Αυτό που ζούμε σήμερα μοιάζει με ταινία επιστημονικής φαντασίας, όπου πολλοί από εμάς, αν δεν είμαστε απλώς κομπάρσοι, είμαστε οι κασκαντέρ και κυρίως οι γιατροί και οι νοσηλευτές που συμμετέχουν στα γυρίσματα των πολύ επικίνδυνων σκηνών με τίμημα πολλές φόρες την ίδια τη ζωή τους. Πρωταγωνιστές και σκηνοθέτες δεν υπάρχουν διότι πρόκειται μάλλον για ντοκιμαντέρ, υπάρχει όμως επίδοξος παραγωγός αόρατος για πολλούς που αγωνιά να κεφαλαιοποιήσει τα κέρδη ή τις ζημιές, αστάθμητες όμως μέχρι στιγμής. Για μας όμως στην Αριστερά θα έπρεπε να είναι συγκεκριμένος και ορατός, και αν δεν τον βλέπουμε άμεσα μπροστά μας θα έπρεπε να τον αναζητήσουμε μέσα στις γραμμές και τους λαβυρίνθους του συστήματος. Διότι δεν είναι δυνατόν να απουσιάζει ο συντονιστής όταν υπάρχει ο «κυρίαρχος» που επιβάλλει την επιτήρηση και την καταστολή, όπως μας θύμισε η σχετική πλούσια αρθρογραφία στο εξωτερικό και την Ελλάδα.
Αν όμως θέλουμε, από απλοί κομπάρσοι ή θεατές, να γίνουμε εμείς οι πρωταγωνιστές θα πρέπει να διαμορφώσουμε και να επιβάλουμε ένα αναγκαίο σενάριο ώστε να προσανατολιστούμε σε αυτό που μέχρι χθες ήταν ουτοπία ή υπήρχε μόνο ως φαντασιακή θέσμιση της Αριστεράς , δηλ. το όραμα του κουμμουνισμού ως η μόνη ρεαλιστική εκδοχή κοινωνικής προόδου, εφόσον ο καπιταλισμός έχει εξαντλήσει όλα του τα καύσιμα.
Η πολύπλευρη κρίση που ξεδιπλώνεται στην παρούσα ιστορική στιγμή αρθρώνεται γύρω από πέντε τουλάχιστόν αλληλοεμπλεκόμενα επίπεδα: Το υγειονομικό, το επιστημονικό, το οικονομικό, το κοινωνικό και το πολιτικό.
Το υγειονομικό.
Το επίπεδο αυτό είναι άμεσα ορατό από όλους διότι καθημερινά γίνονται μάρτυρες αποκαλύψεων για τα όρια ή την κατάρρευση των συστημάτων υγείας, δημόσιων και ιδιωτικών, σε όλο τον κόσμο ακόμη και των πλουσιότερων χωρών. Ένα δύο παραδείγματα αρκούν για να μας πείσουν.
Στην Νέα Υόρκη τη Μέκκα του καπιταλισμού διαθέτουν 11 χιλιάδες αναπνευστήρες ενώ χρειάζονται τουλάχιστον 40 χιλιάδες, γεγονός που αναγκάζει τον Τραμπ να επιτάσσει την General Μotor ώστε να παράγει χιλιάδες κάθε μέρα.
Στην Ιταλία και Ισπανία γιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό βρίσκονται κάθε μέρα αντιμέτωποι με ακραία ηθικά διλήμματα για το ποιους ασθενείς θα επιλέξουν να διασωληνώσουν.
Οι πιο φτωχές χώρες, όπως η Ελλάδα, ακολουθούν μόνο αμυντικές πολιτικές απέναντι στην επιδημία, που είναι ανέξοδες για το σύστημα υγείας, όπως τα ακραία περιοριστικά μέτρα των μετακινήσεων για να αποτρέψουν την διάχυση της μόλυνσης, αποκρύπτοντας επιμελώς στο δημόσιο λόγο την ανεπάρκεια αυτού του μέτρου. Αν μπούμε στα δεδομένα του ΕΟΔΥ και τα διαβάσουμε προσεκτικά, https://eody.gov.gr/wp-content/uploads/2020/03/covid-gr-daily-report-20200325.pdf, θα παρατηρήσουμε ότι η καμπύλη που αντικειμενικά αποτυπώνει την εξέλιξη της επιδημίας, αναδεικνύοντας το ποσοστό των κρουσμάτων έναντι του συνόλου των διενεργούμενων μετρήσεων, έχει ανοδική πορεία μετά την 25 Μαρτίου και την εφαρμογή της συνολικής απαγόρευσης κυκλοφορίας. Η καμπύλη όμως αυτή είναι καλά κρυμμένη μαζί με άλλες τρεις στο ίδιο διάγραμμα και απαιτεί μια εξοικειωμένη με τα μαθηματικά ματιά για να το αναδείξει. Στο ερώτημα που απευθύνεται στον Τσιόδρα στις καθημερινές συνεντεύξεις για την εξέλιξη της νόσου, οι απαντήσεις είναι αόριστες και επιφυλακτικές. Όταν μάλιστα συνδυάζονται με την απορία γιατί δεν κάνουμε ελέγχους σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό και ει δυνατόν στο σύνολο του πληθυσμού, οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι σφυρίζουν κλέφτικα. Μια τέτοια όμως ενέργεια θα είχε μεγάλο κόστος και αποφεύγεται επιμελώς από την κυβέρνηση, ενώ η πλούσια Γερμανία το υλοποιεί και για αυτό καταγράφει τις μικρότερες απώλειες
Το συμπέρασμά τελικά από την διαχείριση της υγειονομικής κρίσης δεν μπορεί και δεν πρέπει να συσκοτισθεί. Όλοι οι εμπλεκόμενοι και ιδιαίτερα οι κυβερνώντες έχουν καλές προθέσεις και θέλουν να ελέγξουν την διάδοση του ιού για να σώσουν ανθρώπινες ζωές. Πίσω όμως από τις στρατηγικές που υιοθετούν υποκρύπτεται η πολιτική και ιδεολογική τους στοίχιση απέναντι στο κοινωνικό ζήτημα. Ο ίδιος ο ΠΟΥ και οι επιτροπές διαχείρισης κρίσεων σε κάθε χώρα δεν αποφασίζουν μόνο με βάση το γενικό καλό αλλά φροντίζουν παράλληλα και για τις μικρότερες δυνατές συστημικές διαταράξεις.
Το επιστημονικό.
Η κρίση που τέμνεται και διαπερνά το επίπεδο της επιστήμης αναδεικνύεται από μια εσωτερική υπαρκτή αντίφαση που έρχεται σήμερα στην επιφάνεια με την εμφάνιση του ιού: Πως είναι δυνατόν σήμερα που η ανθρώπινη γνώση έχει εξελιχθεί εκθετικά, ιδιαίτερα στις «σκληρές» επιστήμες όπως η μοριακή βιολογία, η βιοϊατρική κ.λπ., να μπορεί να αποκρυπτογραφεί σε μεγάλο βαθμό τους κώδικες του DNA, να σχεδιάζει και κατασκευάζει πολύπλοκα τεχνητά και έμβια όργανα να μην είναι σε θέση να διαβάσει άμεσα τη δομή και συμπεριφορά ενός νέου μικροοργανισμού ώστε να τον εξουδετερώσει.
Η απάντηση δίδεται από την ανάδειξη του τρόπου με τον οποίο η επιστημονική έρευνα είναι τυπικά και ουσιαστικά υποταγμένη στο κεφαλαίο σήμερα. Όσοι ερευνητές ασχολούνται με τα αντικείμενα που εμπίπτουν στην καταπολέμηση των ιογενών νοσημάτων δεν αποτελούν εξαίρεση. Πρέπει να συμμετέχουν σε μεγάλες ερευνητικές ομάδες για να έχουν στη διάθεση τους πολύπλοκους και πανάκριβους εξοπλισμούς, που μόνο η συσσώρευση μεγάλου κεφαλαίου μπορεί να διαθέσει αλλά με ένα εντελώς διαφορετικό στόχο από αυτόν που οι ανθρώπινες ανάγκες επιτάσσουν, έχοντας παράλληλα φροντίσει να εξουδετερώσει με θεμιτά και αθέμιτα μέσα κάθε δημόσια ανταγωνιστική παρέμβαση. Αν σκάψουμε βαθύτερα σε αυτήν την κατεύθυνση ίσως καταλάβουμε γιατί η επιστήμη αδυνατεί προς το παρόν να απαντήσει στα προβλήματα που αναδεικνύει η εμφάνιση του ιού. Όμως, αναμφίβολα θα ανακαλυφθεί το εμβόλιο και τα κέρδη θα είναι τεράστια για το κεφάλαιο, ανεξάρτητα από το βαρύ τίμημα που θα έχει καταβάλει η ανθρωπότητα. Άσε που τα φερέφωνά του θα θριαμβολογούνε ότι για άλλη μια φορά ο καπιταλισμός έσωσε την ανθρωπότητα. Αν όμως αυτή είναι η τύχη που επιφυλάσσει ο καπιταλισμός για το ανθρώπινο γένος μήπως ήλθε η στιγμή να ξαναθέσουμε το ζήτημα μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης που θα είναι πιο αποτελεσματική στην αντιμετώπιση των κινδύνων που απειλούν με εξαφάνιση τους ανθρώπους;
Το οικονομικό.
Εδώ τα πράγματα είναι πιο ευανάγνωστα, παρά το ότι μέχρι στιγμής κανένας δεν μπορεί να προβλέψει την έκταση και το βάθος της οικονομικής κρίσης που θα προκύψει, αφού δε γνωρίζει τη διάρκεια της επιδημίας. Παρόλα αυτά υπάρχουν ορισμένες σταθερές που, αν αξιοποιηθούν, επιτρέπουν κάποιες προβλέψεις. Κατ’ αρχάς η κρίση αυτή δεν είναι αποτέλεσμα των εσωτερικών αντιφάσεων που διαπερνούν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, όπως αναδεικνύει η μαρξιστική θεωρία. Η αιτία αυτής της κρίσης είναι εξωτερική ως προς την ολότητα και δομή του καπιταλιστικού συστήματος. Ο ιός δε συμμετέχει στην παραγωγική διαδικασία, τα αποτελέσματα όμως που παράγει επηρεάζουν δραματικά τόσο τη σφαίρα της παραγωγής όσο και της κυκλοφορίας. Η προσφορά των αγαθών και ταυτόχρονα η ζήτηση πλήττονται θανάσιμα διότι για να πραγματοποιηθούν και τα δύο απαιτείται η παρουσία και συνεύρεση ανθρώπων. Μπορεί η ανάγκη για απομόνωση των ατόμων να ευνοήσει κλάδους της παραγωγής που πραγματοποιείται με εξ αποστάσεως εργασία κομβικές όμως μερίδες του κεφαλαίου (μεταφορές, τουρισμός, πετρέλαιο κλπ.) ήδη καταρρέουν. Αυτό όμως που θα υποστεί βαρύτατο πλήγμα είναι οι εργασιακές σχέσεις με τις τεράστιες στρατιές ανέργων που θα τεθούν οριστικά στο περιθώριο ως άχρηστο και μονίμως αδρανές ανθρώπινο δυναμικό. Εξαρχής ο κατάλογος των οικονομικών επιπτώσεων είναι ήδη μακρύς με τη συνέχεια να διαγράφεται δραματική. Τα υπέρογκα χρηματοδοτικά εργαλεία που εξαγγέλλονται από διάφορες κυβερνήσεις για να ενισχύσουν τη ρευστότητα του επιχειρηματικού κόσμου δεν λύνουν το πρόβλημα της χρεοκοπίας και την παντελή κατάρρευση της παραγωγής αρκετών κλάδων της οικονομίας προς το παρόν. Εν κατακλείδι, ο κατ’ οίκον περιορισμός του κοινωνικού συνόλου δεν μπορεί παρά να λειτουργεί ως μια κατάσταση γενικής απεργίας διάρκειας που πάντα τρόμαζε τους καπιταλιστές σαν όπλο στα χέρια της εργατικής τάξης.
Το κοινωνικό.
Εάν ο κατ’ οίκον περιορισμός όλων, και ιδιαίτερα του κόσμου της εργασίας, μπορεί για τον καπιταλισμό να λειτουργεί εν τοις πράγμασι ως γενική απεργία διάρκειας μήπως αυτό που λείπει εκ μέρους της κοινωνίας είναι η διαμόρφωσή του κεντρικού αιτήματος που συνοδεύει κατά κανόνα κάθε απεργία; Μήπως εκ των πραγμάτων η καθολική αυτή αποχή από την εργασία λειτουργήσει ως ευκαιρία για τη διεκδίκηση του αιτήματος της κοινωνικής αλλαγής; Μήπως η κατάσταση έκτακτης ανάγκης και εγκλεισμού, που ορίζει ο «κυρίαρχος» και αποδέχεται συναινετικά το κοινωνικό σώμα, ανατρέπει με τη ταχύτητα διάδοσης του ιού τα κοινωνικά πρότυπα και «άξιες» του νεοφιλελευθερισμού (την εξατομίκευση, ιδιοτέλεια, τον ανταγωνισμό έναντι όλων, την αδιαφορία για τον άλλο); Μήπως επανανοηματοδοτεί την αξία της αλληλεγγύης και της συλλογικής διεκδίκησης για την επίλυση του κοινωνικού ζητήματος; Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά δεν είναι εύκολες και δεν μπορούν να δοθούν εν βρασμώ και στην παραζάλη που ζούμε καθημερινά παρακολουθώντας τα δελτία ειδήσεων.
Δυσκολεύομαι όμως να δεχτώ ότι οι αυθόρμητες συγκινησιακές φορτίσεις που μας καταλαμβάνουν όταν ακούμε για τους θανάτους των άλλων, των ξένων μας προσανατολίζουν στην αλληλεγγύη προς το συνάνθρωπο και σε κάθε άλλη ηθική επιταγή αναγκαία για τη συλλογική δράση στα πλαίσια των συμβιωτικών κοινωνικών σχηματισμών. Δυσκολεύομαι επίσης να πιστέψω ότι ο θάνατος του άλλου δεν εκφράζει παρά το φόβο για τον δικό μας θάνατο. Τα αισθήματα αλληλεγγύης και κοινής δράσης δεν προϋπάρχουν στην ανθρώπινη φύση. Καλλιεργούνται μέσω της συνεύρεσης και συνέργειας στους τόπους της εργασίας, των κοινωνικών εκδηλώσεων λύπης ή χαράς, κοινής απόλαυσης, πνευματικής καλλιέργειας και τελικά όταν οι επιθυμίες του καθενός ικανοποιούνται μαζί με τις επιθυμίες του άλλου.
Οι προϋποθέσεις αυτές δεν υπάρχουν σε συνθήκες εγκλεισμού και απομόνωσης. Αντίθετα θα έλεγα ότι ο άλλος αντιμετωπίζεται ως επικίνδυνος για τη ζωή μας ως φορέας του ιού στο σούπερ-μάρκετ, στο δρόμο, στο νοσοκομείο, άρα, εχθρικά. Στην καλύτερη περίπτωση στιγματίζεται κοινωνικά αν ανήκει στις ευπαθείς ομάδες ή ηλικιακές κατηγορίες ευάλωτες στη μόλυνση. Αυτοί οι φόβοι μπορεί να μην εξελιχθούν ευθύγραμμα και να διαψευσθούν. Πιστεύω όμως ότι οι καταστάσεις που σήμερα βιώνουμε δύσκολα θα οδηγήσουν αυτόματα σε μια αντιστροφή των κοινωνικών συμπεριφορών που επέβαλαν μεθοδικά τα 40 χρόνια ηγεμονίας του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος, δηλ. σε μια αντιστροφή αναγκαία για την ιδεολογική και πολιτική αντεπίθεση του νέου «Ηγεμόνα» που θα πρωτοστατήσει στο ζητούμενο της κοινωνικής ανατροπής.
Το πολιτικό.
Το τελευταίο αυτό επίπεδο είναι ίσως το πιο βασικό διότι συναρθρώνει τα προηγούμενα και θα καθορίσει τη τελική έκβαση που θα αποκρυσταλλωθεί από την πρωτόγνωρη παρέμβαση του ιού. Για να γίνει κατανοητή η λειτουργία του πολιτικού επίπεδου στη σημερινή συγκυρία απαιτούνται ορισμένες προκείμενες με διαχρονική ισχύ, εάν και εφόσον είναι πραγματικές.
Ο καπιταλισμός όταν αντιμετωπίζει προβλήματα αμφισβήτησης ως το «τελειότερο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης και προσφοράς» μέχρις τώρα, προκειμένου να εξασφαλίσει την αναγκαία κοινωνική συναίνεση για την αναπαραγωγή του, μετριάζει την επιθετικότητά του και προβαίνει σε κοινωνικές παραχωρήσεις τόσες όσες χρειάζονται για να αποφύγει μια πιθανή κοινωνική έκρηξη. Οι παραχωρήσεις αυτές διαμεσολαβούνται από το συλλογικό καπιταλιστή, δηλ. το αστικό κράτος, και υλοποιούνται από το πολιτικό υποκείμενο, ατομικό ή συλλογικό που το διαχειρίζεται. Ο ηγέτης, το κόμμα, το κράτος, ο «Ηγεμόνας» τελικά σύμφωνα με τον Μακιαβέλλι, αδράχνει την ευκαιρία από το τυχαίο γεγονός, το ιστορικά συμπτωματικό, την Fortuna, εν προκειμένω την επίθεση του ιού, για να εξασφαλίσει την αναγκαία κοινωνική συναίνεση και να επιβάλει τη κυριαρχία του. Για να το επιτύχει αυτό ο «Ηγεμόνας» αξιοποιεί τον έτερο του προσδιορισμό, το virtu, τη δύναμη, την πειθώ, πονηριά και τον ανθρωπισμό του ώστε να εξασφαλίσει ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία έναντι των αντιπάλων του.
Οι στρατηγικές που εφαρμόζονται σήμερα ,τα μέτρα και οι πρωτοβουλίες στις διάφορες χώρες του πλανήτη ποικίλουν ανάλογα με τα πολιτικά συστήματα της κάθε μιας αλλά έχουν τον ίδιο στόχο, να σώσουνε το σύστημα πριν αυτό καταρρεύσει. Ο Τραμπ στις ΗΠΑ και ο Τζόνσον στη Βρετανία ενεργοποιούν την «πολιτική του ελικοπτέρου» και μοιράζουν τρισεκατομμύρια. Η Ε.Ε., αντίθετα, χρησιμοποιεί την πιστοληπτική γραμμή της Λαγκάρντ και δανείζει χρήματα στα κράτη και τις τράπεζες, όπως ακριβώς το θέλει η Μέρκελ και οι δορυφόροι της, σε σύγκρουση με τις χώρες του Νότου που ζητάνε ευρωομόλογο γιατί έχουν πιο πολλές ανάγκες. Η Γερμανία είναι σε θέση να ξοδέψει αρκετά για να εξασφαλίσει κοινωνική συναίνεση και αδιαφορεί για τις υπόλοιπες χώρες. Επομένως η «αλληλεγγύη» και οι αμοιβαιότητες των αναγκών πάνε περίπατο στην «ενωμένη» Ευρώπη, όπως επίσης και η ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων όταν υψώνονται τα εθνικά τοίχοι στη μεταφορά ιατρικού εξοπλισμού και διακρατικής βοήθειας.
Στη περίπτωση της Ελλάδας η καταιγίδα της επιδημίας έφερε τα πάνω κάτω. Η Ν.Δ. ως ο κύριος εκπρόσωπός του νεοφιλελευθερισμού, της ατομικής ανέλιξης , της ιδιωτικοποίησης της ασφάλισης και της υγείας, έγινε εν μια νυκτί υπέρμαχος του κράτους πρόνοιας, της δημόσιας υγείας, της συλλογικής προσφοράς και ευθύνης και αποτελεσματικός διαχειριστής των τυχαίων συμβάντων και των κρίσεων. Το πάθημα του ΣΥΡΙΖΑ με τους θανάτους στο Μάτι και τους πνιγμούς στην Ελευσίνα, αποτέλεσμα ενός μη διαχειρίσιμου συμβάντος που με την συνδρομή των εχθρικών ΜΜΕ επέφερε ένα καίριο πλήγμα στην αξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ, έγινε το καλύτερο μάθημα στο Μητσοτάκη που άδραξε την ευκαιρία για να πετύχει τη μέγιστη δυνατή κοινωνική συναίνεση εφόσον υπερασπίζεται το απολυτό αγαθό της ζωής μας που απειλείται. Μέσα σ’ αυτόν το κουρνιαχτό οι παράπλευρες απώλειες στην αγορά εργασίας, στα ανθρώπινα δικαιώματα, στο προσφυγικό, στην απόγνωση των απόκληρων του κοινωνικού δαρβινισμού εμφανίζονται ως δευτερεύουσες πλευρές του «πολέμου».
Μέσα σε ένα τέτοιο κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον, ο ρόλος ή καλύτερα η ύπαρξη της Αριστεράς, του ΣΥΡΙΖΑ, της άλλης αντιπολίτευσης, αναζητείται στα ψιλά γράμματα των δελτίων ειδήσεων για να μην παραβιάζονται και οι κανόνες του ΕΣΡ μιας και έχουμε ακόμη «δημοκρατία». Το ερώτημα επομένως για το πώς θα διαμορφωθεί το πολιτικό πεδίο την επόμενη μέρα είναι ζητούμενο. Το αντιδεξιό μέτωπο και οι προοδευτικές συμμαχίες φαντάζουν πια παιδαριώδεις πολιτικές μπροστά στα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που θα ενσκήψουν εάν και όταν απαλλαγούμε από τον ιό.
Παρά το γεγονός ότι η ιστορία εξελίσσεται ως διαδικασία χωρίς υποκείμενο, τέλος και σκοπό και ο κατά τον Αλτουσέρ «υλισμός του αστάθμητου» ξεδιπλώνεται μπροστά μας, τώρα είναι η στιγμή για την Αριστερά να διεκδικήσει το μέγιστο, δηλ. όχι μόνο την ιδεολογική αλλά την πολιτική και στρατηγική ηγεμονία. Αυτό όμως απαιτεί σχέδιο και «πολιτική βία» όση χρειαστεί, για να πείσει το κοινωνικό σώμα ότι ο καπιταλισμός δεν είναι το τελευταίο στάδιο της ανθρωπότητας και πρέπει να ανατραπεί διότι στο εσωτερικό του, εκτός από την εκμετάλλευση και την καταστολή, εγκυμονεί και την προοπτική της εξαφάνισης του ανθρώπινου είδους.
Μάκης Σπαθής