Macro

Ότι πολύ αγάπησε το νερό

Περίεργα δουλεύει το μυαλό την ώρα του μεγάλου πένθους. Ίσως γιατί ποτέ δεν το πιστεύεις το μαύρο πουλί που κελαηδάει στο πίσω μέρος του κεφαλιού και σου θυμίζει ότι όλα είναι θνητά κι ότι για όλους και για όλα έρχεται η στιγμή που αλαργεύουν. Έτσι όπως αλάργεψε τη Δευτέρα 30 Μαρτίου του 2020 ο Μανώλης Γλέζος στα 98 του χρόνια. Ο Μανώλης ολόκληρου του κόσμου, γιατί υπήρξε από κείνους τους ελάχιστους που είναι τόσο ευρύχωρης αλήθειας άνθρωποι ώστε χωρούν ολόκληρο τον κόσμο. Κι όχι μονάχα τον κόσμο στον οποίο έζησαν, αλλά και τον κόσμο τον περασμένο και τον κόσμο τον μελλούμενο. Κι έτσι όταν έρχεται η στιγμή που μας αποχαιρετούν είναι σαν να μετακινείται ο άξονας αυτού του κόσμου, σαν να διασαλεύεται η τάξη. Και τότε το μυαλό δουλεύει περίεργα.

Ακούς ότι σταμάτησε η καρδιά του Μανώλη και είναι 30 Μάρτη και το μυαλό πηδάει στην 30ή Μάρτη 1952 που πήραν για σκότωμα τον Νίκο Μπελογιάννη. Ήταν Κυριακή χαράματα και ο Μανώλης Γλέζος μόλις 30 χρόνων. Τι να έκανε το μαύρο πρωινό εκείνης της Κυριακής; Πώς έφτασε ώς τ’ αυτιά του το μαντάτο; Κελάηδησε άραγε το μαύρο πουλί μεσ’ στο κεφάλι του, το μαύρο φως από τους «Ελεύθερους πολιορκημένους» που λέει «Όποιος πεθαίνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει»; Προσπαθώ να φανταστώ τον Μανώλη Γλέζο εκείνης της ημερομηνίας και δεν το καταφέρνω. Μόνο τον άνεμο ακούω που παρασέρνει τα πάντα μέχρι την ίδια ημερομηνία, 68 χρόνια αργότερα. Περίεργα δουλεύει το μυαλό.

Σκέφτομαι ότι θα τη βουλιάξουνε τη βάρκα του περατάρη ο Μανώλης και οι άλλοι που έχουν αμύθητα πλούτη να του δώσουνε κι όχι τον γλίσχρο οβολό μιας σκυμμένης ζωής. Όλοι αυτοί που σε «κάθε βήμα κέρδιζαν μια οργιά ουρανό για να τον δώσουν». Και που κάθε φορά φεύγουν όλοι μαζί κι όλο φεύγουν κι όλο είναι εδώ γιατί ο ουρανός ποτέ δεν τελειώνει κι αυτοί όλο έχουν να δώσουν κάτι ακόμα. Εκείνο το «κάτι ακόμα» που φτιάχνει το μεγάλο ποίημα του κόσμου κι όλα τα ποιήματα των ανθρώπων. Αλαργεύουν όλοι τους έτσι όπως το λέει πάλι ο Σολωμός «Εις τον θάνατον του Λόρδου Μπάυρον», στη δεύτερη στροφή: «Και κατόπι, ας ακλουθούνε / όσοι πράξανε λαμπρά / αποπάνου του ας χτυπούνε / μόνο στήθια ηρωικά».

Α, ναι. Θα τη βουλιάξουνε τη βάρκα του περατάρη όλοι αυτοί. Ποια βάρκα; Τα νερά θα βουλιάξουνε για να γίνουν υδροφόρος ορίζοντας, για να ‘χουν του κόσμου οι πεινώντες και διψώντες νεράκι να ποτίσουν τη φρυγμένη τους ζωή και δάκρυ για να κλάψουν τους δικούς τους. Έτσι και ο Μανώλης Γλέζος. Υδρογεωλόγος με όνομα. Ήξερε να βρίσκει τη φλέβα του νερού, ότι το νερό της ζωής πολύ τ’ αγάπησε για να το κρατήσει για τον εαυτό του. Αξεδίψαστος ώς το τέλος. Σαν εκείνον τον εκατοχρονίτη γέροντα που συνάντησε ο Νίκος Καζαντζάκης επάνω στα βουνά της Κρήτης, το ’46 – ’49, και τον ρώτησε «τι είναι η ζωή;» Εκείνος απάντησε «ένα ποτήρι νερό, παιδί μου». «Εσύ ξεδίψασες;» ξαναρώτησε ο Καζαντζάκης. «Ανάθεμά τον που θα πει ότι ξεδίψασε» απάντησε ο γέροντας. Ο Μανώλης Γλέζος λοιπόν. Ούτε σταγόνα δεν άφησε να πάει χαμένη από το μεγάλο ποτάμι της ζωής. Γιατί ένιωσε στο κορμί του την ξηρασία των θηρίων και όπως όλοι του είδους του διέσχισε την απέραντη έρημο του μαρτυρίου, μαθαίνοντας σ’ αυτό το μεγάλο πανεπιστήμιο της προσφοράς πως «η έρημος αξίζει γιατί κάπου υπάρχει ένα πηγάδι» όπως λέει και ο Σαιντ Εξυπερύ στον «Μικρό πρίγκηπα». Ένας μικρός πρίγκηπας που πολύ αγάπησε το νερό και ήξερε να το βρίσκει. «Στην εξορία πήρα το ‘δίπλωμα’ γεωλογίας» είχε πει ο ίδιος. Μεγάλο δίπλωμα. Πιο μεγάλο από τον θάνατο.

Πώς να μην δουλεύει περίεργα το μυαλό τέτοιες στιγμές; Σηκώνομαι, βρίσκω στην βιβλιοθήκη το βιβλίο του Μανώλη Γλέζου «Ύδωρ, αύρα, νερό» (Καστανιώτης 2001) και διαβάζω ξανά ότι «πρόκειται για ένα γλωσσολογικό ταξίδι στους δρόμους του νερού και των λεκτικών του σημάνσεων». Τ’ ακούς; Ο «Πρώτος παρτιζάνος της Ευρώπης» σού μιλάει για το μεγάλο ποτάμι της γλώσσας, για το μεγάλο ποτάμι που γεννάει τις ιδέες της ισότητας, της ειρήνης, της δικαιοσύνης. Κι αναρωτιέται: «Τι απέγιναν η ‘αύρα’, ο ‘όμβρος’, το ‘φρέαρ’; Ο ‘υετός’, η ‘πηγή’ και η ‘κρήνη’;». Έτσι αναρωτιέται ο Μανώλης Γλέζος, ότι πολύ αγάπησε το νερό και είναι σαν να μας λέει ότι πρέπει να συνεχίσουμε μέχρι να ξαναβρούμε όλες τις λέξεις που ξεχάσαμε και τις άλλες που κατασπάραξαν τα θηρία και τις καινούργιες λέξεις για τα καινούργια ποτάμια που θ’ ανακαλύψουμε.

Κι έτσι όπως αλαργεύει και το μυαλό δουλεύει περίεργα, μου μοιάζει σαν τον αητό που πίνει νερό μέσα από το τραγούδι «Κόκκιν’ αχείλι φίλησα»: «Κατέβη αητός να πιει νερό κι έβαψαν τα φτερά του / κι έβαψε ο ήλιος ο μισός / τ’ ολόγιομο φεγγάρι».

Αντίο. Hasta la victoria siempre.

Κώστας Καναβούρης

Πηγή: Η Αυγή