Αναμφίβολα, η πρόσφατα εκλεγμένη κυβέρνηση της Ν.Δ. αποφάσισε να αξιοποιήσει τη νωπή λαϊκή εντολή για να επιβάλει χωρίς αντιστάσεις την πολιτική της σε όλους τους τομείς προτεραιότητάς της. Οι εργασιακές σχέσεις είναι μεταξύ αυτών, εφόσον η συγκράτηση των μισθών και η συμπίεση του εργατικού κόστους αποτελούν, μαζί με τη χαμηλή φορολογία, ακρογωνιαίο λίθο του πολιτικού της σχεδίου για την ανάπτυξη της χώρας.
Με τις διατάξεις του αναπτυξιακού πολυνομοσχεδίου για τα εργασιακά θέματα, φαίνεται να επιστρέφει στις εκκρεμότητες του δεύτερου μνημονίου που έμεινε ανολοκλήρωτο. Λόγω των πρόωρων εκλογών του Ιανουαρίου 2015 που έφεραν τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου δεν πρόλαβε να υλοποιήσει και μεταβίβασε στον ΣΥΡΙΖΑ τη μνημονιακή δέσμευση για αλλαγή του θεσμικού πλαισίου των εργασιακών σχέσεων, της συνδικαλιστικής δράσης και της λειτουργίας των συνδικάτων.
Η αλλαγή που αυτή προετοίμαζε από κοινού με την τρόικα και τον ΣΕΒ θα κατοχύρωνε τα «κεκτημένα» των δύο μνημονίων ως προς την πλήρη περιθωριοποίηση των κλαδικών συμβάσεων και των συλλογικών διαπραγματεύσεων, προσθέτοντας και νέα μέτρα, τα οποία στη συνέχεια οι κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ αναγκάστηκαν να διαπραγματευτούν με τους θεσμούς, ιδίως το ΔΝΤ.
Οι κυβερνήσεις του ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσαν τελικά να αποτρέψουν με ελάχιστες αβαρίες τα εξυφαινόμενα σχέδια (νομιμοποίηση λοκάουτ, περιορισμός προσφυγής των συνδικάτων στη διαιτησία και του δικαιώματος απεργίας) αλλά δεν μπόρεσαν να καταργήσουν τις μνημονιακές ανατροπές στις συλλογικές συμβάσεις που οδήγησαν στη δραματική μείωση της διαπραγματευτικής ικανότητας των συνδικάτων του ιδιωτικού τομέα και του ποσοστού κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Εντέλει, η αδυναμία συλλογικής διαπραγμάτευσης, μαζί με τα γνωστά δεινά της κομματικοποίησης, της γραφειοκρατικοποίησης και των εσωτερικών διαιρέσεων και συγκρούσεων, οδήγησε το συνδικαλιστικό κίνημα σε πλήρη αδράνεια και τα συνδικάτα σε τεράστια απώλεια κύρους.
Προπαντός, όμως, η τελευταία κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έβαλε τη σφραγίδα της στις αλλαγές της μεταμνημονιακής περιόδου στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν του σχεδίου της κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου, του ΣΕΒ και της τρόικας επί δεύτερου μνημονίου. Επανατοποθετώντας τις κλαδικές συμβάσεις στην καρδιά του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων και ρύθμισης των όρων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έδωσε ταυτόχρονα το φιλί της ζωής στα συνδικάτα, δίνοντάς τους πίσω το πεδίο δράσης που είχαν χάσει με τα μνημόνια, ενώ με την επαναφορά της επεκτασιμότητας βελτίωσε τους μισθούς και τους λοιπούς όρους εργασίας χιλιάδων εργαζομένων.
Επιστρέφοντας στη μνημονιακή λογική, το αναπτυξιακό πολυνομοσχέδιο θέτει ξανά στο στόχαστρο τις εθνικές κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, βάζοντας εμπόδια στη σύναψη και στην εμβέλειά τους με τέσσερις διακριτές επεμβάσεις.
Πρώτον, εισάγει εξαιρέσεις από το πεδίο κάλυψής τους για εν δυνάμει χιλιάδες επιχειρήσεις με οικονομικά προβλήματα και με αδιευκρίνιστες προϋποθέσεις που θα ορίσει με υπουργική απόφαση ο υπ. Εργασίας. Οι εξαιρέσεις είναι τυπικά δυνητικές για τους κοινωνικούς ανταγωνιστές, εφόσον είναι μεν στη διακριτική ευχέρεια των τελευταίων να τις εισαγάγουν στην κλαδική σύμβαση, αλλά όταν δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη αυτές μπορεί να επιβληθούν αυτοδίκαια μέσω επιχειρησιακών.
Δεύτερον, το πολυνομοσχέδιο νομιμοποιεί τις προς τα κάτω παρεκκλίσεις τοπικών κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας από τους όρους των αντίστοιχων εθνικών κλαδικών, σε πλήρη αντίθεση με τα διεθνώς ισχύοντα.
Τρίτον, δυσκολεύει τόσο πολύ την επέκταση των εθνικών κλαδικών συμβάσεων και προβλέπει τέτοιες εξαιρέσεις από την εφαρμογή της, που στην πράξη υπονομεύει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις σε αυτό το επίπεδο, με το να παρέχει αντικίνητρα στους εργοδότες να συμμετέχουν στις εργοδοτικές οργανώσεις.
Τέταρτον, τυπικά μεν διατηρεί, αλλά στην πράξη καταργεί τη δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία των συνδικαλιστικών οργανώσεων του ιδιωτικού τομέα. Ακυρώνει δηλαδή ένα μέσο πίεσης των συνδικάτων για τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων, δίνοντας κίνητρα στις εργοδοτικές οργανώσεις να μην προσέρχονται ή να είναι αδιάλλακτες στις διαπραγματεύσεις.
Οι παραπάνω επεμβάσεις δεν ακυρώνουν μόνο το έργο της προηγούμενης κυβέρνησης στο πεδίο των συλλογικών εργασιακών σχέσεων. Πλήττουν ευθέως τον ίδιο τον θεσμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων και απειλούν τα συνδικάτα του ιδιωτικού τομέα με πλήρη αφανισμό. Αγνοώ εάν και κατά πόσο αυτό αποτελεί συνείδηση των ίδιων των συνδικάτων και εάν αυτή η συνείδηση θα μπορούσε να τα οδηγήσει στη συγκρότηση κοινού μετώπου.
Αναμφίβολα, όμως, οι απεργιακές κινητοποιήσεις με αφορμή το αναπτυξιακό πολυνομοσχέδιο έρχονται σε μια κρίσιμη στιγμή όπου η θανάσιμη απειλή που αυτό αντιπροσωπεύει για το συνδικαλιστικό κίνημα μπορεί δυνητικά να καταστεί η αφετηρία για την αντιμετώπιση της μεγάλης πρόκλησης της ανασυγκρότησής του στη βάση της γνήσιας εκπροσώπησης και προώθησης των συμφερόντων των εργαζομένων της χώρας.
Η Μαρία Καραμεσίνη είναι καθηγήτρια Οικονομικών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, τέως προέδρος και διοικήτρια ΟΑΕΔ
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών