Macro

Μαρία Δεδούση: Η «νέα Ινδία» και ο επικίνδυνος κύριος Μόντι

Πριν από λίγες ημέρες, οι ηγέτες του G20, που συναντήθηκαν στην πρωτεύουσα της προεδρεύουσας χώρας, το Νέο Δελχί, συμφώνησαν σε κάτι γενικόλογα που λογικά δεν κατάλαβαν ούτε οι ίδιοι. «Ως προεδρεύουσα του G20, η Ινδία καλεί ολόκληρο τον κόσμο να μετατρέψει αυτό το παγκόσμιο έλλειμμα εμπιστοσύνης σε μια κοινή εμπιστοσύνη. Ήρθε η ώρα να προχωρήσουμε όλοι μαζί», είπε ο Ινδός πρωθυπουργός Ναρέντα Μόντι και μετά από τις εργασίας της συνόδου κορυφής πήγαν όλοι σπίτια τους συμφωνώντας ότι διαφωνούν, κυρίως στο θέμα της Ουκρανίας. Κι άφησαν τον Μόντι να συνεχίσει το δικό του σημαντικό έργο, που δεν αφορά τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά τον ίδιον και τη χώρα που κυβερνά. Στα πολύ «ψιλά» της συνόδου κορυφής πέρασε η πρόσκληση που έστειλε το γραφείο της Προέδρου της Ινδίας Ντραουπάντι Μούρμου για το επίσημο δείπνο των ηγετών του G20. Συγνώμη, όχι της Ινδίας, της Μπάρατ. Τι είναι η Μπάρατ; Είναι έτσι όπως θα ονομάζεται η Ινδία εφεξής, διότι έτσι αποφάσισε ο ισχυρός άντρας της χώρας, ο Μόντι.
 
Ο Ναρέντα Μόντι κυβερνά τη χώρα από το 2014 και είναι ο άνθρωπος που, για να θυμηθούμε έναν άλλον τέως ηγέτη μεγάλης χώρας, θέλει «να κάνει την Ινδία ξανά μεγάλη». Δεν έκρυψε ποτέ ποιος είναι, άλλο αν ο κόσμος επέλεγε να μην το δει. Μέλος της ακροδεξιάς ινδουιστικής παραστρατιωτικής οργάνωσης Ραστρίγια Σουαγιαμσεβάκ Σανγκ, μεγάλωσε ψέλνοντας ύμνους και λαμβάνοντας στρατιωτικού τύπου εκπαίδευση σε στρατόπεδα. Ο Μόντι και το κόμμα του, το Μπαρατίγια Τζανάτα (Ινδικό Λαϊκό Κόμμα), ήθελαν εξ αρχής να επιβάλουν τη «χιντούτβα» ή «ινδικότητα», τον ινδουιστικό τρόπο ζωής, ως κυρίαρχο στη χώρα, στη θέση του κοσμικού πλουραλισμού.
 
Η «χιντούτβα» είναι ένας όρος που επινοήθηκε το 1923 και εκφράζει την κύρια μορφή Ινδουιστικού υπερεθνικισμού στην Ινδία. Το κόμμα Μπαρατίγια Τζανάτα υιοθέτησε την ινδικότητα ως επίσημη ιδεολογία το 1989 και πολλοί Ινδοί κοινωνικοί επιστήμονες φώναζαν από τότε, περιγράφοντας την κίνηση ως φασιστική και εμμένοντας στην επιλογή της κοσμικής ομογενοποιημένης πλειοψηφίας. Λίγο πριν τις εκλογές του 2019, στην Ινδία ξέσπασε κύμα βίας εναντίον των μουσουλμάνων κατοίκων, που είχε ως συνέπεια πολλούς θανάτους. Και πάλι πολλοί προειδοποίησαν ότι ο Μόντι ήθελε να μετατρέψει τη μεγαλύτερη Δημοκρατία του κόσμου (με 1,3 δισεκατομμύρια ανθρώπους) σε ένα φονταμενταλιστικό ινδουιστικό κράτος. Και πάλι κανείς δεν άκουσε. Οι περισσότεροι, στη Δύση κυρίως, ήταν πολύ απασχολημένοι με τη δαιμονοποίηση της Κίνας και εύχονταν η Ινδία να την ξεπεράσει τόσο σε πληθυσμό όσο και σε οικονομικά μεγέθη, πράγμα που κοντεύει να συμβεί.
 
Τι είναι αυτό το κράτος που φτιάχνει ο Μόντι, όμως; Και πόσο είχε δίκιο η Δύση; Οι πιέσεις για να αλλάξει το όνομα της χώρας, που έρχονται από το εσωτερικό του Μπαρατίγια Τζανάτα, φαίνονται σχετικά λογικές αν δεν ξέρει κανείς το υπόβαθρο. Η ονομασία «Ινδία», λένε, δόθηκε από τους Άγγλους και παραπέμπει στο αποικιοκρατικό παρελθόν της χώρας. Δεν είναι η πρώτη φορά που το ζητάνε. Παρόμοια αιτήματα απορρίφθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας το 2016 και το 2020. Και τώρα το αίτημα επανέρχεται και είναι λίαν αμφίβολο εάν το Ανώτατο Δικαστήριο θα μπορέσει να κάνει κάτι. Λίγες μέρες πριν τη Σύνοδο του G20, ο σημερινός ηγέτης της Ραστρίγια Σουαγιαμσεβάκ Σανγκ, Μοχάν Μπαγκβάτ, είπε: «Δεν χρειάζεται να μας απασχολεί εάν κάποιος έξω από την Ινδία θα καταλάβει γιατί το κάνουμε ή όχι. Αν θέλουν, θα το καταλάβουν, αλλά δεν είναι δικό μας πρόβλημα. Ο κόσμος μάς χρειάζεται σήμερα, δεν χρειαζόμαστε εμείς τον κόσμο».
 
Τα λόγια του θα είχαν λίγη σημασία εάν οι δεσμοί της οργάνωσης με το κυβερνών κόμμα δεν παρέμεναν πανίσχυροι, τόσο ισχυροί που ορισμένοι πιστεύουν ότι, στην πραγματικότητα, είναι η Ραστρίγια Σουαγιαμσεβάκ Σανγκ που κυβερνά την Ινδία. Η ονομασία Μπάρατ περιλαμβάνεται στο σύνταγμα της Ινδίας ως δευτερεύουσα. Εάν επικρατήσει, η ονομασία «Ινδία» θα πρέπει να αφαιρεθεί. Για τη Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου, πάντως, έχει συγκληθεί έκτακτη ολομέλεια του ινδικού Κοινοβουλίου και υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι ο Μόντι θα θέσει το θέμα της ονομασίας επί τάπητος. Το πώς ακριβώς θα το πετύχει είναι μια άλλη συζήτηση, που μας φέρνει και στο γενικότερο θέμα των διαδικασιών που ακολουθούνται στη χώρα. Το πιθανότερο είναι ότι για αρχή θα επιβάλει άτυπα τη μετονομασία προκειμένου να δημιουργήσει μια ντε φάκτο κατάσταση, την οποία μετά οι νομοθέτες θα είναι δύσκολο να αρνηθούν.
 
Αλλάζοντας την Ιστορία
 
Το έκανε και πριν από λίγους μήνες, τον περασμένο Απρίλιο, όταν αφαιρέθηκαν τελικά από τα σχολικά βιβλία οι αναφορές στους μουσουλμάνους Μουγκάλ, οι οποίοι διοικούσαν την ινδική χερσόνησο από τον 16ο ως τον 19ο αιώνα. Η κυβέρνηση μεθόδευε την αφαίρεση από το 2016, δημιουργώντας το κίνημα #DeleteMughalsFromHistory. Και φυσικά τα κατάφερε. Όλα αυτά δεν είναι ούτε απλά ούτε και πολύ ευχάριστα, εάν δει κάποιος τη μεγάλη εικόνα. Ο Μόντι αλλάζει την Ιστορία, προκειμένου να δημιουργήσει μια νέα πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που θα βασίζεται σε επιλεκτικές ιστορικές μνήμες. Και βέβαια το μεγάλο ερώτημα είναι πού θα οδηγήσει αυτή η νέα πραγματικότητα το ωσονούπω πολυπληθέστερο κράτος της γης.
 
Η οργάνωση Ραστρίγια Σουαγιαμσεβάκ Σανγκ, η ραχοκοκκαλιά της Δεξιάς στη χώρα, ιδρύθηκε το 1925 και από την αρχή είχε ένα όραμα που πήγαινε πολύ πέρα από τις όποιες δημοκρατικές διαδικασίες: Να μετατρέψει την Ινδία σε ένα αποκλειστικά ινδουιστικό έθνος, με όποιες μεθόδους χρειαζόταν να χρησιμοποιηθούν. Οι μέθοδοι, εξάλλου, καθορίζονται συχνά από τον στόχο και ο στόχος εν προκειμένω ήταν να «εξοστρακιστούν» από την εθνική συνείδηση (και από τη ζωή, ιδανικά) όλοι οι μη-ινδουιστές. Μουσουλμάνοι, χριστιανοί, άθεοι, υπέρμαχοι του κοσμικού κράτους, όλοι αυτοί είναι, τα τελευταία χρόνια, στόχοι. Στόχοι προς εκκαθάριση, συχνότατα κυριολεκτική.
 
Όπως έγινε και το 2019, όταν ορδές εξαγριωμένων ινδουιστών εισέβαλαν σε μουσουλμανικά χωριά ή δολοφονούσαν εν ψυχρώ μουσουλμάνους κρεοπώληδες που πουλούσαν βοδινό κρέας, τέτοιου είδους μαζικές «σκούπες» πέφτουν συχνά στην Ινδία, όπως γίνεται και στην επαρχία Μανιπούρ, όπου οι ινδουιστές Μεϊτέι σφάζουν τους χριστιανούς Κούκι με την ανοχή της κυβέρνησης, ενώ διεκδικούν και το νομοθετημένο δικαίωμα να τους παίρνουν τη γη. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι φανερό ότι ο Μόντι δεν δίνει δεκάρα για το «αποικιοκρατικό» παρελθόν της Ινδίας· αυτό που θέλει είναι να ισχυροποιήσει το ακροδεξιό εθνικιστικό αίσθημα, δίνοντας στους ινδουιστές ένα ολοδικό τους όνομα για μια ολοδική τους χώρα. Όσοι θα συνεχίσουν να ασπάζονται την ονομασία «Ινδία» και τη συμπεριληπτικότητα που υπονοεί, θα γίνουν κι αυτοί «άλλοι» και θα πάρουν σειρά για εκκαθάριση. Η άνοδος της Ακροδεξιάς στη χώρα, όπως όλα με τον Μόντι, επιτεύχθηκε αργά και σταθερά, με στρατηγικές κινήσεις. Και ο διχασμός είναι μια από αυτές. Είμαστε «εμείς» της απόλυτα καθαρής ινδουιστικής Μπάρατ και οι «άλλοι» της έκπτωτης ηθικά, θρησκευτικά και κοινωνικά Ινδίας. Ο Μπαγκβάτ είχε πει το 2013: «Οι βιασμοί δεν γίνονται στην Μπάρατ, γίνονται στην Ινδία». Η Μπάρατ θα είναι ένας εθνικά και θρησκευτικά καθαρός παράδεισος και η Ινδία ένα άλλοθι για τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Και ο Μόντι θα κυβερνάει και τα δύο.
 
ΒΟΧ
 
Ενας δικτάτορας με λαμπερό χαμόγελο
 
Για το 2023, η χώρα είναι 161η (από 180 χώρες) στο δείκτη Παγκόσμιας Ελευθερίας του Τύπου, μόλις τρεις θέσεις πάνω από τη Ρωσία. Και στον δείκτη Δημοκρατίας του Economist, η χώρα έχει κατρακυλήσει στη λίστα με τις «αποτυχημένες Δημοκρατίες»
 
Παρά τα όσα εξακολουθεί να θέλει να πιστεύει η Δύση, ο Μόντι είναι, στην πραγματικότητα, ένας δημοκρατικά εκλεγμένος δικτάτορας. Από τότε που ανέλαβε την εξουσία, οι δείκτες δημοκρατίας στη χώρα έχουν καταβαραθρωθεί. Για το 2023, η χώρα είναι 161η (από 180 χώρες) στον δείκτη Παγκόσμιας Ελευθερίας του Τύπου, μόλις τρεις θέσεις πάνω από τη Ρωσία. Ο δείκτης Παγκόσμιων Ελευθεριών δείχνει ότι τα πολιτικά δικαιώματα και οι κοινωνικές ελευθερίες των Ινδών κατατρώγονται σταδιακά. Και στον δείκτη Δημοκρατίας του Economist, η χώρα έχει κατρακυλήσει στη λίστα με τις «αποτυχημένες Δημοκρατίες».
 
Η ινδική κυβέρνηση απορρίπτει αυτές τις μετρήσεις ως «εμπαθείς» και «υποκειμενικές». Η πραγματικότητα, όμως, δεν είναι υποκειμενική. Όποιος αντιπολιτεύεται τον Μόντι, ΜΜΕ, κάθε είδους οργανώσεις και ΜΚΟ, έχουν ανυπερθέτως την ίδια μεταχείριση: Τα γραφεία τους δέχονται επιθέσεις, τα μέλη τους δέχονται εξοντωτικές μηνύσεις και σε πολλές περιπτώσεις τούς απαγορεύεται η έξοδος από τη χώρα. Πρόσφατα ο αρχηγός της αντιπολίτευσης, Ραχούλ Γκάντι, έχασε τη βουλευτική του έδρα όταν καταδικάστηκε για «δυσφήμηση του επιθέτου Μόντι» σε δύο χρόνια φυλάκιση. Η εφαρμογή της ποινής ανεστάλη στο ανώτατο δικαστήριο, αλλά ο Γκάντι εξουδετερώθηκε πολιτικά. Παράλληλα, οι διώξεις των μουσουλμάνων λαμβάνουν τη μορφή πογκρόμ: οι πόλεις με μουσουλμανικά ονόματα μετονομάζονται και οι μοναδικές επαρχίες όπου το Ισλάμ είναι πλειοψηφία, το Κασμίρ και το Τζαμού, απογυμνώθηκαν από την αυτοδυναμία τους. Τη Δύση θα έπρεπε να την ανησυχούν και άλλα στοιχεία. Όπως, για παράδειγμα, ότι υπό τον Μόντι συρρικνώθηκε περαιτέρω το ποσοστό των γυναικών στην αγορά εργασίας (κάτω από το 20%) και ότι η υπερσυγκέντρωση πλούτου αυξήθηκε θεαματικά: Σήμερα το 1% του πληθυσμού κατέχει το 40,5% του εθνικού πλούτου, σε ένα οικονομικό σύστημα που θυμίζει επικίνδυνα τη ρωσική ολιγαρχία. Επίσης η ινδική κυβέρνηση έχει κηρύξει τον πόλεμο στις οργανώσεις που δρουν για το περιβάλλον, ενώ αφαίρεσε τον περιοδικό πίνακα των στοιχείων και τη θεωρία της εξέλιξης των ειδών από τα σχολικά βιβλία.
 
Γιατί θα έπρεπε να ανησυχούν όλα αυτά τη Δύση, η οποία γενικώς δεν έχει ιδιαίτερα θέματα να υποστηρίζει αυταρχικά καθεστώτα; Ας πούμε, διότι στις ΗΠΑ μόνο υπάρχουν αυτήν τη στιγμή περισσότερα από 200 παραρτήματα της εθνικιστικής ακροδεξιάς οργάνωσης Ραστρίγια Σουαγιαμσεβάκ Σανγκ και είναι όλα τους πάρα πολύ ενεργά, μεταφέροντας στους Ινδούς που ζουν στη χώρα το αντι-μουσουλμανικό μένος που καλλιεργεί ο Μόντι και στην πατρίδα τους. Μέχρι αυτό να γίνει πρακτικό πρόβλημα -κάτι που είναι θέμα χρόνου να συμβεί-, οι ΗΠΑ θέλουν απεγνωσμένα να συσφίξουν τους δεσμούς τους με την Ινδία, η οποία είναι κομβικής σημασίας λόγω των ευρύτερων γεωπολιτικών εξελίξεων. Ο Μόντι τα πάει περίφημα με τον Πούτιν και αγοράζει αβέρτα ρωσικά πετρέλαια σε «φιλικές» τιμές. Και έχει άμεση πρόσβαση σε αυτόν. Κι έτσι ξεχνιέται πολύ βολικά το γεγονός ότι, πριν γίνει πρωθυπουργός, του είχε απαγορευθεί η είσοδος τις ΗΠΑ, λόγω της εμπλοκής του σε μια ομαδική σφαγή μουσουλμάνων το 2002. Τώρα όχι μόνο είναι ευπρόσδεκτος, αλλά οι Αμερικανοί πιθανότατα θα τον βοηθήσουν κιόλας να επανεκλεγεί του χρόνου, που έχουν εκλογές στην Ινδία.
 
Για όλους αυτούς τους λόγους κάνουν ότι δεν βλέπουν και τις ομοιότητές του με τον Ντόναλντ Τραμπ, με τον οποίον επίσης είχε πολύ στενή σχέση. Η βασική τους διαφορά είναι ότι ο Τραμπ κυβέρνησε μια χώρα με πολύ ισχυρούς θεσμούς, που λειτούργησαν στο τέλος ως ασφαλιστικές δικλίδες. Ο Μόντι κυβερνά μια χώρα που βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού, ανάμεσα στη δημοκρατία και τον απόλυτο αυταρχισμό, όσο ταυτόχρονα γιγαντώνεται οικονομικά. Οι Αμερικανοί χρειάζονται τον Μόντι και είναι πανέτοιμοι να του δώσουν γην και ύδωρ και να συνεχίσουν να κάνουν τα στραβά μάτια στον τρόπο που κυβερνά, όπως εξάλλου κάνουν χρόνια τώρα και με χώρες όπως η Τουρκία και η Σαουδική Αραβία. Το αν ο ίδιος θα φανεί ευγνώμων απέναντί τους είναι μια άλλη ιστορία.

Μαρία Δεδούση