Macro

Η λογική του παραλόγου

Θα μπορούσε να είναι η βασική ιδέα για ένα θέατρο του παραλόγου. Όμως, δεν ήταν παρά η βασική γραμμή της ΝΔ και του Κινήματος Αλλαγής στη συζήτηση για τη σύσταση προανακριτικής με αντικείμενο το σκάνδαλο Νοβάρτις. Αποδεχόμενοι ότι σκάνδαλο υπάρχει,γιατί δεν γινόταν να κάνουν αλλιώς, και διακηρύσσοντας ότι είναι ανάγκη «να έρθουν όλα στο φως», κατέληξαν, μολαταύτα, να μην ψηφίσουν υπέρ της σύστασης προανακριτικής, που υποτίθεται ότι θα διαλεύκανε την υπόθεση. Και το έκαναν με τη δικαιολογία ότι όλα όσα έχουν γίνει ως τώρα, είναι αποτέλεσμα μιας μεθόδευσης συνωμοτών. Αρνήθηκαν, δηλαδή, να συμπράξουν στη μόνη δυνατότητα που τυπικά τούς δινόταν για να αποδείξουν την αλήθεια των ισχυρισμών τους.
Αυτή η αντίφαση, ωστόσο, φαντάζει σαν ασήμαντο επεισόδιο μπροστά στο μείζονα παραλογισμό όχι της επίσημης γραμμής και της τυπικής ηγεσίας των δύο αυτών κομμάτων, αλλά των εκφραστών της «καθαρής γραμμής», του Α. Σαμαρά και του Ευ. Βενιζέλου, οι οποίοι διακήρυξαν σε όλους τους τόνους ότι η – δική τους – αλήθεια μπορεί να λάμψει ακριβώς σε σύγκρουση με τα μέσα που τους διαθέτει ο διαβόητος νόμος περί ανευθυνότητας υπουργών. Γι’ αυτό και ο μεν πρώτος επέλεξε τη μήνυση κατά πάντων και πασών, ο δε δεύτερος, σαφώς πολιτικότερος, προέκρινε τις εκλογές ως λύση…

Εδώ βρισκόμαστε στην καρδιά του θεάτρου του παραλόγου. Όχι μόνο γιατί οι δύο αυτοί πολιτικοί είναι οι κατ’ εξοχήν εκπρόσωποι εκείνου του πολιτικού προσωπικού που νομοθέτησε αυτό το έκτρωμα και φρόντισε να το θωρακίσει και με συνταγματική διάταξη, αλλά κυρίως γιατί, προκειμένου να προσδώσουν κύρος στην επιχειρηματολογία τους, υπερπολιτικοποίησαν και ιδεολογικοποίησαν τη στάση τους. Ο μεν Α. Σαμαράς μίλησε σαν υπερασπιστής της αστικής δημοκρατίας έναντι κάποιων ορκισμένων εχθρών της συμμοριτών, ο δε Ευ. Βενιζέλος κατήγγειλε την κυβέρνηση για έσχατη προδοσία, γιατί, όπως είπε, κλονίζει τα θεμέλια του πολιτεύματος καταργώντας τη θεμελιώδη αρχή της διάκρισης των εξουσιών.

Ποιος υπερασπίζει τι;

Εμφανίζονται, δηλαδή, σαν υπερασπιστές της δημοκρατίας και της διάκρισης των εξουσιών, θεωρητικά, αυτοί ακριβώς που, στην πράξη, αμφισβητούν και τις δύο με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο αρνούμενοι τον πυρήνα κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος, την ισονομία, και καταργώντας έμπρακτα τη διάκριση των εξουσιών με τη θέσπιση του εκτρωματικού νόμου περί ανευθυνότητας υπουργών. Ο οποίος αναθέτει τη διερεύνηση πιθανών ποινικών ευθυνών όχι στο φυσικό δικαστή, αλλά στους φορείς της νομοθετικής εξουσίας, τη Βουλή. Η οποία αναδεικνύει και την κυβέρνηση, δηλαδή την εκτελεστική εξουσία. Γιατί αυτό ακριβώς κάνει ο συγκεκριμένος εκτρωματικός νόμος με τη βούλα Βενιζέλου: εξαιρεί από την αρχή της ισονομίας τους υπουργούς επιφυλάσσοντάς τους ευμενή μεταχείριση και γρήγορη παραγραφή, ενώ κάνει μπάχαλο τη διάκριση των τριών εξουσιών μπάζοντας τη μια στα χωράφια της άλλης με δόλο και καταφανή σκοπιμότητα.
Πόσο θράσος χρειάζεται, άραγε, για να εμφανίζονται σαν υπερασπιστές του δημοκρατικού πολιτεύματος και των θεμελιωδών αρχών του, αυτοί ακριβώς που το αμφισβητούν και το υπονομεύουν έμπρακτα; Όσο κι αν χρειάζεται, φαίνεται ότι το διαθέτουν. Το ερώτημα που, παρόλ’ αυτά, παραμένει, είναι γιατί, αφού έχουν φτιάξει ένα τόσο ευνοϊκό καθεστώς για πάρτη τους, δεν θέλουν τώρα να το αξιοποιήσουν και ξεσήκωσαν τον κόσμο μόλις η δικογραφία στάλθηκε στη Βουλή; Μια πρόχειρη εξήγηση είναι ότι δεν τους ευνοούν οι συσχετισμοί στην παρούσα Βουλή. Και καθώς κρίνουν πάντοτε εξ ιδίων τα αλλότρια, φοβούνται ότι θα μεροληπτήσει σε βάρος τους η κυβερνητική πλειοψηφία. Ωστόσο, αν εξετάσουμε λίγο βαθύτερα τα πράγματα, θα δούμε ότι υπάρχει πιο σημαντικός λόγος: ξέρουν όλοι τους πολύ καλά ότι, ακόμα κι αν αποδοθούν κατάλευκοι στο τέλος αυτής της διαδικασίας από ποινική άποψη, πολιτικά θα έχουν ζημιωθεί, γιατί θα έχουν γίνει φανερές οι πολιτικές ευθύνες τους, που δεν εξαφανίζονται ούτε με τις παραγραφές ούτε με απαλλακτικές αποφάσεις.

Ένα νομικό και πολιτικό τέρας

Όμως, παρά τα επιφαινόμενα, ούτε την κυβερνητική πλειοψηφία ευνοεί κατά οποιοδήποτε τρόπο αυτό το εκτρωματικό νομοθετικό πλαίσιο. Αν παρ’ ελπίδα στους κόλπους της υπάρχουν τέτοιες σκέψεις, είναι εύκολο να αποδειχθούν πάρα πολύ ρηχές. Αυτό το νομικό και πολιτικό τέρας δεν μπορεί να φανεί χρήσιμο σε κανέναν. Αν, για παράδειγμα, υποθέσουμε ότι διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για την παραπομπή σε ειδικό δικαστήριο και καταλήξει η Βουλή σ’ αυτή την επιλογή, παρά τις πρώτες επικοινωνιακές εντυπώσεις, η αίσθηση που θα μείνει τελικά είναι , σε περίπτωση καταδίκης , ότι την πλήρωσαν ελάχιστοι, ενώ σε περίπτωση αθώωσης, ότι κουκουλώθηκαν οι ευθύνες. Ακόμα και η επιλογή να επιστραφεί το γρηγορότερο η δικογραφία στους φυσικούς δικαστές, θα αφήσει μια αρνητική γεύση, παρότι φαίνεται να είναι η βέλτιστη λύση από κάθε άποψη. Απ’ όπου και να το πιάσεις αυτό το τερατούργημα, λερώνεσαι. Είναι από κατασκευής φτιαγμένο έτσι, ώστε να σε εμπλέκει στη λογική του και να λειτουργεί σε βάρος ακόμα και όσων προς στιγμήν πίστεψαν ότι μπορούν να το εκμεταλλευτούν.
Μ’ αυτό ένα πράγμα μόνο μπορείς να κάνεις: το καταργείς. Είναι τόσο ολοφάνερη αυτή η ανάγκη, που δεν χρειάζεται να τη στηρίξει κανείς με επιπλέον επιχειρήματα, όπως, ας πούμε, το γεγονός ότι στους περισπούδαστους λόγους που εκφώνησαν οι αναφερόμενοι στη δικογραφία στη Βουλή, δεν βρήκε θέση ούτε μια απαξιωτική λέξη για το νομικό πλέγμα προστασίας της ανευθυνότητας των υπουργών. Ίσως θα άξιζε τον κόπο να αφήσει η κυβέρνηση τα μεγαλεπήβολα της συνταγματικής αναθεώρησης και να ρίξει το βάρος της σ’ αυτή την ανατροπή, σ την επιστροφή των υπουργών στη δικαιοδοσία της δικαστικής εξουσίας, δηλαδή στην επιστροφή σ’ ένα πιο ισότιμο και λιγότερο υπονομευμένο καθεστώς.

 Χαράλαμπος Γεωργούλας

Πηγή: Η Εποχή