Χωρίς αύξηση μισθών και βελτίωση των όρων και συνθηκών εργασίας οι επιχειρήσεις δεν θα μπορούν να προσελκύουν ή να διατηρούν προσωπικό σε δυναμικούς κλάδους (τουρισμός, εμπόριο) και θα αυξηθούν κατακόρυφα οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού σε πολλά επαγγέλματα.
Η σημερινή πανελλαδική απεργία της ΓΣΕΕ για πραγματικές αυξήσεις μισθών και επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, η πρώτη καλά προετοιμασμένη απεργία των συνδικάτων του ιδιωτικού τομέα εδώ και πάρα πολλά χρόνια, ανοίγει το καπάκι μιας χύτρας που συσσωρεύει επί μια δεκαπενταετία την αγανάκτηση των εργαζομένων από τη μαζική ανεργία, τη σύνθλιψη των μισθών και του εισοδήματός τους, το αδιάκοπο σφυροκόπημα και την ισοπέδωση των δικαιωμάτων τους, την υποβάθμιση των συνθηκών και της ασφάλειας της εργασίας τους, όπως μας υπενθυμίζει τραγικά ο φόρος αίματος των 31 εργαζόμενων-θυμάτων θανατηφόρων ατυχημάτων από την αρχή του 2024.
Η ακρίβεια, η οικονομική ανασφάλεια και η αδυναμία των μισθών να εξασφαλίσουν την επιβίωση, αποτελούν το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα των μισθωτών της χώρας σε όλες τις δημοσκοπήσεις, από το φθινόπωρο του 2021, που οι τιμές άρχισαν να ανεβαίνουν και η κρίση ακρίβειας γεννιόταν, έως σήμερα, που πληθωρισμός έχει φτάσει σωρευτικά στο 17%.
Ο πληθωρισμός κερδών-απληστίας που πυροδοτήθηκε από την ενεργειακή κρίση και τον εισαγόμενο πληθωρισμό και τροφοδοτήθηκε από την εκτόξευση των τιμών των ακινήτων και των ενοικίων επέφερε το δεύτερο, μετά τα Μνημόνια, πλήγμα στην αγοραστική δύναμη των μισθών και προκάλεσε τεράστια αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ του κεφαλαίου λόγω της ολιγοπωλιακής διάρθρωσης των αγορών ενέργειας και τροφίμων και της εμμονής της κυβέρνησης στην επιδότηση των καταναλωτών μέσω των υπερεσόδων του ΦΠΑ, αντί της άσκησης μιας πολιτικής μείωσης του ΦΠΑ και της χρηματοδότησής της μέσω της φορολόγησης των ουρανοκατέβατων κερδών. Μεταξύ 2021 και 2023, οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν ενώ το μερίδιο των μισθών στο συνολικό εισόδημα έπεσε από το 62% στο 53%
Η πολιτική των pass μπορεί μεν να βοήθησε τον κ. Μητσοτάκη να κερδίσει στις εκλογές του 2023, αλλά το 2023 η αγοραστική δύναμη των μισθών στην Ελλάδα ήταν 3% χαμηλότερη απ’ ότι το 2021 και 30% χαμηλότερη απ’ ότι το 2009, πριν μπούμε στα Μνημόνια. Το ύψος τους ήταν το δεύτερο χαμηλότερο στην Ε.Ε. μετά τη Βουλγαρία.
Μετά την κατάργηση των pass στο τέλος του 2023, είναι πλέον φανερό ότι οι μισθοί δεν επιτρέπουν την αξιοπρεπή διαβίωση των εργαζομένων και, πολύ περισσότερο, την επιβίωση των χαμηλόμισθων και των νέων, που διογκώνουν τις τάξεις των εργαζόμενων φτωχών. Η δε αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 27% την τελευταία διετία, απλώς κάλυψε με καθυστέρηση – συνεπώς με ενδιάμεσες απώλειες – την αύξηση του «πραγματικού πληθωρισμού» στα χαμηλά εισόδηματα, που είναι συνάρτηση της διαφορετικής σύνθεσης της κατανάλωσής τους, με τα τρόφιμα και τα έξοδα στέγασης να έχουν μεγαλύτερη συμμετοχή απ’ ότι στα μεσαία ή υψηλά εισοδηματικά στρώματα. Το ίδιο διάστημα, οι ονομαστικές αυξήσεις των υπόλοιπων μισθών ήταν μικρότερες από αυτές στον κατώτατο, άρα η απώλεια αγοραστικής τους δύναμης μεταξύ 2021 και 2023 ήταν μεγαλύτερη του 3%. Αυτό οφείλεται στο πολύ χαμηλό ποσοστό κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις εργασίας (25% σύμφωνα με το ILO, 14% σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ).
Βέβαια οι στατιστικές για τους μισθούς δεν μπορούν να συλλάβουν το μέγεθος της κρίσης ακρίβειας. Πληθώρα ερευνών μαρτυρούν τον περιορισμό των δαπανών των νοικοκυριών για τρόφιμα, διασκέδαση ή αναψυχή, συντήρηση ή επισκευές, ενώ πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι το 28% έχει κάνει χρήση των αποταμιεύσεών του για να καλύψει τις αγορές και ένα 15% έχει αυξήσει το χρόνο εργασίας του ή βρει δεύτερη δουλειά για να αυξήσει το εισόδημά του.
Οι χαμηλοί μισθοί είναι μόνο ένας από τους λόγους που η Ελλάδα κατέχει την τελευταία θέση στην Ε.Ε. ως προς την ποιότητα της εργασίας στην οποία την οδήγησε απορρύθμιση εργασιακών σχέσεων όχι μόνο κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων Μνημονίων αλλά και με τις κυβερνήσεις της Ν.Δ. από το 2019 και ύστερα. Εύκολες απολύσεις, ωράρια λάστιχο, απλήρωτες υπερωρίες, εικονικές εργολαβίες, συμβάσεις κατά παραγγελία, επέκταση της δουλειάς τα Σαββατοκύριακα σε δραστηριότητας που αυτή δεν υπαγορεύεται από αντικειμενικούς λειτουργικούς λόγους, δυνατότητα 13ωρης απασχόλησης με δεύτερη μισθωτή εργασία, ψευδο-αυτοαπασχόληση με μπλοκάκι και σε πλατφόρμες, εργοδοτική αυθαιρεσία, αποτελούν χαρακτηριστικά ενός εργασιακού μοντέλου φθηνής εργασίας.
Αυτό το εργασιακό μοντέλο δεν είναι ούτε κοινωνικά ούτε οικονομικά βιώσιμο για τρεις κυρίως λόγους. Καταρχήν, η σαρωτική ιδιωτικοποίηση κοινωνικών αγαθών (υγεία, παιδεία) από τις κυβερνήσεις της ΝΔ αυξάνει τις ιδιωτικές δαπάνες, την ίδια στιγμή που τα ενοίκια βρίσκονται στα ύψη και μεγάλο μέρος των νοικοκυριών κινδυνεύει να χάσει το σπίτι του μέσω πλειστηριασμού ή στενάζει υπό το βάρος των ιδιωτικών χρεών. Ισχυρίζομαι, ότι χωρίς γενναία αύξηση μισθών, η κρίση ακρίβειας ενδέχεται σύντομα να μετατραπεί σε κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής των λαϊκών τάξεων και των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, με απρόβλεπτες συνέπειες για τους κυβερνώντες και το πολιτικό σύστημα.
Δεύτερον, η αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων αποτελεί όρο επίτευξης μεγαλύτερης δικαιοσύνης στην κατανομή των μισθών, που σήμερα παρουσιάζουν υπερσυγκέντρωση στο κάτω άκρο της μισθολογικής κλίμακας λόγω της μεγαλύτερης ανόδου του κατώτατου συγκριτικά με το μέσο μισθό. Η συμπίεση αυτή παράγει αντικίνητρα απόδοσης για άτομα υψηλότερων προσόντων που δεν επιτελούν ανειδίκευτες δουλειές.
Τρίτον, χωρίς αύξηση μισθών και βελτίωση των όρων και συνθηκών εργασίας οι επιχειρήσεις δεν θα μπορούν να προσελκύουν ή να διατηρούν προσωπικό σε δυναμικούς κλάδους (τουρισμός, εμπόριο) και θα αυξηθούν κατακόρυφα οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού σε πολλά επαγγέλματα. Η συνέχιση της φυγής των νέων στο εξωτερικό και η κάλυψη των ελλείψεων μόνο μέσω μετανάστευσης δεν είναι κοινωνικά επιθυμητή λύση.
Τέλος, η ελληνική και ευρωπαϊκή συγκυρία παρέχει ευκαιρίες αναγέννησης του συνδικαλιστικού κινήματος για επίσης τρεις λόγους. Πρώτον, οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού αυξάνουν τη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων και πιέζουν τους εργοδότες να αυξήσουν τους μισθούς και να βελτιώσουν τις συνθήκες εργασίας, ώστε να προσελκύσουν και να συγκρατήσουν εργατικό δυναμικό. Δεύτερον, η Οδηγία της Ε.Ε. για τους αξιοπρεπείς κατώτατους μισθούς, που πρέπει να έχει ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο μέχρι τον Νοέμβριο του 2024, υποχρεώνει τα κράτη μέλη να αναπτύξουν σχέδια δράσης για να ενισχύσουν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και να αυξήσουν την κάλυψη των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις εργασίας στο 80%. Τρίτον, η εφαρμογή της νέας Οδηγίας για τις πλατφόρμες και τους αλγορίθμους στο μάνατζμεντ ανοίγει σε εθνικό επίπεδο πεδίο κινητοποίησης και διεκδίκησης για το συνδικαλιστικό κίνημα.
Βέβαια, το ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον είναι εξαιρετικά ρευστό και ασταθές και προοιωνίζεται γεωπολιτικές συγκρούσεις, οικονομικές και άλλες κρίσεις και άνοδο της ακροδεξιάς, που δεν θα αφήσουν ανεπηρέαστη την ελληνική οικονομία και κοινωνία και, άρα, το περιβάλλον μέσα στο οποίο διαμορφώνονται οι κρατικές πολιτικές και επιχειρηματικές στρατηγικές και πρακτικές και οι εργαζόμενοι και το συνδικαλιστικό κίνημα αναπτύσσουν τις διεκδικήσεις τους. Ένα είναι σίγουρο. Οι ανακατατάξεις θα είναι ραγδαίες.
Η Μαρία Καραμεσίνη είναι Καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρώην πρόεδρος και διοικήτρια ΟΑΕΔ, υποψήφια στις ευρωεκλογές με τη Νέα Αριστερά