπιστα. Το πολύ υψηλό ποσοστό ανεργίας στις γυναίκες (21,3% έναντι 13,7% στους άνδρες) που φθάνει στις νεαρές γυναίκες 15-24 ετών στο δυσθεώρητο 49%, δείχνουν ότι το πρόβλημα της ανεργίας στη χώρα έχει κατεξοχήν γυναικείο πρόσημο και αναμένεται να μετεξελιχθεί σε εκρηκτικό, ακόμα περισσότερο που το τέταρτο κύμα της πανδημίας έχει μόλις ξεκινήσει και η οικονομία ξαναμπαίνει σε φάση αβεβαιότητας. Η μείωση της γυναικείας ανεργίας αποτελεί συνεπώς πολιτική προτεραιότητα για την «επόμενη μέρα» που αργεί.
Τέλος, πέραν της συμβολής της απλήρωτης οικιακής εργασίας φροντίδας, η πανδημία έχει αναδείξει τον αναντικατάστατο ρόλο του κοινωνικού κράτους στην κοινωνική αναπαραγωγή, όπως και στην ισότιμη ένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας. Οι γυναίκες κρατούν στα χέρια τους την κοινωνική αναπαραγωγή, εφόσον αποτελούν την πλειονότητα των εργαζομένων στο δημόσιο σύστημα υγείας, το σύστημα κοινωνικής φροντίδας, το δημόσιο σχολείο και τις «βασικές υπηρεσίες» που παρέμειναν ανοιχτές κατά τη διάρκεια των λοκντάουν. Η μεγάλη πρόκληση είναι η διατήρηση και ενίσχυση του κοινωνικού κράτους για την εξασφάλιση ενός καθολικού δικαιώματος στη φροντίδα. Προϋπόθεση είναι η αποφυγή της επανάληψης ενός νέου κύκλου λιτότητας μετά το τέλος της πανδημικής κρίσης, όπως συνέβη μετά την αρχική ύφεση της κρίσης του 2008.
Σημείωση
1. Μ. Καραμεσίνη και J. Rubery (επιμ.), Γυναίκες και λιτότητα. Η οικονομική κρίση και το μέλλον της ισότητας των φύλων, νήσος, Αθήνα 2015 (μτφ. από το αγγλικό πρωτότυπο, Routledge 2014).
Μαρία Καραμεσίνη
Πηγή: Η Εποχή