Επιπλέον, δεν είναι δόκιμη μία σύγκριση των δύο τετραετιών κυβερνητικής διαχείρισης μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ, για τον απλό λόγο ότι η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τελούσε υπό σκληρούς μνημονιακούς περιορισμούς, ενώ αυτή της ΝΔ όχι. Πρόκειται για διαφορετικές ποιοτικά και μη συγκρίσιμες περιόδους. Ή, διαφορετικά, δεν μπορείς να συγκρίνεις μήλα με πορτοκάλια.
Παρά τις δυσκολίες αυτές, υπάρχει η δυνατότητα αξιολόγησης των προγραμματικών δεσμεύσεων των δύο μεγάλων κομμάτων αν εξετάσουμε τις προεκλογικές προτάσεις με τις επιδόσεις της πολιτικής τους. Και ο μεν ΣΥΡΙΖΑ συνειδητά εγκατέλειψε μεγάλο μέρος του προγράμματος του το 2015, αφού επικύρωσε αυτή του την επιλογή με την ψήφο του ελληνικού λαού, για να βγάλει τη χώρα από τα μνημόνια, οπότε παρόμοια δυνατότητα προγραμματικής αξιολόγησης δεν υφίσταται. Όμως για τη ΝΔ η δυνατότητα στάθμισης της αξιοπιστίας των δεσμεύσεων με βάση τα αποτελέσματα είναι απολύτως εφικτή με κριτήριο τους τρεις βασικούς τομείς στους οποίους είχε στηρίξει προεκλογικά το 2019 την καμπάνια της: την ανάπτυξη, τις επενδύσεις και την απασχόληση.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη ΝΔ, η πολιτική των φορολογικών ελαφρύνσεων που πρότεινε θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων κατά 100 δις ευρώ μέσα σε μία πενταετία, ετήσια αύξηση του ΑΕΠ κατά 4% ετησίως σε όγκο, καθώς και τη δημιουργία τουλάχιστον 120.000 νέων θέσεων εργασίας ετησίως από τον ιδιωτικό τομέα (δηλαδή 480.000 στην 4ετία) με τον αριθμό των ανέργων να μειώνεται κάτω από τις 500.000.
Είναι αλήθεια πως επί ΝΔ οι επενδύσεις αυξήθηκαν σημαντικά, ο ρυθμός επέκτασης της οικονομίας έγινε ταχύτερος και η ανεργία μειώθηκε καθώς ήταν απαλλαγμένη από το μνημόνιο, το χρέος είχε ήδη διευθετηθεί μακροχρόνια επί ΣΥΡΙΖΑ, παρέλαβε γεμάτα τα κρατικά ταμεία, η ΕΚΤ πλέον μας στήριζε χρηματοδοτικά και η κοινωνία είχε εισέλθει σε διαδικασία εξισορρόπησης. Όμως, η οικονομική επέκταση βασίστηκε στο παλιό παραγωγικό πρότυπο (τουρισμός, κατασκευές, οικοδομή, κατανάλωση και εισαγωγές), περιορίστηκε στους λίγους και δεν διαχύθηκε στην κοινωνία, ενώ συνοδεύτηκε από αύξηση των ανισοτήτων, της διαφθοράς, της εγκληματικότητας και του αυταρχισμού.
Το χειρότερο, όμως, είναι ότι παρά τις καλές προϋποθέσεις υπό τις οποίες η κυβέρνηση της ΝΔ ανέλαβε να υλοποιήσει τις πολλά υποσχόμενες προγραμματικές της δεσμεύσεις, η απόκλιση από αυτές ήταν τεράστια. Ειδικότερα (βλ. πίνακα):
η μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ στην 4ετία 2019-2022 περιορίστηκε σε 1,7% που αποτελεί επίδοση υποδιπλάσια του αρχικού στόχου
η αύξηση των επενδύσεων περιορίστηκε στα 21 δις ευρώ (από 23 δις το 2019 σε 44 δις το 2022), επίδοση χαμηλότερη από το 1/4 του στόχου
και η απασχόληση αυξήθηκε κατά 275.000 (λαμβάνοντας ως βάση τον μέσο όρο της διετίας 2018-2019), επίδοση ελαφρώς πάνω από το μισό του αρχικού στόχου.
Βέβαια, η ΝΔ επικαλείται την πανδημία και την ενεργειακή κρίση ως βασική αιτία της μεγάλης απόκλισης. Αριστοτεχνικά ξεχνάει, ωστόσο, πως με τις πολιτικές μαζικών παροχών ύψους άνω των 56 δις που υιοθέτησε στη διάρκεια της τελευταίας τριετίας και σε συνδυασμό με ανάλογα μέτρα που λήφθηκαν στην ΕΕ αντιστάθμισε με το παραπάνω τις επιπτώσεις της κρίσης διογκώνοντας το δημόσιο έλλειμμα και χρέος.
Το ποσοστό κάλυψης των στόχων, επομένως, από τα αποτελέσματα της διακυβέρνησης ΝΔ για τα τρία βασικότερα οικονομικά μεγέθη στα οποία είχε δεσμευτεί προεκλογικά ο πρωθυπουργός, περιορίζεται στο 42% κατά μέσο όρο. Δηλαδή, με άριστα αξιοπιστίας το 10 (100%) η ΝΔ πέφτει κάτω από τη βάση (50%) και μένει μετεξεταστέα.
* Η Μακρίνα Βιόλα Κώστη είναι υποψήφια βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στη Β’ Θεσσαλονίκης