Το σύγχρονο καπιταλιστικό μοντέλο ανάπτυξης, βασισμένο στην τεχνολογία και την οικονομία, μας οδηγεί βίαια προς την ανταγωνιστικότητα και την αναζήτηση πλούτου, ο οποίος δεν είναι άσχετος, μεταξύ άλλων, και με την αρχέγονη επιθυμία για πατριαρχική εξουσία. Το γεγονός έχει ως αποτέλεσμα ένα κοινωνικό, οικονομικό μοντέλο που επί του παρόντος όχι μόνο πλήττει με τον πιο αρνητικό τρόπο πολλές κοινωνικές ομάδες, όπως οι γυναίκες, αλλά καθίσταται επίσης μη βιώσιμο μακροπρόθεσμα. Ο όρος οικοφεμινισμός επινοήθηκε για πρώτη φορά από τη γαλλίδα συγγραφέα Françoise D’ Eaubonne στο βιβλίο της Le Féminisme ou la Mort (1974) για να ορίσει τη σύνδεση μεταξύ της πατριαρχικής υποταγής των γυναικών και της καταστροφής της φύσης. Σε αυτό υποστηρίζει ότι οι γυναίκες έχουν διαφορετικούς τρόπους να βλέπουν και να σχετίζονται με τον κόσμο από τους άνδρες. Οι συγκεκριμένες διαφορές μπορεί να δημιουργήσουν εναλλακτικές γνώσεις σχετικά με τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ανθρώπων και του φυσικού κόσμου, όταν ληφθούν υπόψη οι θηλυκές εμπειρίες και ερμηνείες του κόσμου. Έτσι, δεν είναι περίεργο το ότι η υποταγή και ο έλεγχος των γυναικών συνδέονται με την ανθρώπινη κυριαρχία επί της φύσης. Κατά την οικοφεμινιστική άποψη, οι γυναίκες ελέγχονται επειδή πιστεύεται ότι είναι πιο κοντά στη φύση παρά στον πολιτισμό, εξαιτίας των αναπαραγωγικών τους δυνατοτήτων. Κατανοώντας τη σύνδεση μεταξύ θηλυκότητας και φύσης και διερευνώντας γυναικείους τρόπους θέασης και σχέσης, ο οικοφεμινισμός υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι μπορούν να συνειδητοποιήσουν θετικούς τρόπους αλληλεπίδρασης με τον φυσικό κόσμο και μεταξύ τους.
Η κριτική οικοφεμινιστική, ειδικότερα, θεωρία αντιτίθεται στο σύγχρονο καπιταλιστικό και πατριαρχικό μοντέλο. Υποστηρίζει ότι, με βάση τη φεμινιστική προσέγγιση, αρχές όπως η «αρχή της προφύλαξης» της ΕΕ, η ελευθερία επιλογής στη μητρότητα, η διατροφική κυριαρχία ή η περιβαλλοντική εκπαίδευση στην παιδική ηλικία ωθούν την κοινωνία προς τη βιώσιμη ανάπτυξη. Το βέβαιο είναι πως ο οικοφεμινισμός αποτελεί τη συνάντηση φεμινισμού και οικολογίας. Σήμερα, βρίσκεται σε άνοδο, κυρίως μεταξύ των νέων γυναικών, και σταδιακά αφήνει πίσω του μια μακρά περίοδο κατά την οποία δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστός και κατανοητός. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι οι όροι «γυναίκες» και «οικολογία» δεν είναι συνώνυμοι. Το να είσαι οικοφεμινίστρια δεν σημαίνει ότι οι γυναίκες ως φύλο είναι εγγενώς πιο συνδεδεμένες με τη φύση και τη ζωή από τους άνδρες. Υπάρχουν άνδρες που αφοσιώνονται στην υπεράσπιση του περιβάλλοντος ή/και των ζώων και γυναίκες που είναι αδιάφορες ή εχθρικές σε αυτές τις νέες μορφές συνειδητοποίησης. Είναι αλήθεια όμως ότι, στατιστικά, σε διεθνές επίπεδο, οι γυναίκες αποτελούν την πλειοψηφία στα περιβαλλοντικά κινήματα και στην υπεράσπιση των ζώων. Το ενδιαφέρον των γυναικών για τη φροντίδα της φύσης δεν είναι ένας αυτόματος μηχανισμός, ο οποίος συνδέεται με το φύλο τους. Η πραγματικότητα μας παρουσιάζει ένα ευρύ φάσμα ατόμων, αλλά και τάσεις, που συνδέονται με την κοινωνικοποίηση καθορισμένων καθηκόντων και στάσεων. Γενικά, όπως γνωρίζουμε, οι γυναίκες δεν είχαν ιστορικά πρόσβαση στα όπλα και παραδοσιακά ήταν υπεύθυνες για τη φροντίδα των πιο ευάλωτων (παιδιά, ηλικιωμένους και ασθενείς) και τη διατήρηση της οικιακής υλικής υποδομής (κουζίνα, ρούχα κλπ), ενώ κοινωνικοποιούνταν και εξακολουθούν να κοινωνικοποιούνται με ένα είδος «σχεσιακής» υποκειμενικότητας, που εκφράζεται ακόμα και σήμερα με φροντίδα και στοργή προς τις/τους άλλες/ους. Έτσι, δεν είναι περίεργο το ότι όταν αυτά τα χαρακτηριστικά συμπληρώνονται με κατάλληλες πληροφορίες και κριτική προσέγγιση των ηγεμονικών λόγων, προκύπτουν οι συνθήκες που προκαλούν το ενδιαφέρον τους για την υπεράσπιση της φύσης και άλλων έμβιων όντων.
Σε κάθε περίπτωση, οι περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνθήκες του 21ου αιώνα αναδεικνύουν τον κρίσιμο ρόλο τόσο της οικολογίας, όσο και του φεμινισμού. Από τη μια, οι γυναίκες έχουν αποκτήσει αυτογνωσία και αντιμάχονται τα μακραίωνα εμπόδια που συναντούν τόσο στην ιδιωτική, όσο και στη δημόσια σφαίρα. Κι αν η επίτευξη της πλήρους χειραφέτησής τους μπορεί να καθυστερήσει, μοιάζει μάλλον αδύνατο να παρεμποδιστεί μακροπρόθεσμα. Από την άλλη, η μη βιωσιμότητα του μοντέλου τεχνοοικονομικής ανάπτυξης γίνεται ολοένα και πιο εμφανής, αφού διαθέτει μια καταστροφική φύση που θέτει σε κίνδυνο το μέλλον της ανθρωπότητας. Όπως επισημαίνουν οι παγκόσμιες διασκέψεις του ΟΗΕ και οι εκθέσεις εμπειρογνωμόνων, ενώ οι γυναίκες αποτελούν τα πρώτα θύματα της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, ταυτόχρονα διαδραματίζουν βασικό ρόλο στην υπεράσπιση της φύσης. Ο οικοφεμινισμός, κατά συνέπεια, είναι η θεωρία και η πρακτική που αντιμετωπίζει το συγκεκριμένο, διπλής διάστασης ζήτημα.
Μαρία Γκασούκα