Συνεντεύξεις

Λεωνίδας Καρίγιαννης: «Χρειάζεται μια οικονομία που να στηρίζεται στις ενώσεις των καταναλωτών»

Η κυβέρνηση, ψύχραιμη, λέει ότι η ακρίβεια είναι ένα διεθνές φαινόμενο, το έχουμε υποστεί και εμείς. Το σχόλιό σου;
 
Τα τέσσερα τελευταία χρόνια υπήρξε μεγάλη έξαρση της ακρίβειας. Σε σχέση με άλλες χώρες εδώ ήταν πολύ μεγαλύτερη. Τούτο συνέβη διότι όλες οι μεγάλες εταιρείες με το πρόσχημα της ενεργειακής κρίσης προχώρησαν σε μπαράζ ανατιμήσεων. Ήταν αποτέλεσμα μιας κερδοσκοπικής λειτουργίας της αγοράς. Και δεν υπήρξαν καθόλου έλεγχοι. Αυτό αφορούσε όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις ελληνικές και ξένες.
 
 
Η κυβέρνηση λέει ότι εφέτος δεν ήταν αυξημένες οι τιμές σε σχέση με πέρυσι τις γιορτές. Ισχύει;
 
Δεν αυξήθηκαν πολύ, πράγματι, εφέτος οι τιμές. Αλλά όταν υπάρχει η τεράστια αύξηση των τιμών τα τελευταία χρόνια, η ακρίβεια εξακολουθεί να λειτουργεί. Οι πολυεθνικές εταιρείες πωλούν στην Ελλάδα 20%-200% ακριβότερα από ό,τι στην Ευρώπη! Ο μηχανισμός είναι απλός. Οι πολυεθνικές δημιούργησαν εδώ θυγατρικές εταιρείες στις οποίες πωλούν τα προϊόντα τους υπερτιμημένα, και κατ’ επέκταση πολύ ακριβότερα από ό,τι τα πωλούν στην ευρωπαϊκή αγορά. Έτσι, έχουμε τεράστια εξαγωγή κεφαλαίων και επειδή παρουσιάζουν μικρά κέρδη έχουμε και μεγάλη φοροδιαφυγή. Στη Γερμανία έχουν προϊόντα που πωλούνται 40%-50% φθηνότερα από εδώ, παρ’ ότι ο μέσος μισθός εκεί είναι 2,5 φορές υψηλότερος. Η κυβέρνηση ενώ λέει ότι έχει πατάξει την αισχροκέρδεια αφήνει τον κύριο παράγοντα απ’ έξω που είναι οι πολυεθνικές. Δεν τις ακουμπά κανένας, διαχρονικά όλες οι κυβερνήσεις τις άφησαν ανεξέλεγκτες.
 
 
Αυτό δεν αφήνει ένα περιθώριο να μπουν σφήνα ανταγωνιστές και με μικρότερες τιμές να κερδίσουν κομμάτι αγοράς;
 
Δυστυχώς, οι πολλές ελληνικές εταιρείες παραγωγής έχουν εξαγοραστεί από τις πολυεθνικές και δεν υπάρχουν ελληνικές βιομηχανίες που θα τις ανταγωνιστούν. Το 70%-75% των προϊόντων στο ράφι των σουπερμάρκετ (τρόφιμα, καλλυντικά, απορρυπαντικά κτλ) είναι των πολυεθνικών που έχουν επιβάλει το προϊόν τους. Δημιουργείται έτσι καρτέλ χωρίς ανταγωνισμό. Καμιά κυβέρνηση δεν έχει παρέμβει σ’ αυτή την πραγματικότητα, δεν υπήρξαν έλεγχοι. Στο μεταξύ, οι αλυσίδες των σουπερμάρκετ βάζουν ταρίφα για να βάλεις ένα προϊόν στο ράφι τους, πληρώνει δηλαδή ο παραγωγός. Μια ελληνική εταιρεία αδυνατεί να πληρώσει. Οι μόνες που μπορούν είναι οι πολυεθνικές είτε γιατί έχουν τεράστια κερδοφορία και μπορούν να πληρώσουν, είτε γιατί έχουν επιβάλει ήδη το προϊόν τους.
 
 
Τι μέτρα, λοιπόν, μπορούν να παρθούν;
 
Να πω εισαγωγικά ότι η ελληνική οικογένεια δεν ζει όπως την παρουσιάζει η κυβέρνηση. Μεγάλο μέρος αδυνατεί να αγοράσει ακόμη και τα προς το ζην. Σε μια πρόσφατη έρευνα το 68% δήλωσε ότι αδυνατεί να αγοράσει ακόμα και τα βασικά προϊόντα διατροφής. Υπάρχει φτώχεια που είναι κρυφή. Δεν εμφανίζεται. Έχει περάσει η λογική ότι ο φτωχός ήταν και είναι συνώνυμο της αποτυχίας, ενώ στη δεκαετία του 1960 δεν ήταν έτσι. Ας θυμηθούμε τα τραγούδια για τη φτωχολογιά. Αυτή είναι η πραγματική εικόνα. Τώρα για τα μέτρα, πρέπει να ανακουφιστεί άμεσα το ελληνικό νοικοκυριό. Άρα επιβάλλεται μείωση του ΦΠΑ στα προϊόντα ευρείας κατανάλωσης όπως αλεύρι, βούτυρο, γάλα, ζάχαρη, λάδι κτλ που δεσπόζουν στο καλάθι του νοικοκυριού. Να μηδενιστεί ο ΦΠΑ στα είδη πρώτης ανάγκης και να μειωθεί σε άλλα. Αυτό μπορεί να ανακουφίσει άμεσα τα νοικοκυριά.
 
 
Γνωρίζεις ασφαλώς τι απαντά η κυβέρνηση: η μείωση δεν θα περάσει στις τιμές. Θα αυξήσει, μάλιστα, τα κέρδη των πολυεθνικών.
 
Τα μέτρα αυτά έχουν εφαρμοστεί με επιτυχία στην Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία Κύπρο κλπ. Εδώ, όμως, έχουν αδυνατίσει πάρα πολύ οι ελεγκτικοί μηχανισμοί σε σχέση με το παρελθόν (η κυβέρνηση έχει διαλύσει τις αρμόδιες υπηρεσίες), οι οποίοι μπορεί, αν είναι ισχυροί, να κάνουν αποτελεσματική αυτή την πολιτική. Χρειάζεται, λοιπόν, να ενισχυθούν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί, οι δημόσιες υπηρεσίες που θα ελέγχουν και την ποιότητα και τις τιμές. Οι έλεγχοι, μάλιστα, πρέπει να γίνουν στη βιομηχανία, το χονδρεμπόριο, τις πολυεθνικές, στην πηγή, δηλαδή, όχι μόνο στον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας, τα σούπερ μάρκετ. Εκεί δεν θα καταφέρεις πολλά πράγματα.
 
 
Η ακρίβεια σήμερα είναι μάστιγα για την πλειοψηφία της κοινωνίας. Το αποτυπώνουν τα γκάλοπ, το εισπράττει πολιτικά η κυβέρνηση. Γιατί αδρανεί και ολιγωρεί;
 
Υπάρχουν δύο λόγοι. Πρώτον, δεν θέλει να ελέγξει τις μεγάλες εταιρείες και δεύτερον γιατί έχει μεγάλα φορολογικά έσοδα από την άνοδο των τιμών. Με τη μορφή των επιδομάτων δίνει μερικά ψίχουλα από το πλούσιο τραπέζι. Στοχευμένα σε πολύ φτωχά κοινωνικά στρώματα. Εκτιμά ότι αυτή η πολιτική είναι πιο αποδοτική και πολιτικά.
 
 
Πώς, λοιπόν, μπορούμε να σπάσουμε αυτό τον φαύλο κύκλο σε πιο μόνιμη βάση; Να μιλήσουμε ξανά για τη σημασία της κοινωνικής οικονομίας;
 
Όσο κυριαρχεί η οικονομία της αγοράς, η οποία είναι ανεξέλεγκτη, και προσπαθούν να περάσουν τη νεοφιλελεύθερη λογική ότι μόνο η αγορά εξισορροπεί τις τάσεις ανταγωνισμού και κερδοσκοπίας, θα οδηγούμαστε στα καρτέλ που θα επιβάλλουν τις τιμές τους σε συμφωνία μεταξύ τους. Αν δεν υπάρξει μια αντίρροπη δύναμη, η οποία θα μπορέσει να λειτουργήσει εξισορροπητικά σ’ αυτή τη διαδικασία, τότε τα καρτέλ και η περίφημη οικονομία της αγοράς θα επιβάλλουν το ράλι της κερδοσκοπίας και τις ανεξέλεγκτες τιμές. Χρειάζεται, επομένως, η λειτουργία μιας άλλης οικονομίας που θα στηρίζεται στις ενώσεις των καταναλωτών. Οι καταναλωτές πρέπει, επιτέλους, να δημιουργήσουν ένα ισχυρό δίκτυο που θα μπορεί και να λειτουργεί κοινωνικά, παρεμβαίνοντας στην αγορά με διαμαρτυρίες, σαμποτάζ σε προϊόντα κτλ. Πρέπει να επανευφεύρουμε τους συνεταιρισμούς δημιουργώντας καταστήματα σουπερμάρκετ των καταναλωτικών συνεταιρισμών, που θα μπορούν οι καταναλωτές να αγοράζουν τα προϊόντα των παραγωγικών συνεταιρισμών. Ένα πρότυπο κατάστημα αυτή τη στιγμή είναι το Βίος Coop στη Θεσσαλονίκη. Οργανώθηκε από κατοίκους της περιοχής σαν καταναλωτικός συνεταιρισμός και έφτιαξε ένα κατάστημα στο οποίο πρώτον μπορεί να ελέγχει την ποιότητα των προϊόντων τους και δεύτερον μπορούν να αγοράζουν σε πολύ καλές τιμές αυτά τα προϊόντα. Η ανάπτυξη ενός καταναλωτικού συνεταιριστικού κινήματος λειτουργεί και για τη διεκδίκηση και για τη δημιουργία σημείων πώλησης, όπως συμβαίνει στην Ευρώπη όπου διαθέτουν μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων που ανταγωνίζονται ως και τις πολυεθνικές. Ταυτόχρονα, ενισχύουν τις εθνικές και τοπικές παραγωγές. Παράλληλα οι συνεταιρισμοί καταστηματαρχών πρέπει να δημιουργήσουν και τις κατάλληλες υποδομές όπως αποθήκες, δίκτυα διανομής κ.ά., συγκεντρώνοντας έτσι τα κατάλληλα μεγέθη, απέναντι στον ανταγωνισμό. Μόνο έτσι ενώσεις και συνεταιρισμοί θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις να παρεμβαίνουν εξισορροπητικά στην αγορά.
 
 
Πού θα προμηθεύονται τα προϊόντα; Υπάρχει και το ζήτημα της παραγωγής.
 
Ναι, χρειάζονται και συνεταιρισμοί παραγωγών. Στο παρελθόν υπήρχαν, αλλά πάρα πολλοί έχουν διαλυθεί διότι ήταν δέσμιοι τοπικών εξουσιών και κυβερνήσεων που τους επέβαλλαν να λειτουργούν πελατειακά. Πρέπει, λοιπόν, όπως προανέφερα να επανεφεύρουμε τους συνεταιρισμούς. Οι οποίοι, επειδή υπάρχει πλέον γνώση και εμπειρία, θα αναδείξουν τα τοπικά προϊόντα, θα δημιουργήσουν τη δυνατότητα να έχουν τελικό προϊόν όχι μόνο φθηνό, αλλά και ποιοτικό σε αξιοπρεπή συσκευασία κλπ. Μόνο έτσι θα μπορούν να ανταγωνιστούν τα επώνυμα προϊόντα των πολυεθνικών. Σαν κατάληξη, αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένα ισχυρό καταναλωτικό κίνημα, καθώς και ενεργοποίηση των συνδικάτων των εργαζομένων απέναντι στην ακρίβεια και την ασυδοσία της αγοράς, με παράλληλη δημιουργία συνεταιριστικών επιχειρήσεων, καθώς και μορφών κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας.
 
 
Ο Λεωνίδας Καρίγιαννης είναι διευθύνοντας σύμβουλος ομίλου μικρομεσαίων συνεταιριστικών σουπερμάρκετ.
 
Παύλος Κλαυδιανός