Εάν την 31η του περασμένου Δεκεμβρίου είχε κάποιος ρωτήσει πολλούς, μα πολλούς ανθρώπους σε διάφορα μέρη του πλανήτη πώς φαντάζονταν το άμεσο μέλλον, είμαι πεπεισμένος πως κανένας δεν θα είχε περιγράψει ένα πανόραμα τόσο οδυνηρό και επικίνδυνο όπως αυτό που ζει η ανθρωπότητα τώρα, αυτό το 2020.
«Τελικά ήμασταν καλύτερα όταν νομίζαμε πως ήμασταν χειρότερα», μου είπε πρόσφατα κάποιος. Γιατί εκείνες τις τελευταίες μέρες του 2019 ζούσαμε ήδη σε έναν κόσμο δυστοπικό, που σύμφωνα με τον ορισμό των λεξικών σημαίνει «μια κοινωνία με χαρακτηριστικά αρνητικά που προκαλούν ανθρώπινη αποξένωση» (χωρίς ουτοπία, θα έλεγαν οι Έλληνες). Ο κόσμος μας ήταν, σχεδόν, ένας κόσμος που τον απειλούσε η οικολογική κατάρρευση που προκαλεί η υπερθέρμανση του πλανήτη, ένας κόσμος με ενδείξεις ότι εισέρχεται σε μια καινούργια οικονομική κρίση, με ανησυχητική αύξηση κάθε φονταμενταλισμού που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, της ξενοφοβίας, του ανεξέλεγκτου φόβου για την τρομοκρατία, της συγκέντρωσης εξουσίας. Ένα παγκόσμιο σύστημα κακά οργανωμένο όπου κάποιοι λίγοι ιδιοποιούνταν πολλά πλούτη και το οποίο, επιπλέον, είχε μπει σε έναν δρόμο για να παραδώσει τα ηνία της αληθινής εξουσίας, κάθε εξουσίας, σε μορφές τεχνητής νοημοσύνης που με την αποτελεσματική χρήση κάποιων αλγορίθμων θα καθοδηγούσαν τις επιθυμίες και τις ανάγκες μας.
Παλιοί φόβοι μετατίθενται για το μέλλον
Υποτίθεται πως έπρεπε να ζούμε σε μια φάση όπου, παρά όλους αυτούς τους φόβους και τις λανθάνουσες απειλές, οι άνθρωποι θα τρομοκρατούνταν από τη σχεδόν σίγουρη, τότε, επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, από τις φιλοδοξίες για διαιώνιση στην εξουσία ενός Βλαντίμιρ Πούτιν, από τον πολιτικό και οικονομικό θρίαμβο του κινεζικού συστήματος, από τα τεχνάσματα των κυβερνήσεων και των κρατών για να περιορίζουν ελευθερίες των πολιτών, όπως η έκφραση αλλά ακόμα και η σκέψη, με βάση διατάγματα και νόμους. Θα είχαμε ένα τοπικό και διεθνές πανόραμα όπου θα εντείνονταν οι κοινωνικές διαμαρτυρίες, όπως εκείνες στη Χιλή, οι μαζικές αντιδράσεις ενάντια στην έμφυλη βία, τα καλέσματα να σταματήσει κάποτε ο πόλεμος στη Συρία, οι αντιδράσεις ενάντια σε κάθε εκδήλωση ολοκληρωτισμού ή στην εφαρμογή εκδικητικών μέτρων ενάντια στους διαφορετικούς, στους διαφωνούντες, στους ανυπότακτους.
Και σε αυτόν τον ίδιο κόσμο συνεχίζουμε να ζούμε, μόνο που όλοι αυτοί οι παλιοί φόβοι έχουν μετατεθεί για το μέλλον (κάποιοι μάλιστα μπορεί ακόμα και να έχουν ενταφιαστεί) μπροστά στην παρουσία μιας πανδημίας παγκόσμιας, όπως αντιστοιχεί στους καιρούς της παγκοσμιοποίησης, ενός κοινού εχθρού που έχει επιφέρει το μακάβριο σταμάτημα της κοινωνικής μηχανής ενώ ταυτόχρονα υποχρεώνει τους πολίτες να παραδώσουν χωρίς μια κραυγή διαμαρτυρίας τις πιο περιπόθητες ελευθερίες τους, και μάλιστα ακόμα και να κραυγάζουν ώστε αυτές οι ιερές ελευθερίες να περιοριστούν για το καλό όλων, για τη σωτηρία της ανθρωπότητας. Το μεγάλο παράδοξο ενός παρόντος χωρίς ημερομηνία λήξης το οποίο η πλειονότητα των πολιτών δεν θα το είχαμε ποτέ φανταστεί.
Μια τέλεια κοινωνία με αντάλλαγμα…
Ο σημερινός κόσμος, δυστυχώς, μοιάζει πολύ με τον Θαυμαστό καινούργιο κόσμο, του Άλντους Χάξλεϊ, το ζοφερό μυθιστόρημα του 1932 που περιέγραφε μια τέλεια κοινωνία με αντάλλαγμα την εκχώρηση της ατομικότητας και της ελεύθερης βούλησής μας για χάρη αυτής της ευτυχίας να ζούμε στην καλύτερη κοινωνία. Το τέλειο σύστημα Ελέγχου.
Για το καλό μας –ναι, όλοι αναγνωρίζουμε πως είναι για το καλό μας– οι κυβερνήσεις μάς ζητούν σήμερα να αυτοπεριοριστούμε και, σε πολλά μέρη όπου τόσο μεγάλη αξία δίνεται στις ελευθερίες, το αίτημα αυτό καταλήγει σε κάποιο αστυνομικό ή στρατιωτικό διάταγμα, με καταστάσεις εξαίρεσης και απαγορεύσεις κυκλοφορίας να συμπεριλαμβάνονται, και ασφαλώς με μια υποχρεωτική και επιπλέον βουβή υπακοή. Μας απαγορεύεται να κινούμαστε και να ταξιδεύουμε, αν θέλουμε να σώσουμε την υγεία μας και την υγεία των συγγενών, των φίλων, των γειτόνων, των γνωστών μας, ακόμα και των αγνώστων μας σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, και εμείς θεωρούμε πως αυτό το μέτρο είναι σοφό και απαραίτητο, διότι, ακόμη περισσότερο, όλοι πιστεύουμε πως είναι σοφό, απαραίτητο και επιπλέον κοινωνικά υπεύθυνο. Κραυγάζουμε να κλείσουν τα σύνορα (να υψωθούν τείχη) για να σωθούμε από τη βάρβαρη εισβολή ενός ιού κι έτσι να εξασφαλίσουμε την τελειότητα του θαυμαστού καινούργιου κόσμου.
Η επικίνδυνη εξάρτηση γίνεται σωτηρία
Μας συμβουλεύουν να έχουμε κοινωνικές σχέσεις μόνο μέσω μορφών τεχνητής νοημοσύνης (υπολογιστές, τηλέφωνα) και, αυτό που σε κάποιους φαινόταν μια επικίνδυνη εξάρτηση, να είναι δηλαδή φυλακισμένοι του Google, του facebook, του Instagram και των σκοτεινών τους εγκεφάλων στους οποίους με κάθε αναζήτηση χαρίζουμε κάτι από τη συνείδησή μας, σήμερα μας φαίνεται ως η σωτηρία ενάντια σε κάθε μορφή πλήξης και μοναξιάς, ακόμα και ως μέσο επιβίωσης, ένας απαραίτητος μηχανισμός εν μέσω της (αυτο)απομόνωσης που θα μας σώσει από το να μολυνθούμε ή να μεταδώσουμε τον ιό.
Ξαφνικά σχεδόν κανένας δεν μιλάει γι’ αυτά που έχουμε χάσει, γι’ αυτά που έχουμε εκχωρήσει. Μιλάμε μόνο γι’ αυτά που μπορούμε να χάσουμε. Ξαφνικά, από καθαρό τρόμο, παραδίδουμε στις ορατές και αόρατες εξουσίες τα κλειδιά των σπιτιών μας και των ελευθεριών μας και αναστενάζουμε κάπως πιο ανακουφισμένοι κάτω από τις μάσκες επειδή μας έχουν κλείσει μέσα, στην κυριολεξία μας έχουν φιμώσει, πάντα για το καλό μας και για το καλό της κοινωνίας. Όπως είναι γνωστό, όπως είναι προφανές, ο φόβος παραλύει τη δράση και, αν και είναι αλήθεια πως υπομένουμε αυτή την παράλυση για να σωθούμε, εξίσου αλήθεια είναι πως, όπως πάντα, κάποιος θα κερδίσει κάτι από τις απώλειες των υπολοίπων.
Οι οικονομικές επιπτώσεις αυτής της πραγματικής δυστοπίας είναι ήδη ανυπολόγιστες, όπως άγνωστη είναι και η διάρκεια της πανδημίας και τα σημάδια που θα αφήσει στις κοινωνίες και σ’ εμάς, τα άτομα. Βλέπουμε –και θα δούμε κι άλλες, πολλές ακόμα– θέσεις εργασίας να χάνονται, αποδεικνύοντας με τον πιο τέλειο τρόπο την πραγματικότητα ότι γίνονται κάθε μέρα και περισσότεροι οι κάτοικοι του πλανήτη που είναι από πλευράς εργασίας αναλώσιμοι, παρωχημένοι.
Για ποια δημοκρατία;
Και λένε κάποιοι πως η πανδημία είναι με έναν παράξενο τρόπο δημοκρατική: ότι δεν κάνει διακρίσεις ανάλογα με τη φυλή, την κοινωνική θέση, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Αυτό όμως είναι ψέμα. Τι θα συμβεί αν η εισβολή του ιού ενταθεί στην Αφρική, στην Ινδία, ανάμεσα στους φτωχούς Αϊτινούς; Θα έχουν άραγε έστω τις αξιοθρήνητες πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές, υγειονομικές απαντήσεις που έχουν δώσει, κάποιες φορές με καθυστέρηση, οι κυβερνήσεις σε κάποιες πλούσιες χώρες;
Ούτε είναι δημοκρατική για εκείνους που λόγω επαγγέλματος εργάζονται και ζουν ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν μολυνθεί ή που κινδυνεύουν να μολυνθούν από τον ιό, για εκείνους τους ανθρώπους τούς προικισμένους με μια ικανότητα προσφοράς, με ένα πνεύμα αυτοθυσίας και αδελφοσύνης που μας υποχρεώνει να σκεφτούμε τα αποθέματα καλοσύνης που ακόμα και σε καιρούς τρομακτικούς μπορεί να έχει μέσα του ο άνθρωπος.
Αλλά και το αποτέλεσμα δεν θα είναι πολύ δημοκρατικό αν, ως βέλτιστη λύση, καταλήξουν όλοι να εφαρμόζουν τις κινεζικές μεθόδους επιτήρησης και ελέγχου των ατόμων, συνοδευόμενες από τη λεηλασία της ιδιωτικής σφαίρας, οι οποίες όμως κατά τα φαινόμενα είναι αποτελεσματικές για τη συγκράτηση της εξάπλωσης των ασθενειών του σώματος.
Κάθε μέρα και λιγότερο ελεύθεροι;
Εν πάση περιπτώσει, όμως, η αλήθεια είναι πως το σημερινό κοινωνικό πανόραμα τελικά είναι συντριπτικό.Τους επόμενους δύο, τρεις μήνες θα μπορούσε να γίνει ένα σκηνικό αποκάλυψης. «Τελικά ήμασταν καλύτερα όταν νομίζαμε πως ήμασταν χειρότερα». Το μέλλον που διαγράφεται στον ορίζοντα ούτε καν μιμείται εκείνο του βιβλίου του Χάξλεϊ. Γι’ αυτό γίνονται όλο και περισσότεροι οι άνθρωποι που προσεύχονται σε κάποιον θεό ή στους επιστήμονες για να σταματήσουν αυτή τη χιονοστιβάδα. Το σίγουρο είναι πως σήμερα δεν ζούμε όπως τον Δεκέμβριο του 2019 και όλα δείχνουν πως ούτε θα ξαναζήσουμε ποτέ έτσι. Είμαστε και θα είμαστε λιγότερο ελεύθεροι, θα έχουμε λιγότερες ευκαιρίες να ασκήσουμε την ελεύθερη βούλησή μας, θα κουβαλάμε περισσότερους φόβους και θα αποφεύγουμε, ίσως για πάντα, να μας δίνουν οι διπλανοί μας φιλιά, να μας κάνουν αγκαλιές.
Leonardo Padura
Μετάφραση: Κώστας Αθανασίου
Πηγή: Η Εποχή