Συζητήσαμε με τον καθηγητή Επιστημολογίας και Κοινωνιολογίας της Γνώσης στο ΕΚΠΑ και πρώην πρόεδρο του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, Μάκη Κουζέλη το “μεταρρυθμιστικό” νομοσχέδιο της Νίκης Κεραμέως για την ελληνική εκπαίδευση, καθώς και το παρόν και το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ.
Τη συνέντευξη πήρε ο Νίκος Γιαννόπουλος
Στη Βουλή έχει κατατεθεί ένα ακόμη νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας, το οποίο με κάποιο τρόπο ολοκληρώνει τη «μεταρρύθμιση» Κεραμέως στην εκπαίδευση. Πρόκειται για μία μεταρρύθμιση με νεοφιλελεύθερο πρόσημο;
Είναι πράγματι η λογική κατάληξη μίας πορείας η οποία έχει ένα πολύ χαρακτηριστικό στίγμα. Και επειδή είναι εμφανές ότι το βασικό στοιχείο αυτού του στίγματος είναι ο νεοφιλελεύθερος χαρακτήρας του, να προσθέσουμε και κάτι που χαρακτηρίζει την περίπτωση της κυρίας Υπουργού: Ότι ταυτόχρονα είναι και βαθιά συντηρητικό. Η ιδιοτροπία του υπουργείου Παιδείας συνίσταται στο ότι διαχειρίζεται ένα νεοφιλελεύθερο υλικό προτάσεων και πολιτικών, που έχει περάσει κατά καιρούς από το υπουργείο, επαναφέροντας την ίδια ώρα ένα δυνάμει σκοταδιστικό πλαίσιο το οποίο φαίνεται στο τι διαγράφεται. Απέφυγα μέχρι στιγμής να παρέμβω γιατί αυτός που έχει μία ευθύνη για ένα διάστημα, μοιάζει απλώς σαν να γκρινιάζει. Αλλά αν δεις τι ξηλώθηκε –η τέχνη, οι κοινωνικές επιστήμες, οι αναφορές στα δικαιώματα και στην ταυτότητα, ό,τι παρέπεμπε σε κριτική σκέψη– και μάλιστα με εντυπωσιακή βιασύνη, καταλαβαίνεις ότι αυτό το ξήλωμα έχει να κάνει με την προσπάθεια να πάμε πίσω σε καθεστώς και λογικές της παλιάς «καλής» Δεξιάς του ’50. Αυτό δεν θα το περίμενε κανείς. Νομίζω ότι το υπουργείο Παιδείας ενσαρκώνει αυτό που βρίσκεται στον πυρήνα της πολιτικής φιλοσοφίας της κυβέρνησης, το πάντρεμα δηλαδή ενός νεοφιλελεύθερου λόγου με μια ακραία συντηρητική, αυταρχική νοοτροπία.
Υπάρχει αίσθηση ότι η κυβέρνηση επαναφέρει στην ατζέντα και νομοθετεί τις πολιτικές που ήθελε να επιβάλλει η τρόικα στην εκπαίδευση. Είναι έτσι;
Αν παρακολουθήσουμε την πορεία από τις πρώτες κινήσεις της με ενδιάμεσο σταθμό τις προτάσεις Πισσαρίδη μέχρι τα πρόσφατα –εντός θέρους– νομοθετήματά της, ναι, είναι ακριβώς έτσι. Η κυβέρνηση υλοποιεί μία σειρά από πολιτικές που υπό κανονικές συνθήκες, αν δεν υπήρχε δηλαδή η πανδημία και αν οι εκπαιδευτικοί ήταν στα σχολεία τους, δεν θα ήταν δυνατόν να περάσουν. Υλοποιεί ένα πρόγραμμα με εντυπωσιακή εμμονή, κάτι σαν καταστροφική μανία. Το γεγονός ότι μπορεί να το κάνει, πράγματι οφείλεται στη μειωμένη αντίσταση εξαιτίας ακριβώς των συνθηκών που έχει διαμορφώσει ο κορονοϊός.
Όσα νομοθετεί η κα Κεραμέως δεν συνιστούν πολιτικές που η διεθνής εκπαιδευτική κοινότητα θέλει να αφήσει πίσω της; Δεν είναι, με άλλα λόγια, αναχρονιστικές πολιτικές;
Αν θέλουμε να είμαστε λίγο πιο προσεκτικοί και ακριβείς, δεν είναι μόνο ή δεν είναι πλήρως έτσι. Θα πω, ως αφετηρία, κάτι που το έχω πει πολλές φορές τον τελευταίο καιρό. Πολύ φοβάμαι ότι αν δεν ήμασταν στην Ευρώπη και αν δεν υπήρχε ένα όριο «ευρωπαϊκότητας» και ευρωπαϊκών θεσμών που έχουν μία σημασία και για τα εκπαιδευτικά πράγματα της Ελλάδας, τότε οι εξελίξεις θα ήταν πολύ χειρότερες. Δηλαδή είναι σαν οι δεσμεύσεις που προκύπτουν από τη συμμετοχή της χώρας σε ευρωπαϊκά φόρα και θεσμούς να βάζουν ένα φρένο στον άκρατο συντηρητισμό που κατά τα άλλα επιδεικνύει αυτή η κυβέρνηση και κυρίως το Υπουργείο Παιδείας.
Γενικά, η πορεία των μεταρρυθμίσεων στα εκπαιδευτικά –και αυτό δεν αφορά μόνο την Ελλάδα– έχουν σε κάποιο βαθμό κάτι το κυκλικό. Να το πω πολύ χαρακτηριστικά: Πριν από 50 χρόνια άρχισε να υλοποιείται η ιδέα ενός πιο χαλαρού αναλυτικού προγράμματος. Να επιτρέψουμε, ας πούμε, στο δάσκαλο σ’ ένα ορεινό χωριό να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που του δίνει το περιβάλλον και να αντιμετωπίσει τις αντίστοιχες δυσκολίες, προσαρμόζοντας ύλη και μεθόδους. Διαμορφώθηκε, έτσι, μια κουλτούρα η οποία δοκιμάστηκε –κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία αλλά όχι μόνο εκεί– οδήγησε σ’ ένα αποτέλεσμα ριζικών κοινωνικών, ταξικών, διαφοροποιήσεων –κάθε σχολείο να αποφασίζει από μόνο του για το πρόγραμμά του– και εν τέλει φτάσαμε στο όριο της αυθαιρεσίας. Σιγά-σιγά αυτή η κουλτούρα έχει αρθεί στις περισσότερες εκπαιδευτικές πολιτικές και έχουμε επανέλθει σ’ ένα ενιαίο πλαίσιο προγράμματος σπουδών. Υπάρχει, λοιπόν, μία κυκλικότητα στις μεταρρυθμίσεις.
Στην Ελλάδα υπάρχει μία σταθερή χρονική καθυστέρηση. Αναφέρομαι στις κυβερνήσεις της δεξιάς και όχι σ’ αυτό που προσπαθήσαμε να κάνουμε στην κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ. Οι κυβερνήσεις της δεξιάς, με χρονοκαθυστέρηση που συχνά φτάνει ακόμα και τις δύο δεκαετίες, επανέρχονται σε προγράμματα που ―να το πω απλά― δεν λειτουργούν. Η σημερινή πάει πράγματι να δοκιμάσει πολιτικές παρωχημένες, ελεγμένες ως αναποτελεσματικές, προφανώς λόγω ιδεοληψίας αλλά ίσως και λόγω εξυπηρετούμενων συμφερόντων. Παράδειγμα, το πολλαπλό βιβλίο. Σε άλλα κράτη έχει νομοθετηθεί εδώ και δεκαετίες αλλά με δικλείδες ασφαλείας που εδώ δεν έχουν υπάρξει ποτέ: με ερευνητικά κέντρα, διαδικασίες προετοιμασίας και κρίσης, συμμετοχή των πανεπιστημίων, σταθερή αξιολόγηση των υλικών και των προγραμμάτων, δοκιμασμένους μηχανισμούς ανατροφοδότησης. Αντίθετα, μέλημα της δικής μας δεξιάς είναι το πώς θα δοθούν σε μεγάλους εκδοτικούς οίκους οι συγκεκριμένες «μεγάλες» δουλειές.
Νομίζω ότι το οικονομικό κίνητρο, η επιχειρηματική διάσταση, είναι παντού εμφανής. Δεν είναι ίσως κραυγαλέα, με την έννοια ότι η κυβέρνηση δεν παραδίδει άμεσα τα δημόσια σχολεία σε ιδιωτικά συμφέροντα, αλλά παντού υπάρχει μία έγνοια για τη διασφάλιση της διεξόδου προς τα ιδιωτικά σχολεία. Γιατί; Διότι η ιδιωτική εκπαίδευση ως επιχειρηματικός τομέας ενδιαφέρει ιδιαίτερα αυτήν την κυβέρνηση, είναι η πελατεία της αλλά και η ταυτότητά της. Αυτό το νομοσχέδιο, μαζί με τα προηγούμενα της κ. Κεραμέως, έρχεται να σφραγίσει το γεγονός ότι η σαρωτική νεοφιλελεύθερη-νεοσυντηρητική παλινόρθωση θα είναι τόσο ευρεία και θα καταλάβει τόσο έντονα το σύνολο του εκπαιδευτικού χώρου ώστε δεν θα είναι εύκολο να αμφισβητηθεί. Ό,τι έκανε με τη μικρή αλλά τόσο κρίσιμη ρύθμιση για την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής στα Πανεπιστήμια.
Ως προς την ΕΒΕ, η υπουργός προσπάθησε να πετάξει το μπαλάκι της ευθύνης στα πανεπιστήμια. Δεν ήταν όμως δική της κεντρική επιλογή; Και δεν επιβλήθηκε ακριβώς γιατί ήθελε φέτος λιγότερους εισακτέους;
Το γιατί είναι ακριβώς έτσι. Πολύ εύκολα κανείς από το τέλος μπορεί να πάει στην αρχή. Αν θέλει κάποιος να στείλει παιδιά στην ιδιωτική μεταλυκειακή εκπαίδευση, στα κολέγια και τα ιδιωτικά ΙΕΚ, τότε προφανώς πρέπει να περιορίσει τον αριθμό των εισακτέων στα πανεπιστήμια δυσκολεύοντας αυτό τον δρόμο. Τα πατήματα, που είναι κυρίως ιδεολογικού χαρακτήρα, έχουν να κάνουν με την υποτιθέμενη αριστεία, την πρόκληση ενός «ηθικού πανικού» για το δήθεν σκανδαλώδες να εισάγεται κανείς με βαθμό κάτω από τη βάση στο πανεπιστήμιο κτλ. Αυτά είναι γνωστά αυταρχικά ρητορικά σχήματα. Ο στόχος ήταν ο περιορισμός.
Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε και μ’ ένα έδαφος που έχει προετοιμαστεί. Και δυστυχώς ο πανεπιστημιακός χώρος δεν είναι αυτός που ήταν πριν από τρεις δεκαετίες. Οι πανεπιστημιακοί έχουμε κάνει ένα σωρό λάθη. Δεν έχουμε προστατεύσει το θεσμό ούτε καν σε επίπεδο επιχειρηματολογίας, έχουμε αφήσει τον απαξιωτικό για το πανεπιστήμιο λόγο να “τρέχει”. Αυτή η απαξίωση του πανεπιστημίου για κάποιους από τους συναδέλφους έχει γίνει μέρος του λόγου τους, βιώνουν την πραγματικότητα σαν είναι έτσι, ενώ δεν είναι. Έχουμε εξαιρετικά πανεπιστήμια, εξαιρετικούς πανεπιστημιακούς αλλά και εξαιρετικούς φοιτητές. Αυτό πολλές φορές το ξεχνάμε.
Έχουμε όμως επιτρέψει μία λαϊκίστικη πολεμική εναντίον του πανεπιστημίου. Την ξέρουμε όλοι: ότι, τάχα, στα πανεπιστήμια γίνονται σημεία και τέρατα, ότι οι πανεπιστημιακοί είναι τεμπέληδες, ότι οι φοιτητές είναι αγράμματοι και δεν ξέρουν να γράφουν. Όλο αυτό το πράγμα αφέθηκε στο να φτιάξει μία ατμόσφαιρα μέσα στην οποία και οι πανεπιστημιακοί λένε “ας προστατεύσουμε το τμήμα μας ώστε οι βάσεις να είναι λίγο πιο ψηλές”. Σε πολλές περιπτώσεις τα πανεπιστημιακά τμήματα συμμετείχαν σ’ αυτό, αλλά βέβαια δεν είχαν και άλλη διέξοδο. Ελπίζω ότι οι αντιδράσεις που ήδη παρουσιάζονται θα αμφισβητήσουν αυτήν την πορεία.
Παρά τα όσα εντόπισες και περιέγραψες, πρέπει να πούμε ότι η κυβέρνηση, τουλάχιστον δημοσκοπικά, αντέχει. Αυτό που το αποδίδεις;
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να αναλάβουμε την ευθύνη μας. Να δούμε πρώτα, με αυτοκριτική διάθεση, τι οφείλεται σε μας από αυτό. Οι βασικές πλευρές είναι δύο. Η μία αφορά το τι παρουσιάζουμε. Σε ποιο βαθμό δεν παρουσιάζουμε επαρκώς και πειστικά μία εναλλακτική προοπτική, γιατί ο κόσμος χρειάζεται έναν ορίζοντα εναλλακτικό για να μπορέσει να αποστασιοποιηθεί και να έρθει κοντά σου. Νομίζω ότι αυτό δεν το κάνουμε. Η άλλη πτυχή έχει να κάνει με το τι παρουσιάσαμε κατά την κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν πήγαν όλα καλά. Και δεν πήγαν καλά διότι θα έπρεπε, ακόμα και με τη μία μόνο μέχρι τώρα θητεία αριστερής κυβέρνησης, να έχει γίνει φανερή η διαφορετική λογική. Λειτουργήσαμε βέβαια μέσα σ’ ένα ασφυκτικό πλαίσιο περιορισμών. Ακόμα όμως και στο ζήτημα του ήθους των στελεχών, θα έπρεπε τα πράγματα να είναι διαφορετικά. Η αυτοκριτική που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μία πρώτη βάση για να σκεφτεί τι θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αλλά θα έπρεπε να προχωρήσει έτσι που να δώσει και τη διάσταση του τώρα τι κάνουμε. Το να βρίσκεται ένα αριστερό κόμμα στην κυβέρνηση, του αποδίδει μία διπλή ευθύνη. Πρέπει να παραμείνει ένα αριστερό κόμμα που αποσκοπεί σε έναν διαφορετικό κόσμο και ταυτόχρονα πρέπει να αποδειχθεί αποτελεσματικό κυβερνητικά, εντός της κυρίαρχης κοινωνικής οργάνωσης αλλά ταυτοχρόνως διαφορετικό. Αυτά τα δύο πράγματα είναι δύσκολο να συνδυαστούν. Γίνεται όμως. Κι αυτό είναι το ζητούμενο. Ένα τέτοιο σχεδιασμό μας ζητάει ο κόσμος, αυτόν πρέπει να επεξεργαστούμε και να καταθέσουμε.
Μήπως τελικά οι ιδέες μας δεν αρέσουν πλέον; Μήπως δεν μπορούν να εκφράσουν ένα δυναμικό, πλειοψηφικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας;
Το προς τα πού πάνε οι πλειοψηφίες σε μία κοινωνία έχει να κάνει με το ποιος εκφράζει ποιες προτάσεις και το πώς τις εκφράζει. Δεν έγινε ξαφνικά η Ελλάδα μία χώρα στην οποία η αστική τάξη λόγω της έκτασής της ή λόγω της ισχύος του λόγου της θα είχε τη δύναμη να ορίζει μονοσήμαντα και πειστικά την πραγματικότητα, παρά το πανίσχυρο μονοπώλιο των μέσων. Εάν οι λαϊκές τάξεις, η εργατική τάξη, τα δυναμικά στρώματα των μικροαστικών τάξεων και η κριτικά σκεπτόμενη διανόηση δεν πείθονται από τον λόγο μας, τότε σίγουρα πρέπει να κοιτάξουμε τον λόγο μας. Επομένως, πρέπει να δούμε ποια είναι αυτή η αριστερή πολιτική που δεν πείθει. Δεν έχω αμφιβολία ότι κάποια στοιχεία δεν πείθουν, αλλά μήπως ορθώς δεν πείθουν; Το σίγουρο είναι ότι αυτή τη στιγμή έχουμε μία κατάσταση στην οποία συζητάμε το πώς πρέπει να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ –και καλά κάνουμε και το συζητάμε γιατί είναι εξαιρετικά κρίσιμο– αλλά την ίδια ώρα η κοινωνία θέλει να ακούσει μία προοπτική που να είναι διαφορετική, όχι τον καλό καπιταλισμό με φιλελεύθερη επένδυση. Ας εκφράσουμε ζωηρά κάτι που θα προτείνει και θα προετοιμάζει μια διαφορετική απόληξη του κόσμου και στη συνέχεια θα διαπιστώσουμε αν πείθει ή όχι.
Πηγή: Η Εποχή