Η περίπτωση Τραμπ μας εκπλήσσει κάθε μέρα. Ολα όσα θεωρούσαμε πάντα ότι συμβαίνουν στον χώρο της εξουσίας υπογείως και με τήρηση κάποιων προσχημάτων, αυτός τα βγάζει στο προσκήνιο σε μεγέθυνση. Χρησιμοποιεί ανοιχτά την εξουσία για συμφωνίες των επιχειρήσεών του, άρα για προσωπικό πλουτισμό: ένα απίστευτο άρθρο του Αυγούστου στο New Yorker, άνω των τριάντα σελίδων, υπολογίζει τα προσωπικά κέρδη από την προεδρία του σε περίπου 3,5 δισ. δολάρια.
Χρησιμοποιεί τον στρατό για επιβολή της τάξης εξισώνοντας χώρες-εξωτερικούς εχθρούς με ανθρώπους της χώρας του, π.χ. πάμφτωχους κατοίκους παραγκουπόλεων. Οποιος δεν συμφωνεί μαζί του αποκαλείται αδιακρίτως «μαρξιστής». Οι «δικαιωματιστές» καλό θα είναι να πάνε φυλακή, όπως και μερικοί δήμαρχοι προσκείμενοι στους Δημοκρατικούς, που τους υποστηρίζουν. Επικαλείται γι’ αυτό έναν νόμο περί ανταρσίας του 1807 και τους απειλεί με σύλληψη. Επίσης, δηλώνει ανοιχτά την πρόθεσή του να ανατρέψει τον Μαδούρο στη Βενεζουέλα και ανακοινώνει την εντολή του στη CIA να δράσει σχετικά, δηλαδή είτε να τον εξοντώσει είτε να τον ανατρέψει πραξικοπηματικά.
Αυτά όλα είναι ανήκουστα και θα γίνουν στο μέλλον αντικείμενο λεπτομερούς μελέτης – αν βέβαια συνεχίσουν να υπάρχουν πανεπιστήμια. Εκείνο που μπορεί κανείς να πει ήδη τώρα είναι ότι όλη του η δράση υπακούει σε μια ενιαία ιδεολογία, τόσο για το εξωτερικό όσο και για το εσωτερικό της χώρας. Στις διεθνείς σχέσεις πάντα οι ισχυροί είχαν τον πρώτο λόγο, ωστόσο πρώτη φορά η πρόταξη του νόμου του ισχυρού εκφράζεται με τέτοια ωμότητα. Και πρώτη φορά εφαρμόζεται ο ίδιος νόμος και στο εσωτερικό.
Μάλιστα, αν η επίθεση σε έναν λιγότερο ισχυρό στο εξωτερικό, π.χ. στη Βενεζουέλα, χρειάζεται κάποια προετοιμασία και εκτίμηση κινδύνου, στο εσωτερικό τα πράγματα είναι πιο εύκολα: βάζει τον στρατό και ισοπεδώνει μια παραγκούπολη. Ή δηλώνει ότι, αφού είναι ήδη πλούσιος και ισχυρός, έχει κάθε δικαίωμα να χρησιμοποιεί την εξουσία του για να γίνει πλουσιότερος και να κοροϊδεύει χυδαία τους 7 εκατομμύρια διαδηλωτές του «No Kings».
Η ιδεολογία Τραμπ είναι της «αντρικής σχολής». Του κατακτητή με όλες τις έννοιες. Και της άγριας Δύσης. Μόνο τους ισχυρούς σέβεται, αλλά πάντα κι αυτούς θα ψάχνει τρόπους να τους νικήσει. Τους λιγότερο ισχυρούς τούς ισοπεδώνει. Η υπερβολική αντίδραση πιθανόν δηλώνει έναν διπλό υπαρξιακό πανικό απέναντι στους ξένους: πρώτον η λευκή Δύση δυσκολεύεται πια να εμποδίσει το μοίρασμα του πλούτου με τους «αλλόφυλους», κυρίως Κινέζους και Ινδούς.
Δεύτερον, οι ξένοι εντός ζητούν δικαίωμα στη ζωή που δεν πρέπει να τους δοθεί – για παραδειγματισμό αλλά και για επιστροφή στα βασικά: η Μέκκα του καπιταλισμού γεννήθηκε έχοντας στο καταστατικό της την ανισότητα, μέσω της δουλείας. Για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Αϊτινού συγγραφέα Λουί-Φιλίπ Νταλαμπέρ (σε πρόσφατο «Βιβλιοβούλιο», την εκπομπή βιβλίου στο Κανάλι της Βουλής), «όλοι στην Αμερική έφτασαν με το ίδιο καράβι. Απλώς οι λευκοί ήταν στο κατάστρωμα και οι μαύροι στα αμπάρια».