Το ερώτημα του μετασχηματισμού
Το ερώτημα του μετασχηματισμού ενός κόμματος στο φάσμα, που «συμβατικά» οριοθετείται από την Αριστερά και Δεξιά, τίθεται συχνά στην ιστορία των πολιτικών κομμάτων και ιδιαίτερα αυτών της Αριστεράς. Η μετακίνηση όμως ενός αριστερού κόμματος από τη θέση που κατέχει μία δεδομένη ιστορική στιγμή συνήθως δεν είναι μία ανώδυνη διαδικασία μεταξύ των μελών του αλλά και του κοινωνικού σώματος που την παρακολουθεί. Η αντιπαράθεση μεταξύ αυτών που συμμετέχουν ενεργά στο σχετικό προβληματισμό πολλές φορές παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις που οδηγούν σε προωθητικές ανασυνθέσεις, πισωγυρίσματα, διασπάσεις, ή ενίοτε και στην εξαφάνιση του εν λόγω κόμματος. Το πρόβλημα του μετασχηματισμού γίνεται συχνά επώδυνο όταν αφορά κόμματα που δεν υπάρχουν απλά στο περιθώριο της πολιτικής ζωής αλλά παίζουν ενεργό ρόλο ως αντιπολίτευση στα αστικά κόμματα ή βρίσκονται προ της ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών. Η Μαρξιστική παράδοση ερμηνεύει το φαινόμενο του κομματικού μετασχηματισμού, με τις αντιπαραθέσεις και τα πολιτικά αποτελέσματα του, ως τη μεταφορά της ταξικής πάλης στο εσωτερικό του. Με αφορμή την εκλογική ήττα και τη μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση (με το αξιοσέβαστο ποσοστό 32%), ξεκίνησε ένας έντονος προβληματισμός με τρία κύρια επίδικα: την ανασυγκρότηση, διεύρυνση και τελικά μετασχηματισμό του σε ένα νέο πολιτικό υποκείμενο που θα αναζητούσε πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες με στόχο να δημιουργήσει τους όρους μιας ευρύτατης κοινωνικής πλειοψηφίας για την επάνοδο του στην εξουσία.
Η συζήτηση αυτή, που θα ολοκληρώνονταν στο συνέδριο του Μαΐου, μπορεί να ανεστάλη λόγω της πανδημίας αλλά επανέρχεται σήμερα ξανά στο προσκήνιο με περισσότερο επιτακτικούς όρους ενόψει της οριστικοποίησης του αναβληθέντος συνεδρίου. Στο διάστημα που μεσολάβησε για τα επίδικα ζητήματα έχουν λεχθεί και γραφτεί πολλά από όλες τις πλευρές εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ, με τελευταία συνεισφορά τη συζήτηση κατά τη διάρκεια της Κεντρικής Επιτροπής Ανασυγκρότησης (ΚΕΑ) την 27η Ιουνίου.
Η σύγκληση της ΚΕΑ, το βήμα για την απάντηση του ερωτήματος
Η τελευταία ΚΕΑ είχε θέμα την προσθήκη στον τίτλο του ΣΥΡΙΖΑ του προσδιορισμού «Προοδευτική Συμμαχία» ως πρόταση-απόφαση προς το συνέδριο οποτεδήποτε αυτό πραγματοποιηθεί. Το γεγονός αυτό επιβεβαίωνε για μία ακόμη φορά ότι η διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ με στελέχη του ευρύτερου “ Κέντρο- αριστερού προοδευτικού χώρου”, που εμφανίστηκαν μετά την υπογραφή της συμφωνίας των Πρεσπών και συμμετείχαν στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες εκλογές, θα αποτελούσε το υπόδειγμα για την περαιτέρω ενίσχυση της. Πολλά στελέχη, κυρίως από το χώρο της διεύρυνσης, εκφράσανε τον ενθουσιασμό τους και χαρακτήρισαν ιστορική στιγμή τη συνεδρίαση διότι αυτή θα σφραγίσει τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στη χώρα μας. Επειδή όμως ο ρόλος και οι προοπτικές των πολιτικών κομμάτων είναι μία σύνθετη και μακρόχρονη διαδικασία που κρίνεται από τον τρόπο που παρεμβαίνει στο κοινωνικό γίγνεσθαι, τέτοιου τύπου δηλώσεις δεν έχουν πραγματικό αντίκρισμα. Θα πρέπει να συνοδεύονται από μία κατάθεση εμπεριστατωμένων πολιτικών σχεδίων και στόχων στενά σχετιζόμενων με τις βαθύτερες κοινωνικές διεργασίες που συντελούνται πέρα και έξω από τις αγωνίες και τις προσδοκίες των εμπνευστών τους. Σε σχέση με αυτό αξίζει τον κόπο να αναλυθεί και να αξιολογηθεί ο λόγος που εκφωνήθηκε τόσο από τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και το πολιτικό περιεχόμενο αντιπροσωπευτικών τοποθετήσεων στελεχών που στηρίζουν με ενθουσιασμό το εγχείρημα. Στην κατεύθυνση αυτή, μερικές μέρες πριν από την ΚΕΑ, οκτώ στελέχη του Πολιτικού Συμβουλίου από το χώρο της διεύρυνσης είχαν καταγράψει στο κείμενό τους «Μετασχηματισμός για το ανοιχτό κόμμα και την προοδευτική διακυβέρνηση» τις κοινωνικές ανάγκες και τις προοπτικές του εγχειρήματος . Αν αναλύσουμε προσεκτικά το λόγο που εκφώνησε ο Τσίπρας στην έναρξη και το κλείσιμο της KΕA και διαβάσουμε παράλληλα το κείμενο των 8 μελών του ΠΣ, θα αναδείξουμε πολλές ομοιότητες, με ταύτιση απόψεων σε πολλά σημεία, και το κοινό υπόβαθρο που συνέχει το πολιτικό σχέδιο στο όνομα «ΣΥΡΙΖΑ- Προοδευτική Συμμαχία». Ενδιαφέρουσα επίσης είναι η σύγκριση της ρητορικής και επιχειρηματολογίας στα εν λόγω κείμενα με αντίστοιχους λόγους και πολιτικά σχέδια, που έχουνε αποτυπωθεί στην πλούσια ιστορία της μετεξέλιξης κομμάτων της Αριστεράς στην Ευρώπη, αρχής γενομένης από το τέλος του 19ου αιώνα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μετάλλαξη των ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σε σοσιαλ-νεοφιλελεύθερα μορφώματα ( βλέπε το New Labor του Μπλερ) μετά τη Χρυσή Εποχή του 20ου αιώνα.
Η ρητορική που εκφέρεται από τους πρωταγωνιστές των κομμάτων σε διαδικασία μετασχηματισμού οργανώνεται γύρω από τρεις άξονες:
1) Ο πρώτος αναφέρεται με έμφαση στις μεγάλες αλλαγές που συντελούνται στη σφαίρα της καπιταλιστικής παραγωγής είτε αυτές προκύπτουν από μεγάλες τεχνολογικές ανακαλύψεις, που χαρακτηρίζονται «βιομηχανική επανάσταση», είτε από οικονομικές κρίσεις τις οποίες αντιμετωπίζει κατά καιρούς το καπιταλιστικό σύστημα.
2) Ο δεύτερος, συνέπεια του προηγούμενου, αναφέρεται στις μεγάλες αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, στον κατακερματισμό του κοινωνικού ιστού και τη δημιουργία νέων κοινωνικών κατηγοριών, με την ανάδειξη νέων προβλημάτων και αντιφάσεων που θα καθορίσουν τους νέους προσανατολισμούς του πολιτικού υποκειμένου που φιλοδοξεί να τις εκπροσωπεί.
3) Ο τρίτος, αποτέλεσμα των δύο προηγούμενων, αφορά στην ανάγκη δημιουργίας ενός πολιτικού υποκειμένου που για να συμπεριλαμβάνει τους πολλούς, αυτό θα πρέπει να εγκαταλείψει τα «αριστερά» σχήματα ερμηνείας των κοινωνικών αντιθέσεων, διότι υποτίθεται ότι οι νέες ανάγκες υπαγορεύουν τη συνεργασία μεταξύ του επιχειρηματικού κόσμου και αυτού της εργασίας, την υποβάθμιση της ταξικής πάλης και την προσαρμογή όλων των κοινωνικών μερίδων σε μία νέα κοινωνική οργάνωση. Αυτή θα εκφράζει το γενικό συμφέρον του έθνους έναντι κάθε άλλου ξένου συμφέροντος, εφόσον ο ανταγωνισμός είναι δομικό στοιχείο του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Εισαγωγικά το κείμενο των 8 αναφέρεται στις πέντε προκλήσεις που καταγράφονται στην παγκόσμια σκηνή στην παρούσα ιστορική στιγμή, οι οποίες αποτελούν ανάπτυξη των τριών προκλήσεων που παρεμπιπτόντως υπάρχουν στη Διακήρυξη του ΣΥΡΙΖΑ στην τελευταία ΚΕ του Φεβρουάριου (ανισότητες, κλιματική αλλαγή, προσφυγικό) με διαφορετική όμως σειρά και έμφαση, σε μία προσπάθεια να συγκλίνουν σε αρκετά σημεία με αυτή.
Στη συνέχεια, το κείμενο περιγράφει συνοπτικά τις εξελίξεις στις νέες εργασιακές σχέσεις, τις νέες μορφές καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και κοινωνικής διαστρωμάτωσης, εξαιτίας των νέων τεχνολογιών, της ρομποτικής, της τεχνητής νοημοσύνης, δηλ. την «τέταρτη βιομηχανική επανάσταση». Όμως στη μακραίωνη πορεία του πάντα ο καπιταλισμός, εξελισσόμενος, ενσωμάτωνε τις τεχνολογικές αλλαγές στην ανάγκη του να αυξήσει την αποτελεσματικότητα όλων των συντελεστών παραγωγής και επομένως την κερδοφορία του. Αυτήν τη διαδικασία όμως τη διαπερνούσε πάντα μία ανυπέρβλητη αντίφαση που οδηγούσε στην αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και συνακόλουθα την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Μη μπορώντας να την εξισορροπήσει από την αντίστοιχη εισαγωγή τεχνολογιών για τη μείωση του κόστους παραγωγής, κατέληγε στην επίθεση κατά του εργατικού μισθού και στην ανατροπή των εργασιακών σχέσεων. Αποκορύφωμα αυτής της λειτουργίας είναι ο νεοφιλελευθερισμός που καταργεί πλήρως τις σταθερές εργασιακές σχέσεις και τον αξιοπρεπή εργατικό μισθό. Οι συγγραφείς όμως αποφεύγουν επιμελώς να αναφερθούν σε αυτές τις εξελίξεις γιατί θα οδηγηθούν αναπόφευκτα στην ανάδειξη της κύριας αντίθεσης: κεφαλαίο-εργασία. Αυτή όμως είναι σήμερα η κυρίαρχη, ανεξάρτητα από το επίπεδο τεχνολογικής ανάπτυξης και ενσωμάτωσης των νέων επιστημονικών κατακτήσεων.
Μία σημαντική αναφορά επίσης υπάρχει στα διλήμματα που αντιμετωπίζει ο καπιταλισμός στις χώρες της ΕΈ εξαιτίας των τρόπων ανάπτυξής της φρενάροντας το στόχο της σύγκλησης των οικονομιών και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ενάντια στους αρχικούς οραματισμούς της. Και εδώ όμως λείπει παντελώς το ολοφάνερο σε κάθε σοβαρό αναλυτή, που δεν εκστασιάζεται από το «ευρωπαϊκό μεγαλείο», ότι στην ΕΕ, με την κρίση χρέους που μαστίζει αρκετές χώρες, την ηγεμονία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, και τις ανισορροπίες στα επίπεδα ανάπτυξης μεταξύ των χωρών του Βορρά και Νότου, μία ρύθμιση αμοιβαίου χρέους είναι αδύνατη. Διότι εάν την επέλεγαν οι κυρίαρχες πολιτικές ελίτ θα ήταν σαν να αποδέχονταν ως συλλογικοί καπιταλιστές να διευκολύνουν τις αδύναμες χώρες με το δανεισμό αρνητικού επιτοκίου, όπως συμβαίνει με τη Γερμανία. Το κείμενο των 8, παρά το γεγονός ότι αναφέρεται στις αντιφάσεις και τα προβλήματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στην παρούσα κρίση, διαβάζει (υπερ)θετικά αντίστοιχες συγκλίσεις στην Ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία με αυτήν που επιχειρείται στην Ελλάδα, με τρόπο που θα ζήλευε κάθε εκσυγχρονιστής φιλοευρωπαϊστής διανοούμενος.
Όσον αφορά στην Ελλάδα, στις συνθήκες της οικονομικής ύφεσης και της κρίσης που θα προκύψουν από την πανδημία, οι 8, επιτιθέμενοι με δριμύτητα στην πολιτική που ακολουθεί η ΝΔ, υπερθεματίζουν στις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και στην αντιπολιτευτική του στάση υπέρ του κόσμου της εργασίας από την πλευρά της αριστερά. Δεν παραλείπουν όμως να εκφράσουν την ανάγκη για ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες διότι αυτές θα υπαγορεύσουν το μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ με τα χαρακτηριστικά της πληθυντικής αριστεράς. Υπερθεματίζουν επίσης στις προσπάθειες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ να υπερασπιστεί τον κόσμο της εργασίας, το κοινωνικό κράτος, τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Εδώ είναι το λεπτό σημείο, που μένει να αιωρείται, και στο οποίο δεν απαντά το κείμενο των 8, αλλά ούτε και η δική μας πλευρά, ή κάθε άλλη τάση εντός ΣΥΡΙΖΑ:
Εάν το σχέδιο και η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ πριν το 2015, που έτυχε μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας και στράτευσης, ήταν η πρόταση για Κυβέρνηση της Αριστεράς, τι ακριβώς συνέβη και ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε στις πρόσφατες εκλογές; Ήταν η ριζοσπαστική αριστερή πολιτική που δυσαρέστησε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα πέραν του κόσμου της εργασίας και προτίμησαν την επιστροφή της δεξιάς και του γνήσιου νεοφιλελευθερισμού ή ήταν η υποχώρηση και η αθέτηση των ριζοσπαστικών αριστερών λύσεων που είχε υποσχεθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, και για το λόγο αυτό δυσαρεστήθηκε ένα σημαντικό τμήμα λαϊκών στρωμάτων και του γύρισαν την πλάτη; Αν δεν απαντηθεί το ερώτημα αυτό, η ανάγκη να μετασχηματιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε ένα νέο πολιτικό υποκείμενο με δεξιόστροφες πολιτικές προτάσεις και προτάγματα μένει στον αέρα. Αντίθετα θα έλεγε κάνεις ότι ο μετασχηματισμός πρέπει να γίνει προς τα αριστερά αφού ο ΣΥΡΙΖΑ ολοκληρώσει την αυτοκριτική του με τον απολογισμό που ήδη έχει αποδεχθεί ότι ο κυριότερος λόγος για την ήττα αποτέλεσαν οι μνημονιακές πολιτικές που εφάρμοσε.
Το ερώτημα της ανασυγκρότησης του κόμματος
Αμέσως μετά την εκλογική ήττα του Ιουλίου ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ διακήρυξε ότι για να συνεχίσει ο ΣΥΡΙΖΑ να παίζει ενεργό πολιτικό ρόλο, και με τελικό στόχο να επανέλθει στην εξουσία, είναι αναγκαία η ανασυγκρότησή του. Μέχρι την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας, ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα μαζικό κόμμα με οργανωτική δομή αριστερού παραδοσιακού τύπου. Μετά το δημοψήφισμα 2015, η διάσπαση του, τόσο με την αποχώρηση μελών του όσο και με τη συγκρότηση της ΛΑΕ, αλλά ιδιαίτερα η πεντάχρονη διακυβέρνησή του οδήγησε σταδιακά στη μετατροπή του σε κόμμα του Κράτους. Η ολοκληρωτική σχεδόν απορρόφηση πολλών στελεχών από το κράτος ακύρωσε την πολιτική λειτουργία της ΚΕ ως καθοδηγητικού οργάνου προς όφελος του αρχηγού και της ηγετικής ομάδας και μετέτρεψε την ΚΟ σε κομπάρσο που περιοριζόταν απλά στην προώθηση επιμέρους τροπολογιών προς όφελος μεμονωμένων κοινωνικών ομάδων και ιδιαίτερων συμφερόντων, δίχως δηλ. την προσπάθεια εμβάθυνσης σε μεγάλες θεσμικές αλλαγές σύμφωνα με τα οράματα και την ιδεολογία της Αριστεράς ως αναγκαίες τομές προς όφελος ευρύτερα του κοινωνικού συνόλου. Η λειτουργία αυτή είχε ως αποτέλεσμα επίσης η οργανωμένη βάση του κόμματος να αποστασιοποιηθεί από τις αγωνίες και τις αναζητήσεις κοινωνικών μερίδων και των αντίστοιχων αναγκών τους και να εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια πολιτικής και ιδεολογικής ζύμωσης, επίσης ίδιον των αριστερών κομμάτων. Συγκεκριμένα αμέσως μετά τις εκλογές ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ μίλησε για την ανάγκη ανασυγκρότησης του κόμματος, προτείνοντας όμως λύσεις που δεν θεράπευαν την πλήρη αδρανοποίηση έως παράλυση των οργανώσεων αλλά στόχευαν στην εξεύρεση τεχνικών για την εγγραφή νέων μελών με τις σύγχρονες μεθόδους της ψηφιακής τεχνολογίας. Ο στόχος ήταν να μετατραπεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα, ένα “κόμμα χυλό” χωρίς μια έστω στοιχειώδη ιδεολογική και πολιτική στράτευση, που εμπεριείχε και σκέψεις για την εκλογή του αρχηγού από τη βάση. Έκτοτε το ερώτημά του σε τι είδους κόμμα θέλουμε να μετατραπεί ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει αναπάντητο. Οι προτάσεις που πέφτουν στο τραπέζι και επιχειρούνται να εφαρμοστούν στην πράξη αιωρούνται ανάμεσα σε ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα μιας κατακερματισμένης κοινωνίας, που θα αθροίζει τα επιμέρους κοινωνικά αιτήματα για να πετύχει την απαραίτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, και σε ένα κόμμα του Κράτους τύπου καρτέλ, με μειωμένη λειτουργία των κομματικών οργάνων του. Δεσπόζουσα θέση στο «νέο» κόμμα θα έχει ο αρχηγός και η ηγετική του ομάδα, άρα μιλάμε για ένα κατεξοχήν αρχηγικό κόμμα κρατικών στελεχών.
Συνοψίζοντας: Η κύρια αντίφαση
Από το λόγο του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στην ΚΕΑ και το κείμενο των 8 προκύπτει μία κύρια αντίφαση για το τι είδους μετασχηματισμό προτείνουν να συντελεστεί στο πολιτικό υποκείμενο που ήταν μέχρι πρόσφατα γνωστό ως Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Τα επιχειρήματα για την ανάγκη μιας νέας κοινωνικής και πολιτικής πλειοψηφίας συνάδουν με αυτά της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας όταν επρόκειτο να εγκαταλείψει την κεϋνσιανή στρατηγική κοινωνικού κράτους και προστασίας της εργασίας, και συγκλίνουν σε μία πολιτική «τρίτου δρόμου» που θυμίζει εξαιρετικά τη «θεωρία» του Γκίντενς, μέντορα του Μπλερ. Η επίκληση τον κοσμοϊστορικών αλλαγών στον παγκόσμιο καπιταλισμό εν όψει της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, η ταξική συνεργασία μεταξύ επιχειρηματιών, του κόσμου της εργασίας, και του πλήθους των κατακερματισμένων κοινωνικών μερίδων (!) και η ανάγκη ενός κόμματος της πληθυντικής αριστεράς, που περιλαμβάνει επίσης κάθε μορφής κινήματα, είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του λόγου που εκφωνείται.
Η αντίφαση όμως προκύπτει όταν ο λόγος αυτός πρέπει να συμπεριλάβει και προγραμματικές θέσεις που θα εκφράζουν το γενικό κοινωνικό συμφέρον. Επειδή οι καπιταλιστικές κρίσεις την τελευταία δεκαετία συν την κρίση της πανδημίας που επικάθεται σ’ αυτές, μεταφέρουν τα βάρη στον κόσμο της εξασφαλισμένης εργασίας αλλά παράλληλα δημιουργούν ένα τεράστιο κοινωνικό στρώμα με επισφάλεια, ανεργία, φτωχοποίηση, μετανάστευση, προσφυγιά, νεολαία με αβέβαιες προοπτικές και μέλλον. Όμως ο κοινός αυτός λόγος δεν συμπεριλαμβάνει τα παραπάνω σε ενιαίο σύνολο θυμάτων της κυρίας αντίθεσης κεφαλαίου-εργασία, αλλά ως ένα συνονθύλευμα επιμέρους κοινωνικών κατηγοριών που συλλήβδην υπάρχουν για να δώσουν περιεχόμενο στην πληθυντική αριστερά. Αναγκάζονται όμως να καταφύγουν σε προτάσεις υπεράσπισης του κόσμου της εργασίας και όλων των θυμάτων της κρίσης που συνάδουν σε πολλά σημεία με τον πυρήνα και τις πολιτικές της Αριστεράς. Συνακόλουθα, η εισήγηση του προέδρου αλλά και των 8 περιλαμβάνει αρκετές αναφορές που προσιδιάζουν στον αριστερό λόγο. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα για ποιον ακριβώς λόγο γίνεται τόση φασαρία να αποστασιοποιηθεί ένα κόμμα από αυτό που υποτίθεται ότι το χαρακτήριζε μέχρι τώρα ως πολιτικό υποκείμενο της ριζοσπαστικής αριστεράς. Η απάντηση αποτελεί το κλειδί για να διατυπωθεί μία ξεκάθαρη θέση στα επίδικα ζητήματα, δηλ. το ερώτημα της ανασυγκρότησης του κόμματος, της διεύρυνσης των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών, και τελικά το ερώτημα του μετασχηματισμού. Οι αντιφατικές τοποθετήσεις του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ και οι μετεωρίσεις μεταξύ Αριστεράς και Κέντρου πηγάζουν πιθανόν από τις τραυματικές εμπειρίες μετά την ανάληψη της κυβέρνησης το 2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το ριζοσπαστικό αριστερό του πρόγραμμα και να προσαρμοστεί στις μνημονιακές πολιτικές, ελπίζοντας πώς υπερασπιζόμενος εν μέρει την εργασία θα του αναγνωριζόταν η «φιλότιμη προσπάθεια» και θα του δινόταν η δυνατότητα να συνεχίσει την πολιτική του. Το πράγμα μοιάζει σαν η δέσμευση στις ριζοσπαστικές απαντήσεις και λύσεις μίας αριστερής διαχείρισης να αποτελούν “άχθος αρούρης”, ασήκωτο βάρος, όταν ο διεθνής, ο ευρωπαϊκός, και εγχώριος συσχετισμός είναι δυσμενής ενώ η κοινωνική συνεργασία και «ειρήνη» για την αντιμετώπιση των μεγάλων καπιταλιστικών αντιθέσεων, κατά τη ρητορική τους τα μείζονα « εθνικά ζητήματα», είναι διαχειρίσιμα και αποτελούν μία εύκολη υπόθεση. Μία τέτοια όμως θεώρηση σε διαφοροποιεί ελάχιστα από το αντίπαλο πολιτικό στρατόπεδο: τα κόμματα-καρτέλ δεν έχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους, αλλά μπορούν να εναλλάσσονται στην εξουσία ικανοποιώντας στο μέτρο του δυνατού τα συμφέροντα του εκάστοτε στελεχικού τους δυναμικού με πελατειακά κριτήρια. Εν κατακλείδι, θυμίζω ότι η Ριζοσπαστική Αριστερά μπορεί να υπάρχει μόνο ως διακριτό πολιτικό υποκείμενο δρώντας στα πλαίσια του Ιδεολογικού Πολιτικού Μηχανισμού του Κράτους εφόσον και μόνον οργανώνει τη δράση της, με τις αντίστοιχες συγκρούσεις, σε δύο μέτωπα: το καπιταλιστικό σύστημα και το αστικό κράτος μη ξεχνώντας ποτέ ότι αυτό δρα ως ο συλλογικός κεφαλαιοκράτης για να εξασφαλίζει την αναπαραγωγή του.
Μάκης Σπαθής