Ο Μανόλης Αναγνωστάκης υπήρξε ένας από τους κορυφαίους ποιητές και δοκιμιογράφους της μεταπολεμικής γενιάς. Φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, ενώ χαρακτηρίστηκε ο «ποιητής της ήττας» αφού οι στίχοι του αποτύπωσαν τη διάψευση των οραμάτων της Αριστεράς. «Δεν είναι ποίηση της ήττας. Είναι μια αγωνία για την εποχή», έλεγε ο ίδιος.
«Κατά καιρούς μ’ έχουν χαρακτηρίσει καθαρά πολιτικό ποιητή. Προσωπικά δεν νομίζω ότι είμαι πολιτικός ποιητής. Είμαι ερωτικός και πολιτικός μαζί. Συνδυάζονται αυτά τα δύο. Είναι η εποχή που τα συνδύαζε αυτά τα δύο. Δηλαδή δεν μπορούσε να είναι κανείς ερωτικός ποιητής, ξεχνώντας το πολιτικό πλαίσιο εκείνης της εποχής που ήταν φουντωμένα τα πολιτικά πάθη. Υπήρχε το πολιτικό στοιχείο μέσα, η έκφραση της πολιτικής, μέσα από μια ερωτική κατάσταση όμως. Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνουμε αυτό το πράγμα εύκολα. Γι’ αυτό αρνούμαι όλα αυτά περί “ποίησης της ήττας’ και τα σχετικά. Δεν είναι ποίηση της ήττας. Είναι μια αγωνία για την εποχή, ένα άγχος για την εποχή. Όταν τελείωσε η εποχή, τελειώνει κι η ποίηση. Δεν μπορείς να γράφεις συνεχώς ποίηση. Δεν είμαι επαγγελματίας ποιητής. Αισθάνομαι την ποίηση σαν τρόπο έκφρασης επειδή δεν μπορούσα να εκφραστώ διαφορετικά. Δηλαδή ήταν η εποχή τόσο πιεσμένη, τόσο δύσκολη, που μόνο εκφράζοντας τον πόνο του μπορούσε κανείς να την αντέξει». Μανόλης Αναγνωστάκης
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 10 Μαρτίου του 1925. Εκεί σπούδασε Ιατρική ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ. Την διετία 1943-1944 διατέλεσε αρχισυντάκτης του περιοδικού «Ξεκίνημα», του εκπολιτιστικού ομίλου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και την ίδια περίοδο εμφανίστηκαν τα πρώτα του γραπτά στο περιοδικό «ΠειραΪκά Γράμματα». Σημείωσε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα, κάτι για το οποίο φυλακίστηκε το 1948.
Το επόμενο έτος καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο, αλλά δυο χρόνια αργότερα, το 1951, απελευθερώθηκε με την γενική αμνηστία. Τα χρόνια 1955-1956 ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη και στη συνέχεια, στη Θεσσαλονίκη, άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου. Την περίοδο 1959 – 1961 εξέδωσε το περιοδικό Κριτική ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973). Το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Τα ποιήματα που ο Μανόλης Αναγνωστάκης άφησε πίσω του δημοσιευμένα είναι 88 και γράφτηκαν από το 1941 έως το 1971. Από το 1979 που κυκλοφόρησε ο συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων του, και από το 1983 που κυκλοφόρησε ιδιωτικά το αυτοβιογραφικό σχόλιο «Y.Γ.» δεν υπήρξε καμία δημόσια παρέμβασή του.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης έφυγε από τη ζωή στις 23 Ιουνίου του 2005, στην Αθήνα. «Ο Αναγνωστάκης υπήρξε φίλος μου από το ‘50 μέχρι που πέθανε. Είχαμε συνδεθεί πριν το ‘50 και όταν φυλακίστηκε είχα τολμήσει να αλληλογραφώ μαζί του. Από τότε η αλληλογραφία μας συνεχίστηκε και όταν αποφυλακίστηκε και αργότερα όταν έβγαλα το περιοδικό «Διαγώνιος» δημοσίευσα μελέτη για το έργο του. Τότε πολλοί δεν τον ήξεραν ή δεν τον χώνευαν επειδή δεν ήταν ορθόδοξος κομμουνιστής. Καθιερώθηκε όμως στη γενική εκτίμηση ως ο μοναδικός αριστερός ποιητής ο οποίος δεν αναμασούσε τα άρθρα του «Ριζοσπάστη». Αξίζει όχι μόνο γιατί είχε μεγάλο ταλέντο αλλά και τα μάτια του ανοιχτά ώστε να μην αναμασά κομματικές ρετσέτες που είχαν υποδείξει οι κομματικοί του φίλοι», είπε για τον Αναγνωστάκη ο φίλος του και επίσης ποιητής, Ντίνος Χριστιανόπουλος Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ενώ μελοποιήθηκαν από συνθέτες, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Μιχάλης Γρηγορίου, ο Γιάννης Μαρκόπουλος και ο Δημήτρης Παπαδημητρίου.
Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1986) και το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας (2002), ενώ αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
«Αυτή η ανεξέλεγκτη και χειμαρρώδης αντιστασιολογία, πόσω μάλλον από ανθρώπους που όψιμα ανακάλυψαν αυτό το ορυχείο, ομολογώ ότι με εκνευρίζει λίγο, με μελαγχολεί. Δεν διέπομαι από κανένα πνεύμα ρεβανσισμού και δεν αισθάνομαι καλά σε ένα κλίμα φραστικού παλικαρισμού που γίνεται εκ του ασφαλούς βέβαια. Είμαι ξένος σε αυτό το κλίμα. Κυρίως με ενοχλεί ο στόμφος, τα μεγάλα λόγια, η καθυστερημένη επίδειξη τίτλων και ευσήμων που για μένα ελάχιστοι τα δικαιούνται και αυτοί είναι εκείνοι που δεν τα προβάλλουν. Η ιστορία πλαστογραφήθηκε, εξευτελίστηκε, παραποιήθηκε. Το θέμα είναι να μην ξαναγράψουμε μια ιστορία πάλι με αποσιωπήσεις, εν ονόματι σκοπιμοτήτων δικών μας αυτή τη φορά. Αυτό μας ρίχνει σε έναν φαύλο κύκλο λειψής ενημέρωσης και κακής πληροφόρησης των νεώτερων γενιών». Μανόλης Αναγνωστάκης.
Κι ήθελε ακόμη
Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ
Δεν παραδέχτηκα την ήττα.
Έβλεπα τώραΠόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.Μιλάτε, δείχνετε πληγές, αλλόφρονες στους δρόμουςΤον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαίαΚαρφώσατε σ’ εξώστες με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμαΗ διάγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.
Εκεί, προσεκτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω τάξη,
Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζωΜε τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω,
Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω
Όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.
Μιλώ
Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτεςΜιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε σους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τουςΜιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια σους δρόμους
Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλιαΜιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει.
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.
Ποιητική
-Προδίδετε πάλι τὴν Ποίηση, θὰ μοῦ πεῖς,
Τὴν ἱερότερη ἐκδήλωση τοῦ Ἀνθρώπου
Τὴ χρησιμοποιεῖτε πάλι ὡς μέσον, ὑποζύγιον
Τῶν σκοτεινῶν ἐπιδιώξεών σας
Ἐν πλήρει γνώσει τῆς ζημιᾶς ποὺ προκαλεῖτε
Μὲ τὸ παράδειγμά σας στοὺς νεωτέρους.
-Τὸ τί δὲν πρόδωσες ἐσὺ νὰ μοῦ πεῖς
Ἐσὺ κι οἱ ὅμοιοί σου, χρόνια καὶ χρόνια,
Ἕνα πρὸς ἕνα τὰ ὑπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στὶς διεθνεῖς ἀγορὲς καὶ τὰ λαϊκὰ παζάρια
Καὶ μείνατε χωρὶς μάτια γιὰ νὰ βλέπετε, χωρὶς ἀφτιὰ
Ν᾿ ἀκοῦτε, μὲ σφραγισμένα στόματα καὶ δὲ μιλᾶτε.
Γιὰ ποιὰ ἀνθρώπινα ἱερὰ μᾶς ἐγκαλεῖτε;
Ξέρω: κηρύγματα καὶ ρητορεῖες πάλι, θὰ πεῖς.
Ἔ ναὶ λοιπόν! Κηρύγματα καὶ ρητορεῖες.
Σὰν πρόκες πρέπει νὰ καρφώνονται οἱ λέξεις
Νὰ μὴν τὶς παίρνει ὁ ἄνεμος.
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου ‘κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα ‘σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.Πηγή: TVXS