Macro

Μαρία Καραμεσίνη: Ακρίβεια και κρίση χωρίς τέλος – Η ευρωπαϊκή εργατική τάξη διαδηλώνει, η ελληνική απεργεί

Από τις αρχές του 2022, το 80% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα δεν έχει δει καμία αύξηση μισθού ενώ ο πληθωρισμός είναι διψήφιος. Το ίδιο και οι δημόσιοι υπάλληλοι, των οποίων οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι από το 2011. Ο πληθωρισμός στους χαμηλόμισθούς τρέχει με 40%.
 
Τους δύο τελευταίους μήνες οι εργαζόμενοι-ες σε όλη την Ευρώπη έχουν βγει στους δρόμους. Γυναίκες και άνδρες, μισθωτοί της βιομηχανίας και των υπηρεσιών, νέοι και νέες προλετάριοι-ες και επιστήμονες-ισσες, μετανάστριες-εςπρώτης και δεύτερης γενιάς των προαστίων και των κέντρων των πόλεων, ψευτο-αυτοαπασχολούμενοι στις πλατφόρμες και τις μεταφορές, υποαμειβόμενες εργαζόμενες των τηλεφωνικών κέντρων και των σουπερμάρκετ, προλεταριοποιημένοι-ες επαγγελματίες και καλλιτέχνες της επισφάλειας, δασκάλες-οι και καθηγητές-τριες, υγειονομικοί, εργαζόμενοι-ες σε υποστελεχωμένες δημόσιες υπηρεσίες και ιδιωτικοποιημένες δημόσιες επιχειρήσεις, που οι μισθοί τους έχουν καθηλωθεί και οι ρυθμοί εργασίας τους εντατικοποιηθεί.
 
Οι ογκώδεις συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις σε όλες τις πρωτεύουσες τις Ευρώπης σηματοδοτούν το «ξύπνημα» της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης στο σύνολό της – των μισθωτών του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα – μπροστά στον καλπάζοντα πληθωρισμό που κατατρώει καθημερινά το εισόδημα όλων και φτωχοποιεί τους πιο χαμηλόμισθους.
 
Μιας εργατικής τάξης που ανησυχεί μπροστά στο φάσμα της ενεργειακής κρίσης του χειμώνα αλλά και της επερχόμενης ύφεσης και ανόδου της ανεργίας που απεργάζονται και ενορχηστρώνουν οι κεντρικές τράπεζες με την αύξηση των επιτοκίων, το ΔΝΤ και η «διεθνής του νεοφιλελευθερισμού» με τις συνταγές της ταυτόχρονης επιστροφής στη δημοσιονομική λιτότητα.
 
Μιας εργατικής τάξης που είδε από τη δεκαετία του 1980 και μέχρι την κρίση του 2008 το μερίδιό της στο συνολικό εισόδημα να μειώνεται, τις κοινωνικές της κατακτήσεις να περιορίζονται, τη σύνθεσή της να αλλάζει άρδην και την ενότητά της να διασπάται, τις γυναίκες, τους νέους και τους μετανάστες να δουλεύουν κάτω από διαφορετικές εργασιακές σχέσεις και νόρμες, το παραδοσιακό μοντέλο συνδικαλισμού να χάνει την αποτελεσματικότητά του και την ικανότητα συσπείρωσης, τη δύναμη των συνδικάτων να συρρικνώνεται.
 
Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση του 2008 και η λιτότητα που επακολούθησε είχαν στην Ευρώπη μεγάλες επιπτώσεις στην απασχόληση και στο κοινωνικό κράτος, και ακόμα μεγαλύτερες στη Νότια Ευρώπη όπου η εμπειρία της λιτότητας σε συνδυασμό την «εσωτερική υποτίμηση» δεν προκάλεσαν μόνο μείωση μισθών, υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και άνοδο της ανεργίας αλλά και βίαια ανατροπή του μοντέλου εργασιακών σχέσεων. Με την αποκαθήλωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, η Ελλάδα προσχώρησε στην ομάδα των χωρών της ανατολικής Ευρώπης όπου κυριαρχούν οι ατομικές εργασιακές σχέσεις. Στην πανδημία του Covid-19, οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα στη χώρα μας γνώρισαν περαιτέρω μείωση μισθών, πολύ μικρότερη συγκριτικά με τα Μνημόνια, αλλά από τις μεγαλύτερες στην Ε.Ε.
 
Αντίθετα με αυτό που συνέβη στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, στην κρίση του COVID-19,τα μέτρα διατήρησης της απασχόλησης σε όλη την Ευρώπη επέτρεψαν σε μεγάλο βαθμό την συγκράτηση της ανόδου της ανεργίας. Ως αποτέλεσμα, η γρήγορη ανάκαμψη των οικονομιών το 2021 και η διατήρησή της σε υψηλούς ρυθμούς το πρώτο μισό του 2022 έφεραν το ποσοστό απασχόλησης στις χώρες της Ε.Ε. πάνω από το επίπεδο που βρισκόταν πριν την έναρξη της πανδημίας και το ποσοστό ανεργίας κάτω από αυτό. Ωστόσο, η κρίση του Covid-19 έφερε στο προσκήνιο τις δραματικές επιπτώσεις των ιδιωτικοποιήσεων και της υποχρηματοδότησης των δημοσίων συστημάτων υγείας στην αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης και της όξυνσης των προβλημάτων ψυχικής υγείας που έφεραν ο εγκλεισμός και οι περιορισμοί, καθώς και τη μεγάλη ζώνη της κακά αμειβόμενης εργασίας και της επισφάλειας, που είχαν δημιουργήσει οι απορρυθμίσεις της αγοράς εργασίας και των συστημάτων κοινωνικής προστασίας τις προηγούμενες δεκαετίες.
 
Γι’ αυτό και η απρόκλητη επίθεση που δέχονται εδώ και ένα χρόνο οι μισθωτοί στο εισόδημά τους από έναν πληθωρισμό που είναι αποτέλεσμα της ενεργειακής κρίσης, των προβλημάτων εφοδιασμού, της στεγαστικής κρίσης και, κυρίως, της κερδοσκοπίας του μεγάλου κεφαλαίου στις εγχώριες και διεθνείς αγορές και στα χρηματιστήρια έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει. Συνδικάτα και εργαζόμενοι διεκδικούν σε όλη την Ευρώπη αυξήσεις μισθών, συλλογικές διαπραγματεύσεις, στήριξη των πιο ευάλωτων, πλαφόν στις τιμές, φορολόγηση υπερκερδών και μεταρρύθμιση των αγορών ενέργειας, αναγνώριση της ενέργειας ως δημόσιου αγαθού και μεγάλες επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές. Ταυτόχρονα, η ζοφερή προοπτική επαναφοράς από τις νεοφιλελεύθερες δυνάμεις και τα κέντρα εξουσίας της συνταγής της λιτότητας, της ύφεσης και της ανόδου της ανεργίας για την επίλυση της κρίσης συμβάλλει στο να ωριμάζουν σιγά-σιγά «τα σταφύλια της οργής».
 
Οι ογκώδεις συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις σε όλες τις πρωτεύουσες τις Ευρώπης απηχούν, εντέλει, την άρνηση μιας ευρωπαϊκής εργατικής τάξης εξουθενωμένης από δύο παγκόσμιες κρίσεις του 2008 και του Covid-19, να πληρώσει για τρίτη φορά τα σπασμένα της νέας παγκόσμιας κρίσης του νεοφιλελεύθερου μοντέλου καπιταλισμού, που μοιάζει να έχει μπει, μέσα από τις πολλαπλές, ταυτόχρονες και επάλληλες κρίσεις, σε μια μεγάλη παρατεταμένη κρίση δίχως ορατό τέλος.
 
Σήμερα η εργατική τάξη της χώρας μας έχει κληθεί να συμμετέχει στην πρώτη, εδώ και καιρό, κοινή πανελλαδική απεργία των συνδικάτων του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα ενάντια στην ακρίβεια και τη φτωχοποίηση, για τους μισθούς και τα εργασιακά δικαιώματα. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Από τις αρχές του 2022, το 80% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα δεν έχει δει καμία αύξηση μισθού ενώ ο πληθωρισμός είναι διψήφιος. Το ίδιο και οι δημόσιοι υπάλληλοι, των οποίων οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι από το 2011. Ο πληθωρισμός στους χαμηλόμισθούς τρέχει με 40%.Παρά τις εκρηκτικές αντικειμενικές συνθήκες, τα εμπόδια συμμετοχής στην απεργία είναι ως γνωστό πολλά και οι επιφυλάξεις και οι αδράνειες μεγάλες, μετά τις ήττες και τις απογοητεύσεις του παρελθόντος. Ωστόσο, η σημερινή μέρα θα δείξει αν η αντίστροφη κίνηση του εκκρεμούς προς την κατεύθυνση της επιστροφής στη μαζική συλλογική δράση ξεκίνησε.
 
Η Μαρία Καραμεσίνη είναι Καθηγήτρια Οικονομικών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και αναπληρώτρια συντονίστρια του Τμήματος Εργατικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ