Συνεντεύξεις

Λεονάρδο Παδούρα: Όσο γράφω, θα ζω στην Κούβα

Τη συνέντευξη πήρε ο Αντώνης Φράγκος

Βρεθήκαμε με τον γνωστό κουβανό συγγραφέα Λεονάρδο Παδούρα  κατά την διάρκεια του πρόσφατου Ιβηρο-αμερικανικού Φεστιβάλ  ΛΕΑ. Είχε μόλις κυκλοφορήσει το 10ο μυθιστόρημά του- το  8ο  με τον αστυνομικό Μάριο Κόντε που είναι , πλέον, συνταξιούχος και συμπληρώνει το εισόδημά του από την πώληση παλαιών βιβλίων. Η «Διαφάνεια του χρόνου» (εκδ. Καστανιώτης)- σε μετάφραση όπως πάντα του Κώστα Αθανασίου- μπορεί να θεωρηθεί ως το πιο διεισδυτικό έργο του για την διαρκώς μεταβαλλόμενη κοινωνία της Κούβας. Ο άνθρωπος που έγραψε τον «Άνθρωπο που αγαπούσε τα σκυλιά»  ( Εκδ. Καστανιώτης), το σημαντικότερο λογοτέχνημά του- για την ουτοπία του σοσιαλισμού και την εντελώς αποτυχημένη εφαρμογή της στην Ευρώπη του 20ου Αιώνα- με τη «Διαφάνεια του χρόνου» εισχωρεί  κάθετα και οριζόντια στη σημερινή κοινωνική δομή της πατρίδας του περιγράφοντας την με αφορμή τις έρευνες του Κόντε για το κλεμμένο αγαλματίδιο της Μαύρης Παρθένου.

Σαν  ξεναγός άλλου τύπου ο Παδούρα ανοίγει περάσματα προς την τωρινή κοινωνία της Αβάνας μακριά από τουριστικά θέρετρα και γκλαμουράτα ξενοδοχεία, κλαμπ κτλ. Στις παραγκοσυνοικίες, της εσωτερικής μετανάστευσης, που ξεφυτρώνουν γοργά γύρω από την πρωτεύουσα και δεν διαφέρουν σε τίποτα από άλλες της Λατινικής Αμερικής αλλά και στα πολυτελή παλάτια ανθρώπων που ζουν απ’ το εμπόριο διαφόρων ειδών, εν προκειμένω, έργων τέχνης. Η ταξική διαστρωμάτωση δυναμώνει με μικρές ομάδες να ανεβαίνουν οικονομικά αλλά και εκατοντάδες χιλιάδες που διαβιούν κάτω από τα όρια της αξιοπρέπειας, όπως- όπως, παράλληλα με ένα μεγάλο στρώμα που ναι μεν δεν πεινάει αλλά κάθε μέρα που περνά του δυσκολεύει τη ζωή.

Ο συγγραφέας- που σπούδασε φιλολογία και  δούλεψε ως δημοσιογράφος ερευνητής- ανήκει στην πρώτη γενιά που ανδρώθηκε μετά την Κουβανική Επανάσταση, η οποία αφού σήκωσε όλα τα βάρη της κοινωνικής διαδικασίας, «ξέρει» όπως μας λέει, «ότι θα γεράσει ζώντας σε χειρότερες συνθήκες από αυτές που είχε ζήσει μέχρι τώρα».

-Αυτήν τη φορά διαβάζοντας το βιβλίο έχεις την εντύπωση πως η  περιπέτεια του Μάριο Κόντε περνάει σε δεύτερη μοίρα καθώς ο φακός εστιάζεται στο περιρρέον κοινωνικό τοπίο.

-Πιστεύω πως όλα τα μυθιστορήματα του Κόντε έχουν ένα πολύ προφανή κοινωνικό χαρακτήρα. Υπάρχουν, βέβαια, κάποια μυθιστορήματα όπως το «Αντιός, Χέμινγουεϊ» που στρέφονται πιο πολύ στο καλλιτεχνικό και υπαρξιακό. Γενικά όμως, το βλέμμα στα βιβλία του Κόντε στρέφεται στο κοινωνικό επίπεδο. Σε αυτό το βλέμμα υπάρχει πάντα ένας σκοπός. Στο μυθιστόρημα σκοπός μου ήταν να δείξω τις αλλαγές που συμβαίνουν στην κουβανέζικη κοινωνία και οικονομία, οι οποίες κάνουν πιο προφανείς τις αντιφάσεις που υπάρχουν σε αυτήν.

-Η πλοκή εξελίσσεται σε μια Αβάνα όπου οι ταξικές διαστρωματώσεις είναι ολοένα και πιο έντονες, γεννήματα μάλλον των  τριών τελευταίων δεκαετιών ύστερα από το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης και της υποστήριξής της προς την Κούβα 

-Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης η κουβανέζικη κοινωνία άρχισε να υφίσταται μια διαδικασία αλλαγής. Το πρώτο που έγινε προφανές είναι ότι ζούσαμε σε μια βαθιά οικονομική κρίση. Και από εκεί και ύστερα αυτή η τόσο συμπαγής κοινωνία της δεκαετίας του ‘80 άρχισε να λυγίζει. Ο κόσμος άρχισε τότε να ψάχνει ατομικές λύσεις επιβίωσης. Και πάντοτε  αυτοί που έχουν τις καλύτερες διασυνδέσεις, περισσότερες ικανότητες, βρίσκουν έναν πιο εύκολο δρόμο. Αλλά αυτός ο δρόμος είναι στην πραγματικότητα πολύ στενός και η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν μπορεί να περάσει. Για αυτό υπάρχουν κάποιες νησίδες πλούτου και μεγάλες ομάδες φτώχειας».

-Πως δημιουργήθηκαν οι «Παλαιστίνιοι» της Ανατολικής Ακτής;

– Είναι άνθρωποι που δραπετεύουν από μια οικονομική κατάσταση πολύ επισφαλή και προσπαθούν να βρουν στα γρήγορα μια λύση στην κεντρική πόλη της χώρας. Ένα φαινόμενο  πολύ διαδεδομένο στην Λατινική Αμερική-όχι αποκλειστικά κουβανέζικο. Και το θλιβερό είναι ότι η πλειοψηφία δεν λύνει έτσι τα προβλήματά της καθώς δεν καταφέρνει να βγει από αυτή την μιζέρια.

-Η γενιά του Κόντε μοιάζει να βρίσκεται μετέωρη. Είναι αυτή που πίστεψε στο όραμα  της δίκαιης κοινωνίας και βρίσκεται μπροστά σε μια σκληρή κοινωνική αλλαγή με τη δημιουργία πολύ πλούσιων και πολύ φτωχών, ανάμεσα στους οποίους υπάρχει ένα πλατύ στρώμα που τα μισοκαταφέρνει μέρα με την ημέρα. 

-Είναι μια γενιά στην οποία ζητήθηκε να κάνει θυσίες και έκανε θυσίες. Μια γενιά που της επετράπη να έχει όνειρα για το μέλλον. Δεν ήταν ένα μέλλον πλούτου, ένα μέλλον αφθονίας, αλλά ήταν ένα μέλλον, από ανθρώπινη σκοπιά, ικανοποιητικό. Ξαφνικά αυτή η πιθανότητα για ένα τέτοιο μέλλον εξαφανίσθηκε και του ζήτησαν και άλλες θυσίες. Οι θυσίες αυτές έγιναν αλλά ταυτόχρονα άρχισε να δημιουργείται ένα συναίσθημα απογοήτευσης, απομάγευσης. Γιατί είναι μια γενιά που έχει πολύ μεγάλη κοινωνική ευθύνη αλλά πολύ μικρή ανταμοιβή για τις θυσίες που έχει κάνει. Και, πλέον, ξέρει ότι θα γεράσει ζώντας σε χειρότερες συνθήκες από αυτές που είχε ζήσει μέχρι τώρα. Γιατί ξέρουν ότι σε αυτή την ανταγωνιστική  κοινωνία που δημιουργείται δεν θα βρουν τον χώρο τους και θα έχουν έναν δευτερεύοντα ρόλο.

-Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τον Κόντε είναι το σκόρπισμα των αδελφικών του φίλων;

-Νομίζω πως ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να πέσει μέσα στην τρύπα. Είναι κάτι που το έχω διαπιστώσει με πολλούς φίλους από τη γενιά μας που αναγκάζονται να ζουν σε συνθήκες εξαιρετικά περίπλοκες. Και έχουν κάθε φορά όλο και λιγότερες δυνάμεις να αγωνιστούνε για μια ικανοποιητική ζωή.

-Γιατί επιλέξατε ένα θρησκευτικό σύμβολο- μια Μαύρη Παναγία για να ενώσετε χρονικά μεταξύ τους τρεις διαφορετικές εποχές;

-Γιατί  νομίζω πως ο άνθρωπος έχει την ανάγκη να πιστεύει σε κάτι. Μπορεί να είναι ένα σύμβολο θρησκευτικό, ένα σύμβολο πατριωτικό- μια ιδεολογία . Μέσα από αυτό το σύμβολο ο άνθρωπος προβάλει  ανάγκες και επιθυμίες. Και η θρησκεία είχε πάντα αυτόν τον πολύ σημαντικό ρόλο στην κοινωνική ζωή των ανθρώπων.

Μιλώντας για ετερόδοξους στα βιβλία σας θεωρείτε πως και οι Ναΐτες Ιππότες που αναφέρετε στην  «Διαφάνεια του χρόνου» εμπίπτουν σε αυτήν τη κατηγορία;

-Πιστεύω ότι οι Ναΐτες ήταν ορθόδοξοι. Η πραγματικότητα για τους Ναΐτες έχει μυθοποιηθεί πολύ. Και τα πραγματικά ή πλαστά μυστήρια γύρω από την ζωή τους, κρύβουν την αλήθεια που υπάρχει για αυτούς. Μιλάμε περισσότερο για τις περιπέτειες των Ιπποτών παρά για την πραγματικότητά τους. Και μιλάμε επίσης, για τον οικονομικό ρόλο που είχαν οι Ναΐτες εκείνη την εποχή. Ήδη από την εποχή τους, την ιστορία τους την χειραγώγησαν και παραμένει σκοτεινή αλλά δεν νομίζω πως μπορούμε να τους κατατάξουμε στους ετερόδοξους.

-Δηλώνετε πως χρειάζεστε την Κούβα όσο καιρό θα γράφετε. Όσο για την Κούβα, πώς θα πρέπει να αντιδρούμε εμείς οι «απ’ έξω» που πιστέψαμε στην Κουβανική Επανάσταση, στον Κάστρο και τον Τσε;

-Είμαι ένας κουβανός συγγραφέας που ζει στην Κούβα και γράφει για την Κούβα. Οι κουβανέζικη κοινωνία, η ζωή στην Κούβα είναι η πρώτη μου ύλη, το υλικό που έχω για να γράφω. Το να βρεθώ μακριά από την Κούβα θα ήταν σίγουρα ένα τραύμα για εμένα ως συγγραφέα. Διότι η κουβανική κοινωνία φαινομενικά δεν αλλάζει αλλά στην πραγματικότητα αλλάζει διαρκώς. Και για εμένα ως συγγραφέα είναι πολύ σημαντικό να βρίσκομαι κοντά σε αυτή την εξέλιξη. Να είμαι υπό αυτή την έννοια ένας χρονικογράφος αυτής της υπόθεσης, κρατώντας τις αποστάσεις. Την κουβανέζικη πραγματικότητα πιστεύω πως πρέπει να την κοιτάει κανείς τόσο στην ιστορική της προοπτική όσο και στο παρόν της γιατί πολλές φορές μπερδεύουμε τη νοσταλγία  με αυτό που είναι σήμερα η Κούβα.

Η Κούβα είναι σίγουρα προϊόν της επανάστασης, αλλά σήμερα η κατάσταση είναι διαφορετική. Το 1961 έμαθε γραφή και ανάγνωση όλη η χώρα- μια μεγάλη επαναστατική επιτυχία. Το 2010 δεν επιτρεπόταν σε έναν κουβανό να αγοράσει ένα κομπιούτερ. Και σήμερα το να έχεις κανείς πρόσβαση στο ιντερνέτ είναι πολύ πιο ακριβό  από σχεδόν οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου. Από εκείνη την Κούβα που έμαθε γραφή και ανάγνωση σε όλους του κουβανούς μέχρι αυτή που δυσκολεύει την πρόσβαση στο ιντερνέτ υπάρχει μεγάλη απόσταση.

Πηγή: Το Περιοδικό