Ας ξαναγυρίσουμε στα στοιχειώδη: ποιος αλήθεια είναι, στις μέρες μας, επακριβώς ο κοινωνικός ρόλος της τάξης των μεγαλοεπιχειρηματιών, εκείνων που συναποτελούν το παγκόσμιο –μαζί με το εγχώριο- μεγάλο κεφάλαιο; Ζούμε ακόμα στην εποχή των «ληστρικών βαρόνων», υπό την επίδραση του αρπακτικού πνεύματος; Εάν ναι, σε μια κοινωνία που αποδέχεται τη κτηνώδη βία των σχέσεων εκμετάλλευσης, ούτε ο ανθρώπινος μόχθος μπορεί να γίνει σεβαστός ούτε, βέβαια, η οικονομία να λειτουργεί απλώς για την ικανοποίηση της πρακτικής ανάγκης και την πολιτιστική προκοπή.
Όπως όλα δείχνουν, στην πραγματική θέσμιση της κοινωνίας, ελάχιστα άλλαξαν τα τελευταία 100 χρόνια. Η καπιταλιστική κρίση εντείνει τη συσώρευση της υπεραξίας – συστημική κρίση όμως δεν σημαίνει και συστημική αποτυχία, εάν κανείς βάλει κατά νου τη λεγόμενη «δημιουργική καταστροφή». Ως εκ τούτου, οι βασικές δομές μένουν ίδιες, με κυριότερη τη συγκέντρωση πλούτου, άρα και εξουσίας, στα χέρια πλέον ολίγιστων.
Η κουλτούρα αυτών των «ληστρικών βαρόνων», λοιπόν, έχει ως κεντρικό άξονα το με κάθε μέσο κέρδος. Μόνο. Πέρα από κάθε δημιουργική αντίληψη, η «φύση» του μεγαλοαστού παραμένει αρπακτική. Και, όπως έλεγε ο Βέμπλεν, αργόσχολη. Με ιδιαίτερη ροπή να προβάλλει την εξουσία της, αναπαράγοντάς την ταυτόχρονα δια της προβολής. Έτσι, ιδιοσυστατικό στοιχείο της τάξης της σχόλης παραμένει, βοηθεία της τεχνολογικής εξέλιξης, η απουσία της εργασίας καθεαυτής, ακόμα και του δημιουργικού πνεύματος. Και για τα δυο, μπορούν να πληρώσουν και να τα αγοράσουν.
Στον καπιταλισμό των καιρών μας, οι πιο προσοδοφόρες αγορές έχουν να κάνουν με τους μηχανισμούς που διαμορφώνουν τις –ταξικές- συνειδήσεις, υποσκάπτοντάς τες. Η κυρίαρχη τάξη μπορεί να επιβάλλει την αισθητική της και να προβάλλει το μοντέλο του «όλοι μια παρέα είμαστε», διαμορφώνοντας ταυτόχρονα και τους κώδικες της ηθικής. Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, λοιπόν, Μέσα διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, Μέσα που κάθε φορά αναδεικνύουν με πόσους πολλούς τρόπους μπορεί να υπάρχει μια «αλήθεια», Μέσα που, δια φόβου και τρόμου, ανασκαλεύουν το ανορθολογικό, καθαγιάζοντας όποια μεταφυσική απόληξη επιβιώνει στην κοινωνική πραγματικότητα. Καταργώντας, επί της ουσίας, το πολικό. Η επένδυση κρίνεται απολύτως προσοδοφόρα, την ίδια ώρα που λογιστικά η επιχείρηση «δεν βγαίνει». Οι «ληστρικοί βαρόνοι» εξάλλου δεν ενδιαφέρονται να παράγουν πια αγαθά.
Εμπορεύονται κάθε μορφή παραφθαρμένης, εκκοσμικευμένης θρησκευτικότητας στοχεύοντας σε μια μαζική αναπαραγωγή του αγελαίου πνεύματος. Μαζί με τα ΜΜΕ, και ο αθλητισμός, ωδή , λοιπόν, στο ντόπινγκ με «τα χρώματα της χώρας». Και μπάλα, πολλή μπάλα. Ποδόσφαιρο, το όπιο των λαών. Το «αδιαίρετο εμείς» των οπαδών της μιας ομάδας σχετίζεται με τον Άλλον, της άλλης ομάδας, συχνότατα διαμέσου της βίας, η οποία γίνεται το μέσον ετεροπροσδιορισμού της «φυλής» απέναντι στον «εχθρό». Βία ταξική; Όχι βέβαια. Η ενοποιητική κουλτούρα των γηπέδων βάζει στο ίδιο τσουβάλι τον «πρόεδρο- που-ρίχνει-τα-φράγκα-στην-ομαδάρα», τον μεσοαστό οικογενειάρχη και τον παραβατικό προλετάριο νεαρό.
Το φαινόμενο, δεν είναι, φυσικά, μοναχά ελληνικό. Οι καπιταλιστικές δομές στερεοποιούνται όχι μοναχά με την αρπαγή της υπεραξίας των εργαζομένων: οι κάτοχοι του κεφαλαίου αύξησαν την ευελιξία τους, παίρνοντας τη μερίδα του λέοντος και στα θέματα της διάχυσης της κουλτούρας. Οι οπαδοί είναι το προνομιακό τους κοινό. Η παράγκα των μεγαλοεπιχειρηματιών που εμπλέκονται με το ποδόσφαιρο είναι από κατασκευής προβληματική και με σαφή, συγκεκριμένη πολιτική (ή α-πολιτική) στόχευση. Μια στόχευση που δεν αφορά, εννοείται, τη στενή κομματική στράτευση με τα παραδοσιακά κόμματα, αλλά την αναπαραγωγή της εξουσίας των συγκεκριμένων κέντρων επί του κοινωνικού συνόλου. Συχνά δε αναφύονται πολιτικοί – κομματικοί σχηματισμοί με πρωταγωνιστές τους ίδιους (Μπερλουσκόνι) ή αδιαμφισβήτητους εκπροσώπους τους.
Η βαρονία έχει κοινά, ανά την υφήλιο, χαρακτηριστικά. Οικειοποίηση, μέσω υφαρπαγής, των δημόσιων πόρων, υπερσυσσώρευση των μέσων παραγωγής και, προπαντός, κοινωνική αδιαφορία, όπερ σημαίνει αδιαφορία παντελής για την προέλευση του κέρδους. Η υπεροπλία τους, κυριολεκτικά και μεταφορικά, είναι συντριπτική.
Οι, για διάφορους λόγους, κουμπουροφόροι, γνήσια τέκνα της τάξης του κεφαλαίου, προτού εισβάλουν στα γήπεδα, έχουν εισβάλει, ως οι προσοντούχοι της καπατσοσύνης και της δύναμης, στο συλλογικό ασυνείδητο. Οι από κάτω μιμούνται, με ευλάβεια, τις πρακτικές τους.
Το ερώτημα, για τις σχέσεις εντός του καπιταλιστικού πλαισίου και τις συμμαχίες με τους διαβόλους που μπορεί να συνάπτει, ή για τις σχάσεις που οφείλει να δημιουργεί, η όλη Αριστερά, παραμένει ανοιχτό.
Η Κατέ Καζάντη είναι δημοσιογράφος
Πηγή: Ρωγμές