Macro

Μανώλης Πιμπλής: Δημογραφική πενία

«Η Ελλάδα σβήνει», έγραφε ένας τίτλος. Τα δημογραφικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2024 δείχνουν ότι στο ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων καταγράφονται την περσινή χρονιά 58.449 λιγότερες γεννήσεις από θανάτους, εν ολίγοις «χάθηκε μια πόλη», όπως λένε τα δημοσιογραφικά κλισέ.

Αν κοιτάξει κανείς μάλιστα τις στατιστικές από χρόνο σε χρόνο, γενικά οι αριθμοί δεν βρίσκουν πάτο. Οι γεννήσεις, επί έναν αιώνα περίπου, μειώνονται σταθερά χωρίς αυτό να σταματάει ποτέ. Μία τεράστια βουτιά στον αριθμό των γεννήσεων είχαμε τη δεκαετία του ’80, όταν περάσαμε από τις 148.000 γεννήσεις το 1980 στις 102.000 γεννήσεις το 1990. Μετά από μία περίοδο σταθεροποίησης τη δεκαετία του ’90 και μικρής ανόδου τη δεκαετία του 2000 (να έφερε αισιοδοξία η είσοδος στην ΟΝΕ;), ακολουθεί μια νέα βουτιά: από τις 115.000 γεννήσεις του 2010 περάσαμε στις 92.000 το 2015 και στις 85.000 το 2020. Με νέα επιδείνωση στους ρυθμούς πτώσης τα χρόνια που ακολούθησαν: οι 68.467 γεννήσεις του 2024 είναι μακράν η χειρότερη επίδοση στις γεννήσεις από το 1932 που υπάρχουν στατιστικές.

Σήμερα δηλαδή πραγματοποιείται το 37% των γεννήσεων που πραγματοποιούνταν το 1932 (όταν ο πληθυσμός ήταν 6,5 εκατομμύρια) την ώρα που οι θάνατοι έχουν μείνει περίπου σταθεροί! Το 1932 είχαμε 185.523 γεννήσεις και 117.593 θανάτους. Το 2024 είχαμε 68.467 γεννήσεις και 126.916 θανάτους.

Παρά τη γενικότερη τάση γήρανσης της «γηραιάς» ηπείρου -όνομα και πράγμα- χώρες πιο πλούσιες όπως η Γαλλία ή η Γερμανία διατηρούν μια έστω μικρή τάση πληθυσμιακής αύξησης.

Η Γαλλία το 1932 είχε 726.000 γεννήσεις και το 2024 629.000. Το 2024 είχε δηλαδή το 87% των γεννήσεων που είχε το 1932. Και ο πληθυσμός της εξακολουθεί να μεγαλώνει, έστω και οριακά (0,3% τον χρόνο). Η Γερμανία μεγαλώνει πληθυσμιακά οριακά, κυρίως λόγω των μεταναστών που σταδιακά παίρνουν την υπηκοότητα.

Χώρες όμως του ευρωπαϊκού «νότου», όπως η Πορτογαλία ή η Βουλγαρία, βρίσκονται κοντά στα ελληνικά νούμερα και υφίστανται πληθυσμιακή συρρίκνωση.

Δεν μπορεί κανείς να κάνει εύκολες εκτιμήσεις. Πρόκειται προφανώς για ένα συνδυασμό παραγόντων που συντείνουν σε αυτή την εξέλιξη. Οι ευκαιρίες για μια πιο ελεύθερη σεξουαλική ζωή είναι μεγαλύτερες από το παρελθόν, το ατομικιστικό πνεύμα επίσης. Και στις χώρες του «νότου» υπάρχει οικονομική πίεση, ανέχεια σε μεγάλες μερίδες του πληθυσμού, υπάρχουν ελλείμματα στο κοινωνικό κράτος και στην οργάνωση υποστηρικτικής οικογενειακής πολιτικής.

Το βέβαιο είναι ότι όλα αυτά οδηγούν σε φαλιμέντο το ασφαλιστικό σύστημα και σε καθοδικό σπιράλ την οικονομία της χώρας που θα αντιμετωπίζει, και μόνο εξ αυτού του λόγου, κάθε τόσο το φάσμα της χρεοκοπίας. Γιατί θα πρέπει με λιγότερους ανθρώπους να εξασφαλίζει τόκους παλιών δανείων και θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Οσο για τους «υπερπατριώτες», που αρνούνται την υπηκοότητα σε μετανάστες που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα επί δεκαετίες και που με κάθε ευκαιρία μιλούν για «εθνική συρρίκνωση», αναρωτιέται εύλογα κανείς: γιατί ούτε αυτοί δεν κάνουν παιδιά;

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ